«Ο πόνος, οι τύψεις και η ειλικρινής μεταμέλειά μου δεν δύνανται να εκφρασθούν με λέξεις. Ζητώ συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος, αν και δεν πρόκειται να απαλύνει την οδύνη της. Σκότωσα το θύμα με το μαχαίρι που βρήκαν οι αστυνομικοί πάνω μου όταν με έπιασαν. Για το θύμα εργαζόμουν τις τελευταίες σαράντα ημέρες και τοποθετούσαμε πλακίδια. Είχα φορτισθεί πάρα πολύ ψυχολογικά με όλα αυτά τα οποία θεωρούσα ότι το θύμα είχε πράξει εις βάρος μου και την απόφαση να το σκοτώσω την είχα λάβει πριν από μία εβδομάδα. Το μαχαίρι με το οποίο σκότωσα το θύμα το είχα αγοράσει από το σούπερ μάρκετ», είπε ο κατηγορούμενος.
Ακόμα και ενώπιον στις δικαστικές Αρχές ο Τούρκος έμοιαζε έτοιμος να παίξει το τελευταίο του χαρτί ελπίζοντας πως θα γλιτώσει την φυλακή κάτι όμως που δεν έγινε. Οι μάρτυρες λένε πως ο Τούρκος είχε κακή συμπεριφορά.
«Σε μικρή απόσταση από εκεί που καθόμουν είχε αφήσει το τσαντάκι του στο οποίο είχε χάπια. Του είπα ότι έχουμε φέρει φαγητό για να φάει. Ξέρω ότι είναι Τούρκος. Υπήρχαν περίοδοι όπου φερόταν άσχημα και του το είχαμε επισημάνει στο θύμα, αλλά δεν έκανε τίποτα. Θεωρούσε ότι το είχε υπό έλεγχο», περιέγραψε μάρτυρας.
Η υπερασπιστική γραμμή του κατά τα άλλα μετανιωμένου κατηγορούμενου είναι πως το έκανε γιατί το θύμα του βοηθούσε στον σχεδιασμό της εκτέλεσης του.
«Έχω έναν αδερφό και έμαθα ότι κακοποίησε σεξουαλικά την σύζυγό μου. Τότε πήγα σε ένα δικηγορικό γραφείο στην Τουρκία και αφού ενημερώθηκε η οικογένεια της συζύγου μου, έμαθα ότι έβαλαν Άραβες εκτελεστές να με κυνηγούν. Σκότωσα το σωστό άτομο γιατί πίστεψα ότι έδινε πληροφορίες στους εκτελεστές. Δεν θέλω ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, ξέρω τι λέω», ανέφερε ο κατηγορούμενος.
Σε αυτό το αδιανόητο σενάριο στηρίζει την υπερασπιστική του τακτική για μια δολοφονία που την περιέγραψε καρέ – καρέ.
«Κάποια στιγμή, το θύμα ήλθε στον τέταρτο όροφο στον οποίο εργαζόμουν και έσκυψε σε ένα σημείο προκειμένου να φτιάξει το σκασμένο μπετόν. Καθώς το θύμα ήταν γονατισμένο, εγώ το προσέγγισα από πίσω και τον χτύπησα τέσσερεις-πέντε φορές στο λαιμό, στο πόδι, στο χέρι και δεν θυμάμαι πού αλλού. Το θύμα γύρισε και με κλώτσησε και φώναζε “βοήθεια”. Εν συνεχεία, πήρα τα πράγματά μου και κατέβηκα στο ισόγειο του ξενοδοχείου, όπου είδα κάποιον υπάλληλο του ξενοδοχείου, και του ζήτησα να καλέσει ασθενοφόρο και την αστυνομία».
Ο Τούρκος λέει πως περίμενε την σύλληψη του και για αυτό κράτησε και το μαχαίρι, το όπλο του εγκλήματος.
«Το μαχαίρι το κράτησα πάνω μου. Πήγα περπατώντας στο πάρκο κοντά στο ξενοδοχείο και σε ένα κατάστημα όπου αγόρασα τσιγάρα και νερό. Μετά γύρισα στο ξενοδοχείο και ρώτησα εάν με ψάχνουν. Με έψαξαν και τους έδωσα το μαχαίρι. Δεν το είχα καθαρίσει από τα αίματα. Ήθελα να με πιάσουν και δεν έφυγα. Μετάνιωσα αμέσως μόλις κτύπησα το θύμα. Στην Τουρκία είχα κάποια μπλεξίματα με κάποιους ανθρώπους. Αυτοί οι Τούρκοι είχαν βάλει κάποιους να μου κάνουν κακό. Το θύμα μιλούσε με αυτούς τους ανθρώπους και τους έδινε τα στοιχεία μου».
Εμβρόντητοι όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί του τον άκουγαν αντί απολογίας και συγγνώμης να αναπτύσσει αδιανόητες θεωρίες συνωμοσίας ενώ έχει αρνηθεί την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη.
«Πριν από δώδεκα ημέρες κατοικούσα σε ένα σπίτι στην Καλαμάτα. Εκεί έμενα σε ένα δωμάτιο στην κουζίνα. Επειδή φοβόμουν τα βράδια ήθελα να κλειδώνω και είπα σε κάποιον άλλον που έμενε εκεί να πει στην ιδιοκτήτρια να με αφήσει να κλειδώνω τα βράδια. Τότε άκουσα το θύμα να λέει με το στόμα του στην ιδιοκτήτρια να με αφήσει να κλειδώσω αφού, ούτως ή άλλως, αυτοί που θα έρχονταν, θα έσπαζαν την πόρτα και θα με σκότωναν ό,τι και να έκανα και ότι αυτό γνωρίζει πώς να την επισκευάσει καθώς αυτή είναι η τέχνη του. Εκείνη τη στιγμή το θύμα δεν γνώριζε ότι το άκουγα», πρόσθεσε ο κατηγορούμενος.
Μάλιστα, ο Τούρκος για να ενισχύσει την αληθοφάνεια των λεγομένων του υποστήριξε πως είχε δεχτεί και παρακολούθηση για την οποία όμως αν και κανείς θα περίμενε να ενημερώσει τις Αρχές δεν το έπραξε.
«Το βράδυ της 18ης-12-2024 αντιλήφθηκα ότι με ακολουθούσαν τέσσερα άτομα προκειμένου να με σκοτώσουν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της 18ης-12-2024 το θύμα ήταν χαρούμενο και υπέθεσα ότι η χαρά του οφειλόταν στο ότι αυτά τα τέσσερα άτομα θα με σκότωναν το βράδυ αυτής της ημέρας. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα και το πρωί της 19ης-12-2024 έλαβα εκ νέου την απόφαση να σκοτώσω το θύμα», περιέγραψε ο κατηγορούμενος.
Από την άλλη, η οικογένεια του θύματος απαντά σε όλα όσα ισχυρίστηκε ο Τούρκος αλλά και σε όσα έχουν ακουστεί ως ψίθυροι.
Με ανακοίνωση της η οικογένεια του θύματος, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μαργέλη, υπογραμμίζει ότι η δολοφονία του αγαπημένου τους προσώπου «ήταν μια βάρβαρη πράξη εντελώς ακατανόητη και κυρίως αναίτια και απρόκλητη», ενώ τονίζουν ότι το θύμα δεν είχε καμία διαφορά ούτε οικονομική ή οποιασδήποτε άλλης μορφής με το δράστη.
«Ο εντολέας μου δεν θέλει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη»
Ο δικηγόρος του κατηγορούμενου, Λεωνίδας Πετρακόπουλος, μίλησε στο MEGA και στο Live News, όπου ανέφερε ότι πρότεινε στον εντολέα του να περάσει για ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη με τον κατηγορούμενο να το αρνείται κατηγορηματικά.
«Ήταν κατηγορηματικός ο εντολέας μου ότι δεν εμφανίζει κανένα πρόβλημα, επομένως δεν χρήζει ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Αυτό το είπε σε εμένα και το επανέλαβε ενώπιον της κυρίας Ανακρίτριας».
Πηγή