Η συζήτηση για ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα κατανέμει αναλογικά τα βάρη μεταξύ των εισοδηματικών τάξεων είναι διαχρονική, όταν μιλάμε όμως για το πώς πρέπει να φορολογείς τους ευκατάστατους αστούς, η κουβέντα επιστρέφει αναγκαστικά στην αρχαία Ελλάδα.

Εκεί δηλαδή που ίσχυε μια προωθημένη και ηθική φορολόγηση που κινητοποιούσε την άρχουσα τάξη να αποζητά μεγαλύτερη φορολογία και να απορρίπτει κάθε έννοια φοροδιαφυγής.

Αυτός ήταν ίσως ο πλέον αξιοθαύμαστος μηχανισμός της αρχαίας ελληνικής οικονομίας, πως η φορολογία βασιζόταν σε εκείνους που μπορούσαν πράγματι να τη σηκώσουν. Και το έκαναν περισσότερο εθελοντικά παρά από νομική υποχρέωση, θέλοντας να καλύψουν ακόμα και δαπάνες που δεν ήταν καθόλου υποχρεωμένοι να κάνουν.

Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν σενάρια επιστημονικής φαντασίας, υπήρξε όμως τουλάχιστον μία κοινωνία όπου η φορολόγηση βασιζόταν στην επιθυμία του ανθρώπου να κάνει το χρέος του στην κοινωνία. Και να το κάνει χωρίς να επεμβαίνει η γραφειοκρατία ή ο νόμος.

Βλέπετε οι πρόγονοί μας φρόντισαν να συνδέσουν δαιμόνια τη φορολόγηση με την ηθική: η ελευθερία ή ο δεσποτισμός μιας κοινωνίας, η δημοκρατία ή η τυραννία μπορούσαν κάλλιστα να μετρηθούν στη βάση του ισχύοντος φορολογικού συστήματος. Όλα αυτά θέλουν βέβαια μια μικρή ανάλυση, καθώς το σύστημά τους ήταν θαυμαστό όχι για τον τρόπο που φορολογούσαν, αλλά αντιθέτως για τον τρόπο που δεν φορολογούσαν!

Η φορολογία εισοδήματος ήταν ανήκουστη στην αρχαία Αθήνα -το ιδεαλιστικό πρότυπο της κοινωνίας των αρχαίων Ελλήνων-, καθώς λογιζόταν ασυμβίβαστη με την ίδια την έννοια του ελεύθερου πολίτη: κανείς δεν μπορούσε να σου πάρει ό,τι είχες βγάλει με τον κόπο σου, είτε μιλάμε για περιουσία είτε για εργασία. Φόρους πλήρωναν μόνο οι μέτοικοι και οι ξένοι, ποτέ οι πολίτες, μιας και η άμεση φορολογία δεν ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος για να μοιραστεί ένα τμήμα του πλούτου των μεγαλοαστών στον υπόλοιπο κόσμο.

Αυτό γινόταν με μια ολότελα εθελοντική εναλλακτική: τη λειτουργία…

Μικρή εισαγωγή στην αρχαία ελληνική οικονομία

«Λειτουργία» καλούνταν στην αρχαία Αθήνα η δαπάνη στην οποία υποβάλλονταν με εντολή της πολιτείας ή εθελοντικά οι πλούσιοι πολίτες για να προσφέρουν υπηρεσία στην πόλη ή τον λαό. Σήμαινε κάτι σαν «δημόσια υπηρεσία», μια χορηγία καλά εδραιωμένη στο φαντασιακό των Αθηναίων περί ηθικής και πολιτικής υποχρέωσης.

Ο Αριστοτέλης ανέπτυξε περαιτέρω αυτό το θέμα, καθώς ο ιδανικός πολίτης για τον πάνσοφο του αρχαίου κόσμου ήταν αυτός που έδινε τεράστια ποσά στην κοινότητα. Αυτός ήταν ο πραγματικός πλούτος, να κάνεις το καλό, όπως μας λέει στη «Ρητορική» του, να δίνεις λεφτά και δώρα και να βοηθάς τους άλλους να συνεχίζουν να υπάρχουν.

Στην ίδια κοινωνική ευθύνη του ευκατάστατου πολίτη πίστευε ακράδαντα και ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης, συμβουλεύοντας τους γιατρούς να παρέχουν κάποιες φορές τις υπηρεσίες τους δωρεάν, καθώς η χορηγία ισοδυναμούσε γι’ αυτόν με ευδαιμονία.

Να σημειώσουμε βέβαια εδώ πως ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δεν ήταν στατικός ή ομοιογενής, καθώς κάλυψε μια περίοδο από το 770-30 π.Χ. χονδρικά με ραγδαίες οικονομικές, πολιτισμικές και πολιτικές μεταβολές. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι όλα γνωστά για την οικονομική άνθιση των Ελλήνων («αίνιγμα» επιμένει να την αποκαλεί μια γραμμή ιστορικής σκέψης), η ισχυρή οικονομία διαδραμάτισε αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο στην επέκταση και την επιρροή της Ελλάδας στον υπόλοιπο κόσμο.

Ξέρουμε πάντως πως οι Έλληνες δεν είχαν κεντρική οικονομία (σχεδιασμένη οικονομία) με τη σύγχρονη έννοια του όρου, όπου οι αποφάσεις παίρνονται με βάση τη βούληση του κράτους. Τι είδους οικονομία ήταν, αυτό συνεχίζει να αποτελεί θέμα διαμάχης μεταξύ ιστορικών και οικονομολόγων, καθώς άλλοι την αποκαλούν «πρωτόγονη» και άλλη «προωθημένη». Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι οι πρόγονοί μας δεν την είχαν αναλύσει τόσο όσο άλλα επιστημονικά πεδία.

Όταν ωστόσο η Αθήνα έπρεπε να χρηματοδοτήσει τις κρατικές της δαπάνες με δικά της μέσα, ήξερε ακριβώς πού έπρεπε να κοιτάξει…

Το ανατρεπτικό φορολογικό σύστημα της Αθήνας

Όταν η Αθήνα χρειαζόταν βελτιώσεις στις υποδομές της, μια νέα γέφυρα για παράδειγμα, ή ήθελε να διοργανώσει κάποια υπέρλαμπρη τελετή, τότε καλούσε τους αριστοκράτες. Οι οποίοι έπρεπε όχι μόνο να χρηματοδοτήσουν το έργο, αλλά και να το αποπερατώσουν ως εργολάβοι, καθώς ήταν στην αποκλειστική τους ευθύνη η επίβλεψη της προόδου του έργου και η ολοκλήρωσή του.

Η λογική εδώ ήταν πως ο πλούσιος όφειλε να επωμιστεί το βάρος των δημόσιων εξόδων, δεδομένης της άνισης κατανομής του πλούτου που απολάμβανε. Οι συνεισφορές όμως δεν ήταν επιβεβλημένες με νόμους, ούτε και δέσμευε κάτι τον πλούσιο να το κάνει. Το μόνο που τον ανάγκαζε ήταν η συνείδησή του ως πολίτη και η παράδοση που είχε κληρονομήσει.

Αυτό ήταν το εκπληκτικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας, πως το κίνητρο ήταν η πραγματική φιλανθρωπία, αυτή η ακραιφνής αγαθοεργία, η γνήσια αίσθηση του δημόσιου καθήκοντος. Που συνδεόταν με υψηλά ιδανικά όπως η τιμή και το κύρος. Αν η λειτουργία εκτελούνταν ως όφειλε, αυτό ανύψωνε τον ευεργέτη στα μάτια των συμπολιτών του.

Υπήρχε όμως και μια μικρή «βοήθεια» εδώ, ένα εξτρά προσωπικό κίνητρο αν θέλετε. Ενώ δηλαδή στα πρώτα χρόνια του ελληνικού πολιτισμού ήρωες γίνονταν αποκλειστικά οι ατρόμητοι πολεμιστές, στα χρυσά χρόνια της Αθήνας το ίδιο καθεστώς απονεμόταν και σε όσους χορηγούσαν λειτουργίες. Καθώς ήταν υποτίθεται η ίδια ανάγκη προστασίας των συμπολιτών τους που τους κινητοποιούσε.

Το αποτέλεσμα αυτού του δαιμόνιου τεχνάσματος είναι να σφυρηλατεί πολίτες με έφεση να δίνουν πολλά περισσότερα από όσα τους ζητούνταν. Ακόμα και 3-4 φορές παραπάνω δηλαδή! Απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και μετά βδελυγμίας τη φοροδιαφυγή, που εδώ ενσαρκωνόταν με τη μορφή του δεν θέλω να προσφέρω τίποτα στην κοινωνία.

Τα λαμπρά Παναθήναια, ας πούμε, ήταν εξολοκλήρου χρηματοδοτούμενα από τους πλούσιους Αθηναίους, όπως ήταν και τα Διονύσια. Υπήρχαν οι χορηγίες, χρηματοδότηση ομάδων χορού για τις γιορτές, κάτι που έφερνε μεγάλη τιμή στον πλούσιο (ακόμα και αγάλματα στήνονταν προς τιμή των χορηγών), πόσο μάλλον όταν κέρδιζε η ομάδα του.

Πολλά ακόμα είδη λειτουργίας σκάρωσαν οι Αθηναίοι για να δώσουν τη δυνατότητα τους έχοντες και κατέχοντες να κάνουν το χρέος τους ως πολίτες, μεταξύ αυτών η γυμνασιαρχία, η τριηραρχία, η εστίαση κ.ά.

Η ίδια η Ποικίλη Στοά των Αθηνών (Πεισιανάκτειος), εκεί που δίδασκαν οι στωικοί, ήταν όχι μόνο αποτέλεσμα λειτουργίας, αλλά και δημόσιου διαγωνισμού για την κατασκευή της, καθώς όλοι ήθελαν το όνομά τους να συνδεθεί με το σπουδαίο έργο. Τελικά συνδέθηκε με τον γαμπρό του Κίμωνα, Πεισιάνακτα. Αλλά και πολλά έργα της Ακρόπολης, πιθανότατα και ο ίδιος ο Παρθενώνας, χρηματοδοτήθηκαν στο πλαίσιο της λειτουργίας.

Η πιο πρεστιζάτη πάντως λειτουργία, αυτή που κάθε πλούσιος που σεβόταν τον εαυτό του ήθελε όσο τίποτα μιας και ήταν η ακριβότερη, δεν ήταν άλλη από την τριηραρχία, την υποχρέωση δηλαδή να κατασκευάσεις, να εξοπλίσεις και να συντηρείς μια πολεμική τριήρη. Ο περιβόητα ισχυρός αθηναϊκός στόλος είχε πολλές λειτουργίες στην καρδιά του. Ο χορηγός μπορούσε ακόμα και να αναλάβει τη διοίκηση του πλοίου σε καιρό πολέμου, αν και οι πιο φρόνιμοι αριστοκράτες το άφηναν αυτό στους ειδικούς.

Ο αριθμός των αθηναίων λειτουργών δεν τυγχάνει καθολικής συναίνεσης, κυμαίνονταν πάντως κάπου μεταξύ 300-1.200, ανάλογα με την εποχή και το αν μιλούσαμε για καιρό ειρήνης, μιας και στον πόλεμο οι λειτουργοί αυξάνονταν εκθετικά. Και ήταν αυτοί που χρηματοδοτούσαν τη μερίδα του λέοντος των κρατικών δαπανών, πληρώνοντας τη συντριπτική πλειονότητα των φόρων χωρίς να δίνουν μία στο κράτος.

Παρά τον εθελοντικό ρόλο της τάξης των λειτουργών, σε καιρούς χαλεπούς η πολιτεία υποχρέωνε κάποιους να χρηματοδοτήσουν έργα μέσω του θεσμού της εισφοράς, ποτέ όμως το ίδιο πρόσωπο διαδοχικά. Σε περιόδους πολέμου μάλιστα, όπως στον Πελοποννησιακό, κάθε αθηναίος πολίτης υποχρεώθηκε να δώσει όσα σήκωνε η τσέπη του για τον στρατιωτικό εξοπλισμό της πόλης-κράτους.

Δεν έλειπαν ωστόσο και οι επιτήδειοι που εκμεταλλεύονταν τον θεσμό της λειτουργίας για προσωπικό πολιτικό όφελος. Ακόμα και τον Περικλή κατηγόρησαν οι εχθροί του για κάτι τέτοιο, πως νεαρός ακόμα (πριν γίνει στρατηγός) χρηματοδότησε τους «Πέρσες» του Αισχύλου στα Μεγάλα Διονύσια για να γίνει γνωστός ως ευεργέτης. Όπως έκανε και ο πολιτικός του αντίπαλος Κίμωνας, εξασφαλίζοντας την εύνοια πολλών.

Αφήνοντας κατά μέρος τις αναποδιές αυτές, η λειτουργία ήταν εν πολλοίς εθελοντικός θεσμός και όποιος δεν ήθελε να κάνει τα οφειλόμενα φλέρταρε επικινδύνως με τη δημόσια περιφρόνηση. Την ίδια στιγμή, ίσχυε και η αντίδοση, όταν ο πολίτης δεν ήθελε να εκτελέσει μια δυσανάλογα μεγάλη για την οικονομική του επιφάνεια λειτουργία δηλαδή και υποδείκνυε κάποιον πιο πλούσιο απ’ αυτόν για να την επωμιστεί.

Εδώ ο νόμος ήταν σαφής: ο δεύτερος ή θα χρηματοδοτούσε το έργο ή θα αντάλλαζε περιουσίες με τον πρώτο, αποδεικνύοντας στην πράξη πως ήταν φτωχότερος και άρα ακατάλληλος να επιτελέσει τη λειτουργία! Αυτός ήταν άλλος ένας δαιμόνιος τρόπος καθορισμού του πραγματικού πλούτου κάποιου, σε αντίθεση δηλαδή με την κατά δήλωσή του οικονομική του κατάσταση.

Αυτή ήταν η ομορφιά του συστήματος της έμμεσης φορολογίας που ονομάστηκε «λειτουργία», ότι τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα επωμίζονταν τα βάρη του λαού χωρίς να τους το ζητά κάποιος. Πέρα από τη συνείδησή τους δηλαδή. Χωρίς εμπλοκή της κεντρικής διοίκησης και της γραφειοκρατίας.

Κι όλα πήγαιναν τις περισσότερες φορές καλά γιατί αυτό που διακυβευόταν δεν ήταν τα λεφτά, αλλά η τιμή και η υπόληψη του πολίτη…


Πηγή