Η Park Hyun-suk είναι συντετριμμένη. Έχει μόλις χάσει τον σύζυγό της από gwarosa – δεν είναι κάποια γνωστή ασθένεια ή σύνδρομο, μία αιφνίδια κρίση στην κατάσταση της υγείας του, που του στοίχισε τη ζωή. Είναι η κορεάτικη λέξη που περιγράφει τον θάνατο από υπερβολική δουλειά.

Ο Chae Soo-hong εργαζόταν σε μονάδα τροφίμων όπου παράγεται jangjorim, ένα δημοφιλές κορεατικό συνοδευτικό με μοσχάρι μαγειρεμένο σε σάλτσα σόγιας. Καθήκον του ήταν να εξασφαλίζει πως η παραγωγή ανταποκρινόταν στα στάνταρντ που προβλέπονται και στον χρόνο που επιβάλλεται.

Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας ταξίδευε στα εργοστάσια της εταιρείας για να εποπτεύει την παραγωγή. Τα Σάββατα δούλευε από τα κεντρικά της εταιρείας, συμπληρώνοντας συνήθως έγγραφα και ολοκληρώνοντας γραφειοκρατικές δουλειές.

Ακόμα κι όταν επέστρεφε σπίτι από τη δουλειά του, τα «καθήκοντά» του δεν είχαν τελειώσει. Αν και δεν ήταν επακριβώς υποχρέωσή του, συχνά περνούσε τα απογεύματά του απαντώντας σε τηλεφωνήματα εργαζομένων στο εργοστάσιο, συνήθως ξένων μεταναστών που χρειάζονταν βοήθεια για να προσαρμοστούν στη ζωή στη Νότια Κορέα.

«Όταν προσελήφθη, το 2015, η εταιρεία είχε 30 υπαλλήλους. Όταν πέθανε, η εταιρεία είχε αναπτυχθεί και είχε 80 εργαζόμενους, ωστόσο οι υποχρεώσεις του συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται» αφηγείται η γυναίκα του στο CNN.

Καθώς η εταιρεία αναλάμβανε όλο και περισσότερες δουλειές, υπήρχε η προσδοκία και από εκείνον να δουλεύει ολοένα και περισσότερο. Έφτασε στο σημείο όσες ώρες ήταν σπίτι του να μην κάνει τίποτα άλλο παρά να κοιμάται, αφού ήταν υπερβολικά κουρασμένος.

Ο Chae πέθανε ένα απόγευμα Σαββάτου, τον Αύγουστο του 2017.  Το πρωί, καθώς ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά, όπως κάθε Σάββατο, παραπονέθηκε πως ένιωθε κουρασμένος. Αλλά η Park δεν έδωσε και πολλή σημασία – ο άνδρας της ήταν πάντα κουρασμένος. «Έπρεπε να είχα δει το σημάδι, πως δεν ένιωθε καλά» σκέφτεται σήμερα. «Εκείνη τη μέρα δεν γύρισε σπίτι».

Οι συνάδελφοί του τον βρήκαν στο πάτωμα του γραφείου του. Η ακριβής αιτία θανάτου δεν εξακριβώθηκε ποτέ.

Ήταν ένας από τους εκατοντάδες ανθρώπους που πέθαναν το 2017 εξαιτίας της υπερβολικής εργασίας, σύμφωνα με στοιχεία της κυβέρνησης της Νότιας Κορέας. Μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικών Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι στη Νότια Κορέα δουλεύουν κατά μέσο όρο περισσότερες ώρες την εβδομάδα από κάθε άλλη χώρα εκτός μίας. Και σχεδόν 50% περισσότερες ώρες από τη φημισμένη για την αγορά εργασίας της Γερμανία.

Τον Ιούλιο, η κυβέρνηση ενέκρινε νόμο που μειώνει τις μέγιστες επιτρεπόμενες ώρες εργασίας την εβδομάδα από 68 (!) σε 40, συν δώδεκα ώρες υπερωρία. Ο πρόεδρος της χώρας Moon Jae-in δήλωσε πως αυτή είναι μία «σημαντική ευκαιρία» να απομακρυνθεί η Νότια Κορέα από μία κοινωνία υπερβολικής εργασίας και να κινηθεί προς μία κοινωνία όπου οι άνθρωποι περνούν χρόνο με τις οικογένειές τους.

«Το πιο σημαντικό είναι αυτή θα είναι μία θεμελιώδης λύση, ώστε να προστατευτούν οι ζωές και η ασφάλεια των πολιτών, μέσω της μείωσης του αριθμού θανάτων από υπερβολική εργασία, των εργατικών δυστυχημάτων και των δυστυχημάτων με εμπλεκόμενους οδηγούς που λύγιζαν από την αϋπνία» είχε τονίσει.

Ωστόσο, για τις οικογένειες που έχουν ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα στην υπερβολική εργασία, θρηνώντας την απώλεια κάποιου δικού τους ανθρώπου, το πένθος συνεχίζεται. Το ίδιο και ο αγώνας της διεκδίκησης αποζημίωσης.

Η μάχη της αποζημίωσης

Από τη στιγμή που ο Chae είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο γραφείο, η Park συμπέρανε πως είναι αυτονόητο πως ο θάνατός του θα θεωρηθεί ως σχετιζόμενος με τη δουλειά του και άρα θα καλύπτεται από την ανάλογη αποζημίωση. Γρήγορα όμως διαπίστωσε πως τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. Η αρμόδια υπηρεσία (Workers’ Compensation and Welfare Service – COMWEL) απαίτησε η Park να αποδείξει πως ο σύζυγός της πέθανε εν ώρα εργασίας.

«Ήταν μία πρόκληση. Συνήθως έφευγε από το σπίτι στις 7 το πρωί κι επέστρεφε στις 10 το βράδυ, αλλά δεν υπήρχε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για να καταγράφει τις εργάσιμες ώρες του» εξηγεί. Θεώρησε πως είχε βρει διέξοδο όταν ανακάλυψε πως τα διόδια, που περνούσε ο άνδρας της καθημερινά, είχαν κύκλωμα ασφαλείας και άρα θα είχε καταγράψει και τη διαδρομή του την τελευταία η μέρα της ζωής του. Ωστόσο επειδή τα Σάββατα δούλευε σε άλλο γραφείο -στα κεντρικά και όχι στο εργοστάσιο- δεν μπόρεσε να βρει το οπτικό υλικό.

Παρότι η νομοθεσία της Νότιας Κορέας δεν αναγνωρίζει επισήμως τον θάνατο εξαιτίας υπερβολικής δουλειάς, η COMWEL θεωρεί αιτία αποζημίωσης τη μοιραία καρδιακή προσβολή ή τα εμφράγματα που μπορεί κανείς να πάθει ενώ δουλεύει πάνω από 60 ώρες την εβδομάδα για πάνω από τρεις μήνες. Η αποζημίωση αυτή, σημειωτέον, είναι πολύ σημαντική βοήθεια για οικογένειες που εκτός του πένθους που τις βαραίνει, χάνουν ξαφνικά και τη μοναδική πηγή εσόδων τους. Ακόμα και χωρίς να μπορέσει να αποδείξει τις εργάσιμες ώρες του συζύγου της τα Σάββατα, η Park κατάφερε να αποδείξει πως ο Chae είχε δουλέψει πολύ πάνω από 180 ώρες τις εβδομάδες που προηγήθηκαν του θανάτου του. Κι έτσι έγινε μία από τους λίγους, τυχερούς μέσα στην ατυχία τους, δικαιούχους, που πήραν αποζημίωση με τη «βούλα» της COMWEL να αναγνωρίζει το μοιραίο φαινόμενο gwarosa.

Η μοιραία εμμονή

Μετά τον θάνατο του Chae, η Park και καμιά δεκαριά άλλοι άρχισαν να συγκεντρώνονται μία φορά τον μήνα σε μία αίθουσα νότια του ποταμού Χαν, δίπλα στη μεγαλύτερη ψαραγορά της Σεούλ. Οι συμμετέχοντες δεν είχαν και πολλά κοινά, συνήθως μόνο ένα, αλλά καθοριστικό: Είχαν χάσει έναν δικό τους άνθρωπο -συνήθως πατέρα ή σύζυγο- εξαιτίας της υπερβολικής δουλειάς.

«Ιδρύτρια» της ομάδας ήταν η Kang Min-jung, η οποία κινητοποιήθηκε όταν ο θείος της, που την είχε μεγαλώσει, πέθανε εν ώρα εργασίας. «Όταν έφυγε από τη ζωή αναρωτήθηκα γιατί. Γιατί έπρεπε να δουλεύει τόσο πολύ… Άρχισα να μελετώ το φαινόμενο τέτοιων θανάτων στην Ιαπωνία» αφηγείται η ίδια.

Στην Ιαπωνία το φαινόμενο αυτό -karosi λέγεται εκεί- μελετάται ήδη από τη δεκαετία του ’80, καθώς η χώρα προσπαθούσε να διαχειριστεί τη δική της αντίστοιχη κουλτούρα, που οδηγούσε στη μοιραία υπερεργασία. Σήμερα είναι η μόνη χώρα που έχει νομοθετήσει την υποχρέωση της κυβέρνησης να μελετήσει και να προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημα.

Όταν επέστρεψε στην Κορέα, άρχισε να οργανώνει συναντήσεις για τους συγγενείς ανθρώπων που είχαν πεθάνει από την πολλή δουλειά. Δεν ήταν εύκολο, στην πρώτη συνάντηση εμφανίστηκαν μόλις τρεις άνθρωποι, οι οποίοι εν πολλοίς αγνοούσαν το ζήτημα και πως πιθανώς να δικαιούνταν αποζημίωση, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία. Αυτή η μη αναγνώριση του προβλήματος είναι ακόμα πιο έντονη στους ανθρώπους που διατρέχουν και τον μεγαλύτερο κίνδυνο, όπως ο Chae.

«Πρέπει να νόμιζε πως το να δουλεύει έτσι ήταν φυσιολογικό. Ανήκει στη γενιά που θεωρεί παράσημο τη σκληρή δουλειά και την εκπλήρωση του καθήκοντος, ως άνδρας της οικογένειας. Δεν παραπονιόταν, δεν έκανε κάποιο διάλειμμα» περιγράφει η γυναίκα του. «Η Κορέα είναι μία κοινωνία που απαιτεί υπερεργασία. Απαιτείται από σένα να εργάζεσαι πολλές ώρες. Νομίζουν πως το να δουλεύεις πολύ σημαίνει πως δουλεύεις καλά και είσαι παραγωγικός.

Από τις 36 χώρες του ΟΟΣΑ, οι Νοτιοκορεάτες εργάζονται τις περισσότερες ώρες, κατά μέσο όρο, από όλες τις χώρες εκτός του Μεξικού και της Κόστα Ρίκα, που τώρα επιχειρεί να γίνει μέλος του Οργανισμού. Κι εκτός του ότι αποδεικνύονται μοιραίες, οι τόσες ώρες εργασίας δεν φαίνεται να μεταφράζονται και σε μεγάλη παραγωγικότητα. Αντίθετα, τα στοιχεία δείχνουν πως η Νότια Κορέα είναι ουραγός -συγκεκριμένα τρίτη από το τέλος- στην κατάταξη της παραγωγικότητας μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

Σταδιακή πρόοδος

Ο Kim Woo-tark, εργατολόγος, που συμμετέχει στις συναντήσεις της Kang και βοηθά τις οικογένειες στα διαδικαστικά και τις αιτήσεις προς την COMWEL, λέει πως η κουλτούρα της υπερβολικής δουλειάς είναι απομεινάρι του Κορεατικού πολέμου και της τυπικά εν εξελίξει πολεμικής διαμάχης, που έχει διαμορφώσει πολλές πτυχές της κορεατικής κοινωνίας. «Επειδή η Νότια Κορέα έπρεπε να σταθεί γρήγορα στα πόδια της, μετά τον πόλεμο, δημιουργήθηκε μία δομή που αναγκάζει κάθε εργαζόμενο να δουλέψει πολύ» εξηγεί. «Αυτή η δομή, το σύστημα, έγινε κουλτούρα, έθιμο».

Ο πρόεδρος Moon αναρριχήθηκε στην εξουσία υποσχόμενος να περιορίσει τις ώρες και να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας. Η εβδομάδα των 52 ωρών εργασίας τέθηκε σε ισχύ αυτόν τον Ιούλιο αν και θα τεθεί σε πλήρη εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2019 και αρχικά θα περιοριστεί στις εταιρείες με πάνω από 300 υπαλλήλους.

Μία από τις πρώτες εταιρείες που έσπευσε να ευθυγραμμιστεί με τη νέα νομοθεσία ήταν η ΚΤ, Korea Telecom. Οι εργαζόμενοι ειδοποιούνται μέσω των υπολογιστών τους για την ώρα που τελειώνει το ωράριό τους και οι προϊστάμενοί τους τους ενθαρρύνουν να γυρίζουν σπίτι τους και να μην κάθονται υπερωρίες.

Ο Kim Jung-jun, που εργάζεται για το τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της εταιρείας, εξηγεί πως ο επόπτης του χτυπά ένα κουδούνι κάθε μέρα και τους ενημερώνει πως ήρθε η ώρα να πάνε σπίτι και να τελειώσουν τη δουλειά τους.

Στους τρεις μήνες εφαρμογής του νόμου, ο Kim διαπίστωσε πως κοιμάται περισσότερο και έχει περισσότερο χρόνο για την οικογένεια και τους φίλους του.

Ο νόμος έφερε ευρύτερα οφέλη και για την κοινωνία. Το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε τον Αύγουστο πως δημιουργήθηκαν 43.000 θέσεις εργασίας, καθώς οι εταιρείες χρειάστηκε να προσλάβουν επιπλέον εργαζόμενους αντί να αναγκάζουν τους υπάρχοντες υπαλλήλους να δουλεύουν περισσότερες ώρες.

Ανάληψη δράσης

Δεν ανταποκρίθηκαν πάντως όλοι οι εργαζόμενοι στην αλλαγή αυτή. Ο Jeong Hak-dong είναι διανομέας στην πόλη Ilsan, βορειοδυτικά της Σεούλ. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εφαρμογή του νόμου δεν άλλαξε και πολλά. «Η διοίκηση μιλά για την πολιτική των 52 ωρών και πως αυτό σημαίνει πως θα αρχίζουμε τη δουλειά στις 8 το πρωί και θα τελειώνουμε στις 6. Αλλά η αλήθεια είναι πως ακόμα εργαζόμαστε και μετά τις 8 το βράδυ».

Τις περισσότερες μέρες, ο Jeong εξακολουθεί να δουλεύει δωδεκάωρο «κι ακόμα και τότε δεν καταφέρνω να τελειώσω τη δουλειά» λέει. Ανησυχεί, όπως προσθέτει, πως καθώς οι οδηγοί βιάζονται να προλάβουν τις διανομές τους, μπορεί να αυξηθεί και ο κίνδυνος τροχαίων.

Πέρσι, ένας διανομέας, που είχε τραυματιστεί σε τροχαίο, κλήθηκε να πάει κανονικά στη δουλειά. Εκείνος άφησε ένα σημείωμα, στο οποίο κατήγγειλε την απάνθρωπη αντιμετώπιση, και αυτοκτόνησε. Τον Ιούλιο, ένας άλλος υπάλληλος αυτοπυρπολήθηκε μέσα στο γραφείο του. Μετά τον θάνατό του καταγράφηκαν δύο ύποπτες υποθέσεις θανάτων από υπερβολική δουλειά, μέσα σε διάστημα δύο μηνών. Ήταν εργαζόμενοι στο ίδιο τμήμα με τον ίδιο.

Μετά τους θανάτους, η Ένωση των Διανομέων προκήρυξε απεργία πείνας στην κεντρική πλατεία της Σεούλ, στο πλαίσιο οργανωμένης καμπάνιας για την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση, προκειμένου να βάλει ένα τέλος στο εργάσιμο 6ήμερο και να ωθήσει στην πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων.

Τον Αύγουστο του 2017 συστήθηκε μία κοινή επιτροπή με εκπροσώπους της εταιρείας, της αρμόδιας εθνικής υπηρεσίας, της ένωσης των εργαζομένων και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων, για να εξετάσουν τις συνθήκες εργασίας στον κλάδο. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιτροπής, σχεδόν 2000 διανομείς δούλευαν περισσότερο από 3.000 ώρες ο καθένας ετησίως, πάνω κι από τις 58 ώρες τη εβδομάδα, κατά μέσο όρο. Το επίπεδο του στρες ήταν χειρότερο κι από αυτό των νοσοκόμων, των πυροσβεστών και των πιλότων μαχητικών.

Μετά την έκθεση της επιτροπής, η εταιρεία Korea Post συμφώνησε να προσλάβει κι άλλους χίλιους υπαλλήλους την επόμενη χρονιά -τα 2019- κι επιπλέον χίλιους το 2020. Το συνδικάτο χαιρέτισε την απόφαση και τερμάτισε την απεργία πείνας.

Η Park λαμβάνει κάθε μήνα την αποζημίωση για τον θάνατο του συζύγου της, μία οικονομική ανακούφιση από τη μία, μία επώδυνη υπενθύμιση της απώλειάς του από την άλλη. Βλέπει με ικανοποίηση τις επερχόμενες αλλαγές στις συνθήκες εργασίας αλλά δεν μπορεί να μην σκέφτεται πως τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά για την οικογένειά της, εάν είχαν προωθηθεί νωρίτερα.

«Είμαι σίγουρη πως δεν είμαι μόνο εγώ, είναι κι άλλοι με την ίδια εμπειρία που τους στοιχειώνει η ίδια ενοχή» λέει. «Αν έβλεπα τα σημάδια, μόνο αυτό, αν είχα αντιδράσει με μεγαλύτερη ευαισθησία, τότε τίποτα δεν θα είχε συμβεί. Η ενοχή πάντα πονάει. Προσπαθώ να συνεχίσω τη ζωή μου αλλά αυτό το συναίσθημα της ενοχής είναι πάντα στην καρδιά μου…».


Πηγή