Αυτή την εβδομάδα μην χάσετε το έξοχο «Παιχνίδι της φωτιάς» που συγκέντρωσε τις καλύτερες κριτικές της δεκαετίας στο φεστιβάλ των Καννών,  αλλά και τη «Στολή του λοχαγού», που αφηγείται μια αληθινή και αποκαλυπτική για την ανθρώπινη φύση ιστορία.  

Αν πάλι προτιμάτε τα οικογενειακά δράματα, «Η επιστροφή του Μπεν» με την Τζούλια Ρόμπερτς στον ρόλο μιας μητέρας που προσπαθεί να βοηθήσει τον εξαρτημένο γιο της, μπορεί να σας συγκινήσει.

Το παιχνίδι με τη φωτιά, (Beoning/ Burning)
Σκηνοθεσία: Λι Τσανγκ Ντογκ
Παίζουν: Στίβεν Γέουν, Αχ-Ιν Γιου, Γιονγκ- Σέο Γιουν
 

Ο Γιόνγκσου έχασε μόλις τη δουλειά του. Τυχαία θα συναντήσει τη Χάεμι, ένα κορίτσι που έμενε κάποτε στη γειτονιά του. Εκείνη του ζητάει να προσέχει τη γάτα της όσο θα λείπει σε ταξίδι. Με την επιστροφή της, συστήνει στον Γιόνγκσου έναν μυστηριώδη νεαρό άντρα με το όνομα Μπεν, που γνώρισε όσο έλειπε. Ο Μπεν τού μιλάει για τις περίεργες συνήθειές του, όμως  ο έρωτας και η εμμονή του Γιόνγκσου για τη Χάεμι μεγαλώνει και η πραγματικότητα δεν είναι πια ευδιάκριτη.

Ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι («Φλεγόμενος αχυρώνας») εμπνέει  έναν από τους κορυφαίους Ασιάτες δημιουργούς, συγκεντρώνοντας τις καλύτερες κριτικές που γράφτηκαν για διαγωνιζόμενη ταινία την τελευταία δεκαετία στο Φεστιβάλ Καννών. Επίσης η ταινία  βρίσκεται στην τελική λίστα για τις υποψηφιότητες των Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
 
Ένα νεαρός  επίδοξος συγγραφέας, ο Γιόνγκσου, που αγαπάει  τον Φόκνερ αλλά ακόμα δεν έχει βρει την ιστορία που θέλει να γράψει, μένει άνεργος. Την ίδια μέρα συναντάει μία παλιά γειτόνισσά του, την Χάεμι και την ερωτεύεται παράφορα. Εκείνη  φεύγει ταξίδι και του αναθέτει να προσέχει τη γάτα της. Η Χάεμι τελικά επιστρέφει παρέα με έναν πλούσιο εκκεντρικό άντρα, τον Μπεν, κι ένα παράδοξο ερωτικό τρίγωνο αρχίζει να σχηματίζεται. Όταν όμως εκείνη μυστηριωδώς εξαφανίζεται, ο Γιόνγκσου αρχίζει να την αναζητά,  θεωρώντας ότι ο Μπεν ευθύνεται για την εξαφάνισή της .
Τα διηγήματα του Μουρακάμι είναι δύσκολο να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη, καθώς ουσιαστικά δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα και η γοητεία τους έγκειται στη λογοτεχνική αφήγηση. Κι όμως ο Λι Τσανγκ Ντογκ, που έχει  διατελέσει και   υπουργός Πολιτισμού της Νότιας Κορέας-  ανακαλύπτει έναν κρυφό κόσμο κάτω από τις σειρές του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα και δημιουργεί μία ταινία πρότυπο για την ερωτική εμμονή και  τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.

Δημιουργώντας μία περίεργη μίξη ερωτικού δράματος, θρίλερ και μυστηρίου, ο Κορεάτης σκηνοθέτης φτιάχνει υποβλητικές ατμόσφαιρες, αξιοποιώντας τις εναλλαγές του φωτός και συνεχώς «τριπάρει» το μυαλό του θεατή που καλείται να βρει την δική αλήθεια του μέσα από  γρίφους, που  δεν έχουν απάντηση. Άλλωστε άλλες φορές όσα βλέπουμε με τα μάτια μας, δεν είναι η πραγματικότητα και τούμπαλιν,  οπότε καθ’ όλη τη διάρκεια ο Λι Τσανγκ Ντογκ μάς κάνει να αναρωτιόμαστε για το αν όσα ζει ο κεντρικός του ήρωας συμβαίνουν πραγματικά, ή είναι απλώς προϊόν της λογοτεχνικής του φαντασίας.
Με αργούς ρυθμούς μας υποβάλλει σε ένα πνευματικό παιχνίδι που δεν στερείται εντάσεων και συναισθηματικών εκρήξεων, έξοχα ερμηνευμένο από τους τρεις ηθοποιούς του, αλλά και  έμμεσων κοινωνικών σχολίων-   η ταξική διαφορά των  δύο αντιζήλων  είναι εξαιρετική επιλογή – δημιουργώντας τελικά μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς που ανταμείβει και με το παραπάνω τον υπομονετικό θεατή .

Η Στολή του Λοχαγού (Der Hauptmann / The Captain)
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Σβέντκε
Παίζουν: Μαξ Χουμπάχερ , Φρέντεριχ Λάου

Λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την ήττα της Γερμανίας να θεωρείται πλέον δεδομένη, πολλοί στρατιώτες των Ναζί λιποτακτούν. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο νεαρός Γερμανός στρατιώτης Ουίλι Χέρολντ, ο οποίος, δύο εβδομάδες πριν  από το τέλος του πολέμου, το μόνο που θέλει είναι να παραμείνει ζωντανός και όχι να επιστρέψει στη διμοιρία του. Ενώ όμως τρέχει να διαφύγει, βρίσκει, μέσα στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο ενός αξιωματικού, μια βαλίτσα με το παλτό, τη στολή και ένα ζευγάρι παπούτσια κάποιου λοχαγού. Σε μια ύστατη προσπάθειά του να ζεσταθεί, φοράει τα ρούχα και μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά.

O Ρόμπερτ Σβέντκε, βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Ουίλι Χέρολντ, γνωστού ως «Εκτελεστή του Έμσλαντ» και   μέσα από μια βίαιη ασπρόμαυρη σάτιρα, αποκαλύπτει την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Ο δεκαεννιάχρονος Γερμανός στρατιώτης  Ουίλι Χέρολντ στις  3 Απριλίου 1945, λίγες εβδομάδες πριν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,  κι ενώ η   χώρα έχει υποπέσει σε απόλυτη ηθική παρακμή, λιποτακτεί από το στράτευμα σε πανικό και κατευθύνεται προς το Βορρά. Καθοδόν, μέσα σε ένα  στρατιωτικό αυτοκίνητο, ο νεαρός βρίσκει το κουτί ενός αξιωματικού που περιέχει τη στολή ενός λοχαγού που φέρει πολλές διακρίσεις, μεταξύ αυτών και τον Σιδηρούν Σταυρό. Ο Χέρολντ  αρχίζει να  υποδύεται τον λοχαγό,   προκειμένου να επιβιώσει. Όμως σταδιακά μεταμορφώνεται σε έναν  αδίστακτο ναζιστή που κάνει κατάχρηση της εξουσίας και    υιοθετεί   μια  κτηνώδη συμπεριφορά, χωρίς καμία ενοχή.

Η ταινία του Σβέντκε είναι  ίσως, η μοναδική γερμανική παραγωγή που αποτυπώνει την πλήρη κατάρρευση των ναζί κι αποκαθηλώνει ξεκάθαρα όσους προσπάθησαν να δικαιολογήσουν τα εγκλήματά τους λόγω άγνοιας.  Ακολουθώντας την περιπέτεια ενός μπρεχτικού αντιήρωα, ο  Γερμανός δημιουργός  καταγράφει τελικά ότι ο άνθρωπος μπορεί πολύ εύκολα να γίνει τέρας,  αρκεί να βρεθεί στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή.
Με έξοχα χορογραφημένες σκηνές πλήθους και με μαύρο πικρόχολο χιούμορ,  ο Σβέντκε  αποτυπώνει μέσα από ασπρόμαυρα εικαστικά άψογα πλάνα, μία εικόνα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου που δεν είναι πολύ γνωστή και χωρίς να ηθικολογεί εκθέτει τις πράξεις του Χέρολντ, αφήνοντας τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
Έτσι διατυπώνει ξεκάθαρα την άποψη, ότι ο ναζισμός, όπως και κάθε ακραία ιδεολογία, δεν ανήκει σε τέρατα, αλλά σε κανονικούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, που μάλιστα μπορεί και οι ίδιοι να έχουν υποφέρει δεινά, όμως πολύ εύκολα  δηλητηριάζονται από το ναρκωτικό της εξουσίας.
Ο Μαξ Χουμπάχερ,  που απέσπασε βραβείο ερμηνείας στο Μπάρι International film festival, υποδύεται υποδειγματικά τον Χέρολντ, υπογραμμίζοντας την παγερή του αδιαφορία, ακόμα και στις πιο δραματικές στιγμές.


Η Επιστροφή του Μπεν (Ben is Back)
Σκηνοθεσία: Πίτερ Χέτζες
Παίζουν: Λούκας Χέτζες, Τζούλια Ρόμπερτς

O δεκαεννιάχρονος Μπεν Μπερνς γυρίζει απροσδόκητα στο πατρικό του το πρωί της Παραμονής των Χριστουγέννων. Η μητέρα του, Χόλι, ανακουφίζεται με την επιστροφή του και τον υποδέχεται εγκάρδια, αλλά ανησυχεί για το εάν είναι όντως αποφασισμένος, όπως υποστηρίζει, να ξεπεράσει τον εθισμό του στα ναρκωτικά. Ένα κρίσιμο εικοσιτετράωρο ξεκινάει, με νέες συνταρακτικές αλήθειες να έρχονται στο φως, και την αγάπη της μητέρας για τον γιο της να δοκιμάζεται μέσα από σοβαρές προκλήσεις.
 
Οικογενειακό μελόδραμα με την Τζούλια Ρόμπερτς στο ρόλο της μητέρας ενός ναρκομανούς, που τον βοηθάει να ξεπεράσει τον εθισμό του.
Η Χόλι, μια τυπική Αμερικανίδα, φροντίζει και αγαπά υπερβολικά τα τρία της παιδιά. Την παραμονή των Χριστουγέννων όμως επιστρέφει στο σπίτι απρόσμενα ο μεγάλος της γιος που  βρίσκεται σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως ο σύμβουλός του του ενέκρινε αυτή την επίσκεψη, όμως η Χόλι  είναι επιφυλακτική,  γι’  αυτό γίνεται η σκιά του. Για ένα εικοσιτετράωρο, όσο δηλαδή θα μείνει μαζί της, είναι εκείνη  υπεύθυνη να μην ξανακυλήσει στα ναρκωτικά. Η άφιξη όμως του Μπεν πυροδοτεί μία σειρά από αντιδράσεις από την υπόλοιπη οικογένεια,  ενώ ταυτόχρονα η Χόλι θα βρεθεί μπλεγμένη σε μία επικίνδυνη περιπέτεια για να σώσει το παιδί της.
Ο Λούκας Χέτζες («Dan in Real Life», «Η Παράξενη Ζωή του Τίμοθι Γκριν») παίρνει ένα δύσκολο θέμα, δηλαδή τη ζωή μιας οικογένειας με ένα εξαρτημένο άτομο,  που επιλέγει να αντιμετωπίσει σε μια πιο light εκδοχή, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μιας χολιγουντιανής παραγωγής, παρουσιάζοντας μεν μία εικόνα στενάχωρη που όμως απέχει από την πραγματικότητα. Ίσως η μόνη σκηνή που ανταποκρίνεται κάπως στην αλήθεια μιας τέτοιας κατάστασης είναι όταν η Χόλι, ψάχνοντας τον Μπεν, καταλήγει στη γέφυρα όπου συχνάζουν οι ναρκομανείς.

Η ιδανική αγία αμερικανική οικογένεια που ο Χέτζες επιλέγει να παρουσιάσει και η τέλεια μητέρα δεν τσαλακώνονται όσο κανονικά θα επέβαλε μία τέτοια συνθήκη και έτσι το όλο εγχείρημα περιορίζεται σε γνωστές συνταγές και σε μελοδραματικά κλισέ για να προκαλέσει τη συγκίνηση του θεατή. Η Τζούλια Ρόμπερτς κινείται στην ίδια κατεύθυνση, ενώ ο Λούκας Χέτζες- γιος του σκηνοθέτη και υποψήφιος για Όσκαρ για το «Manchester by the sea»-  προσπαθεί όσο του επιτρέπει το σενάριο να αποκαλύψει και τη σκληρή πλευρά της εξάρτησης.


Το Βράδυ που έφαγε τον Κόσμο (La Nuit A Dévoré le Monde /The Night Eats the World)
Σκηνοθεσία: Ντομινίκ Ροσέρ
Παίζουν: Άντερς Ντάνιελσεν Λι, Γκολσιφτέ Φαραχανί, Ντενίς Λαβάν

Ξυπνώντας σε κάποιο διαμέρισμα μετά από ένα ξέφρενο πάρτι, ο Σαμ έρχεται αντιμέτωπος με μια φριχτή πραγματικότητα: Ένας στρατός από ζόμπι έχει εισβάλλει στους δρόμους του Παρισιού και εκείνος είναι ο μοναδικός επιζών. Τρομοκρατημένος, κλείνεται μέσα στο κτήριο και οργανώνει την επιβίωσή του. Αναρωτιέται πόσο καιρό μπορεί να αντέξει στη σιωπή και στη μοναξιά. H  απάντηση έρχεται όταν ανακαλύπτει ότι τελικά δεν είναι μόνος.
Μία ανθρωποκεντρική προσέγγιση της μυθολογίας των ζόμπι με Ευρωπαϊκό αέρα δια χειρός του Ντομινίκ  Ροσέρ.
Ένας νεαρός άνδρας μετά από ένα ξέφρενο πάρτι ξυπνάει στο Παρίσι για να διαπιστώσει ότι η πόλη έχει καταληφθεί από ζόμπι. Έτσι ξεκινάει ένας αγώνας επιβίωσης με τον Σαμ  να προσπαθεί να διατηρήσει την καθημερινότητά  του μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Pit Agarmen (αναγραμματισμός και ψευδώνυμο του Martin Page) o Ροσέρ  εστιάζει στην αρρώστια της εποχής μας, στη μοναξιά, και στο πώς ένας άνθρωπος παλεύει να διατηρήσει την υπόστασή του σε μία κοινωνία  γεμάτη αλλοτριωμένα  πλάσματα.
Με στοιχεία video game και χωρίς καθόλου εφέ, πράγμα που προσδίδει μία πιο ρεαλιστική αισθητική  από   αυτές που συνήθως έχουν ανάλογες ταινίες, ο Ροσέρ φαίνεται να μην πολυενδιαφέρεται για το στοιχείο του τρόμου, αλλά επενδύει στην ψυχολογία του κεντρικού του ήρωα, που προσπαθεί να επιβιώσει ως ένας  σύγχρονος  Ροβινσώνας Κρούσος- έξοχος ο Νορβηγός ηθοποιός Άντερς Ντάνιελσεν Λι που γνωρίσαμε από το « Όσλο, 31 Αυγούστου».  Όμως αν και τα πλάνα του δεν στερούνται εικαστικής αρτιότητας, το υλικό του βιβλίου εξαντλείται γρήγορα και έτσι ταινία του δεν καταφέρνει να βρει το στίγμα της, ούτε και να απογειωθεί. Αποτέλεσμα: οι φαν των horror movies, μάλλον δεν θα δουν αυτό που περιμένουν, ενώ οι θεατές που αναζητούν μία πιο ψυχαναλυτική ερμηνεία των ζόμπι θα μείνουν  μία αίσθηση ανολοκλήρωτου.

Στο σώμα της (Ντοκιμαντέρ)
Σενάριο-σκηνοθεσία: Ζαχαρίας Μαυροειδής
 

Κάθε χρόνο, στις 31 Ιουλίου, οι «δεκαπεντάρηδες» επιστρέφουν στα κελιά της ανενεργής Μονής της Κοίμησης, στο νότιο άκρο της Θηρασιάς. Για δύο βδομάδες προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως των νεκρών και υπέρ υγείας των ζωντανών. Τον υπόλοιπο χρόνο αναπολούν το παρελθόν,  αγναντεύοντας την κοσμοπολίτικη Σαντορίνη στην άλλη μεριά του ηφαιστείου.

Μετά την πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και  προβολές στο NYC Greek Film Festival, στο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Docfest, στις Νύχτες Πρεμιέρας και στο Burgas International Film Festival,  όπου βραβεύτηκε με Ειδική Μνεία, το ντοκιμαντέρ του Ζαχαρία Μαυροειδή  έρχεται στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος για δύο προβολές.

Ο Μαυροδειδής καταγράφει τη ράθυμη καθημερινότητα της φθίνουσας παράδοσης του «Δεκαπέντε», που γίνεται κάθε χρόνο στη Θηρασιά. .Μέσα από τις ιστορίες των γυναικών που  το καλοκαίρι επιστρέφουν για δεκαπέντε μέρες στη Μονή για να προσευχηθούν, διερευνά θέματα πίστης, ταυτότητας και φύλου. Το «αμόλυντο» σώμα της Παναγίας, το ερημωμένο σώμα της πάλαι ποτέ αγροτικής Θηρασιάς και το φθαρτό σώμα των γυναικών συνθέτουν μια εφήμερη αναπαράσταση της μεταπολεμικής Ελλάδας στη σκιά της Σαντορίνης.

Μετά τις προβολές θα ακολουθήσουν συζητήσεις ανοιχτές στο κοινό ανάμεσα στον σκηνοθέτη και εκλεκτούς καλεσμένους. Τ ο Σάββατο 12 Ιανουαρίου οι σκηνοθέτες Εύα Στεφανή και Άγγελος Φραντζής θα προσεγγίσουν την έννοια της παρατήρησης ως εργαλείο της κινηματογραφικής γλώσσας τόσο στο ντοκιμαντέρ  όσο  και στη μυθοπλασία.
Το Σάββατο 19 Ιανουαρίου,  η μοντέζ και θεωρητικός Ηλέκτρα Βενάκη και ο σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος θα διερευνήσουν τη θεματική της εκτός κάδρου αφήγησης.

Η Ιστορία της Jiyan
Σκηνοθεσία: Χαλούκ Ουνάλ
(Ντοκιμαντέρ)

 
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία με θέμα την  «Επανάσταση των Γυναικών» , την οποία παρακολουθούμε μέσα από την ιστορία μιας διοικήτριας στο αρχηγείο του YPJ (Μονάδες Προστασίας των Γυναικών), της Jiyan Tolhildan.

Η επιτυχημένη αντίσταση εναντίον της πολιορκίας του ISIS («Ισλαμικό Κράτος») στο Κομπάνε,  όπου το εντυπωσιακά υψηλό ποσοστό των γυναικών μαχητών βρέθηκε στο προσκήνιο της παγκόσμιας κοινής γνώμης είναι το θέμα του  Χαλούκ Ουνάλ.  

Ωστόσο, η σημασία της «Επανάστασης των Γυναικών» δεν συνίσταται μόνο στην καταπολέμησή του ISIS, αλλά έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι πρόκειται για ένα πείραμα ριζοσπαστικής δημοκρατίας. Η πιο εντυπωσιακή πτυχή αυτού του πειράματος είναι ο κεντρικός ρόλος που οι γυναίκες ενεργά διαδραματίζουν στην κοινωνική αλλαγή.

Η ταινία βασίζεται στην προσωπική ιστορία και την αφήγηση μιας γυναίκας πρωταγωνίστριας, που οραματίζεται μια φεμινιστική, οικολογική επανάσταση. Μέσα από τα μάτια αυτής της  γυναίκας,  η οποία είναι επίσης διοικητής τάγματος,  το ντοκιμαντέρ  διερευνά τις πιθανότητες ενός θεμελιώδους κοινωνικού μετασχηματισμού, παρά τις ισχυρές παραδόσεις της περιοχής, τις φεουδαρχικές πατριαρχικές δομές και τον αυξανόμενο ολοκληρωτισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό από όλες τις πλευρές, ενώ παράλληλα αποτυπώνει  πώς βιώνονται σε προσωπικό επίπεδο αυτά τα γεγονότα.


Πηγή