Παλαιότερα οι δεσμοί των οπαδών με τις ομάδες τους ήταν τέτοιος που ανάγκαζε πολλούς λαϊκούς τραγουδιστές να δημιουργούν διάφορα τραγούδια που υμνούσαν τις αποδόσεις είτε του Ολυμπιακού, είτε του Παναθηναϊκού, είτε της ΑΕΚ.

Ένα από αυτά τα τραγούδια, έμελλε να γίνει μέχρι και σύνθημα στα χείλη των οπαδών. Ήταν το «του Μπούκοβι την ομαδάρα, τη λένε Ολυμπιακάρα» τραγουδισμένο από τον αξέχαστο Βαγγέλη Περπινιάδη.

Για να τωρινά δεδομένα, το να υμνείται μια ομάδα μέσω του προπονητής της είναι ένα, μάλλον, εξαιρετικά σπάνιο φαινόμενο. Για την ακρίβεια συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν μια ομάδα πάει καλά είναι αποτέλεσμα των… παικταράδων και του… «προεδράρα» που τους έφερε. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά ευθύνονται κατά βάση οι προπονητές.

Ποια είναι τότε η διαφορά του Μάρτον Μπούκοβι; Αφενός το γεγονός πως ο Ολυμπιακός τη διετία εκείνη πραγματικά έπαιξε σπουδαίο ποδόσφαιρο και αφετέρου γιατί γύρω από τον Ούγγρο δάσκαλο της μπάλας δημιουργήθηκε ένα πολιτικό θρίλερ που είχε σαν αποτέλεσμα να γιγαντωθεί ο μύθος σχετικά με το πρόσωπο του.

Η έλευση ενός δασκάλου της μπάλας σε μια δύσκολη εποχή

Η Ελλάδα το 1965 βίωνε μια από τις πιο ταραγμένες πολιτικά περιόδους της. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς σημαδεύεται από την «αποστασία» και τα «Ιουλιανά» που ακολούθησαν. Η κόντρα του Γεωργίου Παπανδρέου με το παλάτι και τον βασιλιά Κωνσταντίνο οδηγούν τον πρώτο σε παραίτηση και τον δεύτερο να χρίζει διαδοχικούς πρωθυπουργούς από το κόμμα του «Γέρου της Δημοκρατίας», την Ένωση Κέντρου, οι οποίοι μαζί με όσους αποσκίρτησαν από το κόμμα χαρακτηρίστηκαν αποστάτες.

Το πολιτικό σκηνικό παίρνει φωτιά. Χιλιάδες λαού καθημερινά κατακλύζουν τους δρόμους της Αθήνας και διαδηλώνουν -πολλές φορές η βία έχει τον πρώτο λόγο- υπέρ του Παπανδρέου και κατά του παλατιού. Σε μια από αυτές τις διαδηλώσεις, στις 21 Ιουλίου, δολοφονείται ο φοιτητής και μέλος των «Λαμπράκηδων», Σωτήρης Πέτρουλας και η κατάσταση, πλέον, έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο…

Λίγες ημέρες πριν απ’ όλα αυτά ο Ολυμπιακός έχει κάνει ένα τεράστιο «μπαμ» καθώς κατάφερε και έφερε στην Ελλάδα τον σπουδαίο δάσκαλο του ποδοσφαίρου Μάρτον Μπούκοβι. Οι ερυθρόλευκοι διένυαν μια στείρα από τίτλους εξαετία και στον αντίποδα ο αιώνιος αντίπαλος Παναθηναϊκός με τιμονιέρη τον Γιουγκοσλάβο Στέφαν Μπόμπεκ με το πρωτοποριακό (τότε) σύστημα 4-2-4 έπαιζε σπουδαία μπάλα.

«Του Μπούκοβι την ομαδάρα, τη λένε Ολυμπιακάρα»

Στον Πειραιά, λοιπόν, κατέληξαν πως ο καλύτερος τρόπος να απαντήσουν στο 4-2-4 του Μπόμπεκ και την πράσινη υπεροχή, δεν ήταν άλλος από το να φέρουν στην Ελλάδα τον δημιουργό του συστήματος που ταπείνωσε δυο φορές τους Άγγλους (με 7-1 και 6-3 στη ρεβάνς του Γουέμπλεϊ).

Ο Μπούκοβι ήταν ο βοηθός του Γκούσταβ Σέμπες στην εθνική Ουγγαρίας αλλά όλοι ήξεραν πως αυτός είναι ο ιθύνων νους πίσω από εκείνη τη σπουδαία ομάδα που λίγο έλειψε να στεφθεί παγκόσμια πρωταθλήτρια στο Μουντιάλ του 1954 και ίσως να τα κατάφερνε αν δεν είχε τραυματιστεί ο αξεπέραστος Φέρεντς Πούσκας.

Και εδώ αρχίζουν οι… πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας. Ο Μπούκοβι ήταν δηλωμένος κομμουνιστής. Ζούσε και εργαζόταν σε μια κομμουνιστική χώρα κάτι που σήμαινε πως επίσημα και φανερά ο ίδιος δεν μπορούσε να διαπραγματευτεί απευθείας με τον Ολυμπιακό την έλευση του στον Πειραιά. Η επαφή έγινε μέσω του Ούγγρου πρέσβη στην Αθήνα ο οποίος με τη σειρά του ειδοποίησε την (ελεγχόμενη από το κομμουνιστικό κόμμα) ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Ουγγαρίας. Οι επαφές ξεκίνησαν και με διάφορες «ντρίπλες» αλλά και τη βοήθεια μελών της ΕΔΑ που είχαν Ολυμπιακά αισθήματα αλλά και επαφές με το ανατολικό μπλoκ στο τέλος κατάφερε αυτό που έμοιαζε αδιανόητο!

Τον Ιούνιο του 1965 φτάνει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ο Μπούκοβι και τον υποδέχονται 5.000 παραλληρούντες οπαδοί του Ολυμπιακού. Η πρώτη προπόνηση που έγινε την επόμενη ημέρα θύμιζε κάτι από φιέστα καθώς γίνεται παρουσία 10.000 ερυθρόλευκων οπαδών.

Ακόμα και ο «πράσινος» Στέφαν Μπόμπεκ σε συνέντευξή του στο «ΦΩΣ» παραδέχθηκε πως ο Ολυμπιακός είχε καταφέρει να κάνει μια κίνηση παγκοσμίου επιπέδου.

Ο «σοφός», όπως ήταν ένα από τα παρατσούκλια του Μπούκοβι, πιάνει αμέσως δουλειά και δεν αφήνει κανένα περιθώριο να αμφισβητηθεί η απόλυτη κυριαρχία του στην ομάδα. Σκληρή προπόνηση, σιδηρά πειθαρχία, αυστηρότατος εσωτερικός κανονισμός και κυρίως απαιτεί να μείνουν μακριά από τα αποδυτήρια τα μέλη της διοίκησης Ανδριανόπουλου.

Τα αποτελέσματα της δουλειάς του Μαγυάρου άμεσα. Την πρώτη του χρονιά παίρνει το πρωτάθλημα με τον Ολυμπιακό να παίζει εντυπωσιακό ποδόσφαιρο. Ήταν ο πρώτος που δίδαξε στην Ελλάδα την κίνηση των παικτών στους ελεύθερους χώρους χωρίς μπάλα. Με θεαματικό, επιθετικό και γρήγορο ποδόσφαιρο ο Ολυμπιακός του Μπούκοβι ξετρελαίνει τους οπαδούς του και κατακτά και δεύτερο συνεχόμενο πρωτάθλημα (τη σεζόν 1966-1967) όπου μάλιστα κάνει και το ιστορικό ρεκόρ με τις δέκα συνεχόμενες νίκες το οποίο έσπασε μόλις το 2015 με τις 12 σερί νίκες της ομάδας του Μάρκο Σίλβα.

Το πολιτικό παρασκήνιο μιας παραίτησης που σημάδεψε το ελληνικό ποδόσφαιρο

Λίγο πριν το τέλος εκείνου του πρωταθλήματος, στις 21 Απριλίου 1967, η Ελλάδα μπαίνει στον γύψο. Η δικτατορία των Συνταγματαρχών έχει μόλις ξεκινήσει.

Με το που τελείωσε η ποδοσφαιρική σεζόν, ο Μπούκοβι ξεκίνησε να ετοιμάζει τον Ολυμπιακό της επόμενης. Πλέον, όμως, είχαν όλα αλλάξει. Ακόμα και μέσα στην ομάδα. Οι μεταγραφές που ζητάει ο «δάσκαλος» δεν γίνονται και αρχίζουν οι ψίθυροι πως ο πανίσχυρος επί χούντας Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού Κωνσταντίνος Ασλανίδης δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι τον κομμουνιστή Μπουκοβι και παρασκηνιακά του πριονίζει την καρέκλα.

Ενδεικτικό είναι πως η ομάδα φεύγει για προετοιμασία στον Καναδά αλλά ο Μπούκοβι και ο βοηθός του δεν παίρνουν βίζα. Η διοίκηση του Ολυμπιακού, διορισμένη από τον Ασλανίδη, αντί να ακυρώσει το ταξίδι στέλνει την ομάδα στην άλλη πλευρά του ατλαντικού χωρίς τον προπονητή της.

Η εσωτερική πειθαρχία του Ολυμπιακού πάνω στην οποία είχε επενδύσει Μπούκοβι καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Δημιουργούνται οικονομικά προβλήματα με τον Σιδέρη, τον οποίο στηρίζει ο Ούγγρος, ενώ παράλληλα η διοίκηση προχωράει στη μεταγραφή του Κούδα (ο οποίος ουδέποτε έπαιξε τελικά με την ερυθρόλευκη φανέλα) χωρίς να ρωτήσει τον προπονητή.

Η σεζόν ξεκινάει με αποκλεισμό στο πρωταθλητριών από τη Γιουβέντους, αλλά με πέντε σερί νίκες στο πρωτάθλημα. Το πέμπτο παιχνίδι είναι με τον Πανιώνιο που ο Ολυμπιακός νικάει με 4-3 χάρη σε γκολ του Σιδέρη. Στ’ αποδυτήρια ο Μπούκοβι ξεσπά και αφήνει αιχμές για την απόδοση της άμυνας. Στη συνέχεια ο Ολυμπιακός κάνει τέσσερις σερί ήττες από Βύζαντα, ΑΕΚ, ΠΑΟ και ΠΑΟΚ!

Ο Μπούκοβι σε έξαλλη κατάσταση δηλώνει πως παραιτείται αλλά πριν υπογράψει παθαίνει νευρικό κλονισμό και καταρρέει! Μέσα στην ομάδα, πλέον, κουμάντο κάνουν άνθρωποι του Ασλανίδη και όταν ο Μπούκοβι συνέρχεται αρνείται να ακολουθήσει την ομάδα στο Βόλο. Εκεί ο Ολυμπιακός κάνει νέα γκέλα και ο Ούγγρος παραιτείται. Οριστικά.

Το ημερολόγιο εκείνη την ημέρα έδειχνε 13 Δεκεμβρίου. Ήταν η ημέρα που εκδηλώθηκε και το αποτυχημένο βασιλικό αντι-πραξικόπημα του Κωνσταντίνου, που ήθελε να ανατρέψει τη χούντα των Συνταγματαρχών. Η κίνηση των πολιτών και οι συναθροίσεις είχαν απαγορευτεί και έτσι οι οπαδοί του Ολυμπιακού δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την παραίτηση του Μπούκοβι.

Ο Μαγυάρος προπονητής έφυγε από την Ελλάδα στις 23 Δεκεμβρίου. Νύχτα. Και εκείνη τη νύχτα, τη «Νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», την περιέγραψε ο Διονύσης Χαριτόπουλος στην ομότιτλη συλλογή διηγημάτων του:

«Ήτανε όλοι εκεί. Οι αγαπημένοι από τα παλιά. Από την Αγία Σοφία και τα Μανιάτικα, τον Άγιο Δημήτρη, τα Ταμπούρια και την Υπαπαντή. Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια.

Την άλλη μέρα έγραψε και το «Φως» τι έγινε εκεί: Πώς είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε:

– Πατέρα! Μη φεύγεις!

Πώς, όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:

– Πατέρα! Μη φεύγεις, Πατέρα μη! Μη φεύγεις!

Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους, τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο. Έγραψε μερικά το «Φως»… Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!»…


Πηγή