Τι γίνεται με το ΕΜΣΤ, τι έχει φέρει τα «πάνω κάτω» στην εικαστική κοινότητα της χώρας και πώς γίνεται να έχει διαπράξει το Υπουργείο Πολιτισμού τόσα λάθη σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Γιατί η αμφισβήτηση από την υπουργό της επίσκεψης του καθηγητή κ. Κώστα Βαρώτσου στο γραφείο της είχε τόσο αρνητική υποδοχή; Τι ενοχλεί τον κόσμο στην στάση της κ. Μυρσίνης Ζορμπά;

Τι είναι αυτό που για πρώτη φορά στην ιστορία του το μεγαλύτερο διεθνώς περί των εικαστικών μπλοκ ARΤFORUM.COM, μετά και την αντίδραση το Δεκέμβρη του 2018 του CIMAM (Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων και συλλογών Σύγχρονης Τέχνης) αποφάσισαν να αφιερώσουν  μακροσκελή κείμενα τους με τα πεπραγμένα της κ. Ζορμπά που εκθέτουν και διεθνώς τη χώρα;

Από το πούρο του Ξυδάκη στο ΕΜΣΤ, στην εκχώρηση των μνημείων από την Κονιόρδου

Ίσως εκείνη η πρώτη επίσκεψη του τότε  Αναπληρωτή Υπουργού Πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ κ. Νίκου Ξυδάκη στο ΕΜΣΤ να σημάδεψε τις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Θυμίζουμε πως με το πούρο που άναψε μέσα στο χώρο του άδειου μουσείου, ενεργοποιήθηκαν οι σειρήνες του συναγερμού, ξαφνιάζοντας και τρομάζοντας τους παριστάμενους. Από τότε οι σειρήνες μάλλον δε σταμάτησαν ποτέ να ξαφνιάζουν και, εσχάτως, να τρομάζουν όσους παρακολουθούν αυτά που συμβαίνουν εκεί.

Στη συνέχεια, η πρώην Υπουργός Πολιτισμού κ. Λυδία Κονιόρδου, αφού πρόλαβε να εκχωρήσει τα μνημεία της χώρας στο Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων, ανακοίνωσε την πρόθεση της να προβεί σε διεθνή διαγωνισμό για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή του μουσείου που πάσχιζε να ανοίξει. Γιατί; Μα γιατί δεν λάμβανε την αναγκαία κρατική χρηματοδότηση για την κάλυψη των λειτουργικών του εξόδων και των μισθών των υπαλλήλων του. Προφανώς ή ιδέα να χρηματοδοτηθεί επαρκώς το ΕΜΣΤ για να λειτουργήσει δεν κρίθηκε τόσο αναγκαία όσο η πάραδοσή του σε διεθνή χέρια.

Η απομάκρυνση της Κατερίνας Κοσκινά και το μπάχαλο για την αναζήτηση νέου  Διευθυντή  

Κι υστέρα ήρθε η κ. Μυρσίνη Ζορμπά, που πριν καθίσει καλά-καλά στην καρέκλα της φρόντισε για την επιεικώς άκομψη απομάκρυνση της κ. Κατερίνας Κοσκινά με μια πρωτοφανή ανακοίνωση–λίβελο δεκαπέντε μόλις μέρες πριν λήξει η θητεία της, κατά τη διάρκεια της ετήσιας συνέντευξης τύπου για την παρουσίαση των  πεπραγμένων του μουσείου. Δε θα αναφερθούμε στην προσπάθεια λογοκρισίας της διευθύντριας από την πλευρά της Υπουργού, ούτε σε άλλες θλιβερές λεπτομέρειες…

Η νυν Υπουργός προχώρησε σε πιο συνοπτική, εγχώρια διαδικασία επιλογής για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή, με «πρόσκληση ενδιαφέροντος» αντί για διεθνή διαγωνισμό ή διορισμό όποιου αυτή ή οι σύμβουλοί της θα έκριναν κατάλληλο.
Ο διεθνής διαγωνισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης χρόνου (τα εγκαίνια πρέπει να γίνουν πάση θυσία πριν τις εκλογές) και ο διορισμός (που τελικά δεν αποφεύχθηκε) θα έβγαζε μάτι, αφού οι Υπουργοί Πολιτισμού «της πρώτης φοράς αριστερά» είχαν ανακαλύψει το διεθνή διαγωνισμό, ανεξάρτητα με το ότι το μουσείο δεν λειτουργούσε ακόμη πλήρως και πάσχιζε να υπάρξει, επιτυχώς ομολογουμένως σε σχέση με τις επικρατούσες στο χώρο του ΥΠΠΟΑ συνθήκες, αναμένοντας επαρκή χρηματοδότηση.
 

Τα πράγματα έγιναν  χειρότερα με την απόφαση της διορισμένης από την Υπουργό πενταμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης.

Δυο τουλάχιστον μέλη της οποίας ήταν παντελώς άσχετα με το αντικείμενο που κλήθηκαν να υπηρετήσουν (όμως δέχτηκαν) ενώ ως Διευθυντές σε δημόσιες θέσεις, είναι άμεσα εξαρτώμενοι για ανανέωση της θητείας τους από τις βουλές της Υπουργού. Ο νοών νοείτω.
Η επιτροπή εν τέλει αποφάνθηκε ότι, εκτός από τους εκπρόθεσμους, όλοι οι υποψήφιοι που κατέθεσαν εμπρόθεσμα το φάκελο τους ήταν…απορριπτέοι. Καλά διαβάσατε. Δώδεκα  διαπρεπείς Έλληνες επιστήμονες και επαγγελματίες–ίσως η αφρόκρεμα του χώρου στην Ελλάδα -μέσα σε αυτούς και οι δύο προηγούμενες διευθύντριες – κρίθηκαν ανίκανοι να αναλάβουν τη Διεύθυνση του μουσείου, με δικαιολογίες που αγγίζουν τα όρια (ή μήπως τα μόρια) της φαιδρότητας.

Σε πρόσφατο της άρθρο της «19 χρόνια λάθος;» η κ Πέπη Ρηγοπούλου εύστοχα γράφει στην ΕφΣυν: «η κατοχή διδακτορικής διατριβής και το υπόλοιπο συγγραφικό τους έργο η αποδεδειγμένη γλωσσομάθεια τους και η πείρα τους στη διαχείριση της τέχνης απαξιωθήκαν ως απαράδεκτα…..Βαρύς χαρακτηρισμός για τόσους ανθρώπους» .

Το να ζητάς από ώριμους πανεπιστημιακούς, επιμελητές, ιστορικούς τέχνης ή διευθυντές ιδρυμάτων με Ντοκτορά και περγαμηνές να σου φέρουν επικυρωμένο αντίγραφο του LOWER που πήραν, όσοι πήραν, στα νιάτα τους, θα έμοιαζε κακόγουστη φάρσα αν δεν ήταν η κύρια δικαιολογία που προβλήθηκε για να απορριφθούν όλοι, όσοι χρόνια τώρα δίνουν δείγματα των ικανοτήτων τους, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά, οι περισσότεροι, και σε διεθνές επίπεδο.
Τι εξευτελισμός για την ίδια τη χώρα! Η Ελλάδα μπορεί να εξάγει επιστήμονες σε όλα τα μέρη του κόσμου, σε όλες τις ειδικότητες με εξαιρετική επιτυχία, αλλά αδυνατεί να «αξιολογήσει τίμια και με διαφάνεια» όσους πιστούς παραμένουν στα πάτρια εδάφη ελπίζοντας (τι άραγε και από ποιόν;).

Η κ. Ζορμπά καταστρατηγώντας τον ιδρυτικό νόμο που προβλέπει για την θέση την αρίστη γνώση μιας εκ των γλωσσών (Αγγλικά-Γαλλικά-Ιταλικά-Ρώσικα κλπ ) και την καλή γνώση μιας ακόμη ξένης γλώσσας, έθεσε ως προαπαιτούμενο την άριστη γνώση ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ  της Αγγλικής επί αποδείξει. Με άλλα λόγια, όσοι δεν σπούδασαν στο Ηνωμένο Βασίλειο ή τις ΗΠΑ, αλλά στην Αθήνα, το Παρίσι, τη Ρώμη, το Βερολίνο κλπ δεν μπορούν να καταλάβουν την θέση. Αν αυτό δεν είναι ο ορισμός της απαξίωσης, με συνοπτικές διαδικασίες, του επιστημονικού δυναμικού του χώρου, τότε χάθηκε το νόημα των λέξεων. Παρ’ όλα αυτά η ευγενής κ Ζορμπά ευχαρίστησε δημοσίως «θερμά» τα μέλη της επιτροπής για το «έργο» που τους ανέθεσε. Σε συνέντευξή της μάλιστα λέει ότι ελπίζει να δει στο τιμόνι του ΕΜΣΤ «νέους ανθρώπους» και εν αναμονή το αφήνει στο ΔΣ και τους εργαζομένους.

Εύλογα, γεννιόνται ερωτηματικά και για τη στάση του ΔΣ του Μουσείου.

Ο μεταλλαγμένος πολιτικά πρόεδρος του δηλώνει στην Καθημερινή στις 13-2-2019 ότι «θα ήταν ιδανικό να υπήρχε Διευθυντής για να προχωρήσει τις διαδικασίες, αλλά  αφού δεν υπάρχει προσπαθεί το ΔΣ να τις προχωρήσει…». Ο αγώνας να προλάβει εμπόδισε μάλλον το ΔΣ να αναγνωρίσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσουν οι διαδικασίες, την ύπαρξη διευθυντή.

Θυμίζουμε πως στο παρελθόν επιφανείς πολίτες που διετέλεσαν πρόεδροι και μέλη του ΕΜΣΤ αποχώρησαν όταν δεν άντεξαν ωμές παρεμβάσεις για αλλότριους σκοπούς.
Το παρόν ΔΣ όμως ενώ έχει απαντήσεις, κωφεύει σε αναληθείς δημόσιες ανακοινώσεις του Υπουργείου, δεν παίρνει θέση σε ερωτήσεις που αφορούν θέματα της αρμοδιότητας του και δεν αντιδρά στην πρόσκληση ενδιαφέροντος που καταστρατηγεί τον Ιδρυτικό Νόμο ούτε όμως και στην απόφαση της επιτροπής που προσβάλει το εθνικό δυναμικό του χώρου. Αντίθετα, δέχτηκε να τον υποκαταστήσει, αφού σύμφωνα με την Υπουργό, θα προχωρήσει άρον άρον σε εγκαίνια τον Απρίλιο, χωρίς διευθυντή. Γιατί, ενώ το άνοιγμα του ταλαίπωρου Μουσείου έμοιαζε να επιστρέφει στις καλένδες, η Υπουργός ανακοίνωσε ότι το Μουσείο μπορεί να ανοίξει και χωρίς διευθυντή με το ΔΣ και τους εργαζόμενους. Ο Διευθυντής που θα προκύψει από τη διαδικασία του Διεθνούς Διαγωνισμού, που εξαγγέλλουν οι πολιτικοί προϊστάμενοι του ΕΜΣΤ, ας φτάσει κατόπιν εορτής! 

Κινδυνεύει να χαθεί η δωρεά του Ιδρύματος Σταυρος Νιάρχος;

Ξαφνικά όμως φαίνεται πως η ίδια η Υπουργός ανησύχησε (ή ενημερώθηκε) πως με τους χειρισμούς της κινδυνεύει να χαθεί η με κόπο επανακτηθείσα, δωρεά του ΙΣΝ και έτσι δεν ανοίξει το ΕΜΣΤ πριν την διενέργεια των επερχόμενων εκλογών, είτε γίνουν στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης είτε νωρίτερα. Με στόχο την κομματική εκμετάλλευση των εγκαινίων  (εδώ εγκαινιάστηκε το Μετρό της Θεσσαλονίκης πριν λειτουργήσει, το Μουσείο που είναι ήδη σε λειτουργία δύο χρόνια και μόνον πεντακόσια μέτρα από το Μέγαρο  Μαξίμου θα γλύτωνε) προχώρησε λοιπόν στην τρίτη και τελευταία πράξη του έργου.

Εδώ την αρχική αμηχανία και την τραγωδία της συνέχειας, διαδέχτηκε η κωμωδία, η οποία ενεργοποίησε και την μέχρι τότε χλιαρή αντίδραση της αποσβολωμένης καλλιτεχνικής και τεχνοκριτικής κοινότητας της χώρας που -ποτέ δεν είναι αργά- στέλνει ανακοινώσεις στον Τύπο και συγκεντρώνει ψήφους διαμαρτυρίας.

Στο προχθεσινό Δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟΑ διαβάζουμε πως επιστρατεύεται ένας καθ’ όλα ευπρεπής άνθρωπος 86 ετών, (οι νέοι που έλεγε η κ Ζορμπά) ως μεταβατικός διευθυντής για να ανοίξει του Μουσείο. Μόνον κάποιος που δε ξέρει ή νομίζει πως τα ξέρει όλα θα τοποθετούσε έναν ηλικιωμένο και καταξιωμένο άνθρωπο να ανοίξει το πολύπαθο μουσείο, εφαρμόζοντας τη μελέτη κάποιου άλλου.

Το θέμα δεν είναι πως εκτίθεται η ήδη πολλαπλώς εκτεθειμένη κ Ζορμπά. Το θέμα είναι πως συνεχίζει να εκθέτει και ανθρώπους που δεν έχουν δώσει στη ζωή τους δικαιώματα. Το γεγονός της αδυναμίας του υπηρεσιακού διευθυντή η κ Υπουργός το αναγνωρίζει έμμεσα και προς τούτο τον επικουρεί με ενισχύσεις από την Θεσσαλονίκη. Το άνοιγμα θα γίνει, μας λέει στην ανακοίνωσή της, με τη φροντίδα «έμπειρης» διευθύντριας, με κομματική ευελιξία, αντίστοιχη της ιδίας, παρατηρούμε εμείς. Από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ και από τον ΣΥΡΙΖΑ, η μια στο Υπουργείο και η άλλη σε δυο μουσεία. Για να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στον διεθνή διαγωνισμό λένε κάποιοι. Πάντα υπάρχει περιθώριο για άλλου είδους ανταλλάγματα. Στην περίπτωση της εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενης βοηθού διευθύντριας, τα γεγονότα δε θα αργήσουν να φανούν.

Ας σταθούμε όμως και στην περίφημη λέξη «αμισθί», δηλαδή στην χωρίς κόστος για το ελληνικό δημόσιο προσφορά των δυο «επιστρατευμένων». Είναι αυτή προσέγγιση για να μετριαστεί η κατακραυγή των ενεργειών; Το ελληνικό δημόσιο επιθυμεί να ανοίξει το μουσείο, τον Απρίλιο επιμένει η κ Υπουργός πεπεισμένη για την ικανότητα του ΔΣ (Τα Νέα της Τέχνης, Ιανουάριος- Μάρτιος 2019); Για αυτό, απορρίπτει όλους τους υποψήφιους, προκρίνει όμως–έστω μεταβατικά- έναν άσχετο με το θέμα άνθρωπο και τον διορίζει αμισθί; Αν δεχτούμε πως το  Ελληνικό δημόσιο έχει εξαρτήσει (κάκιστα) το άνοιγμα του μουσείου μόνον από τα 3 εκ του ΙΣΝ, πως να αποδεχτούμε πως αδυνατεί να καταβάλει μισθό στο διευθυντή του; Δεν είναι αυτό ενδεικτικό της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα και κυρίως τη θέση; Τι ντροπή για όποιον το σκέφτηκε.
Αναρωτιέται κανείς, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις, σχετικά και με τη στάση του ΙΣΝ.

Θυμίζουμε πως το Ίδρυμα είχε αποσύρει τη δωρεά του ελλείψει μελετών και εθνικής χρηματοδότησης για τη λειτουργία και τη στελέχωση του. Τι θα κάνει; Θα ταυτιστεί με το ΥΠΠΟΑ, θεωρώντας την αξιοποίηση της δωρεάς του από τον μεταβατικό διευθυντή ικανοποιητική, αγνοώντας την ηθική, πολιτική, νομική, ουσιαστική διάσταση του θέματος; Η έλλειψη διευθυντή, ειδικά για την έναρξη του Μουσείου δεν είναι ή δε θα έπρεπε να είναι αναγκαία προϋπόθεση; Σε ευνομούμενες, πολιτισμένες χώρες αυτή η ερώτηση θα ήταν πλεονασμός. Το μουσείο–κάθε μουσείο μπορεί να ανοίξει χωρίς Υπουργό, αλλά όχι χωρίς διευθυντή.

Το «μουσείο είναι ο διευθυντής του», λέγεται. Είναι το όραμα και ο σχεδιασμός του που του δίνουν ταυτότητα και προσανατολισμό.

Δεν θα ήταν λοιπόν λογικότερο, απλούστερο και λιγότερο χρονοβόρο (μάλλον και δικαιότερο), να εφαρμοστούν η πολιτική και ο εγκεκριμένος καλλιτεχνικός προγραμματισμός του μουσείου, να ανοίξει και μετά, με αυτά δεδομένα, να αναζητηθούν στα «ξένα» οι καλύτεροι, αν δεν υπάρχουν εδώ;

Στις πολιτισμένες όμως κοινωνίες οι διευθυντές δεν αλλάζουν σαν τα πουκάμισα, δε κρεμάνε βιαστικά έργα στους τοίχους, δεν  είναι βαστάζοι των εκάστοτε υπουργών και δεν επιλέγονται με κομματικά ή προσωπικά κριτήρια. Τους δίνεται χρόνος και χρήμα για να χαράξουν μακροπρόθεσμες εθνικές στρατηγικές, να αναδείξουν το έργο των καλλιτεχνών, να εμπλουτίσουν τις συλλογές, να κτίσουν διεθνείς συνεργασίες, να εξάγουν τον πολιτισμό της χώρας. Συμμετέχουν στη διαμόρφωση της σύγχρονης εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Και αυτό γίνεται, ανεξάρτητα από τον τρόπο επιλογής τους, με σεβασμό στο ρόλο και το έργο τους, διασφάλιση και βέβαια γνώμονα το εθνικό και όχι τα μικροπολιτικά συμφέροντα και με τρόπο καθαρό και σαφή και όχι με πειραματισμούς και απόπειρες με προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Τίποτε από αυτά δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα εδώ.

Κλείνοντας αυτήν τη ανασκόπηση ας σημειώσουμε πως τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια το Μουσείο δεν άνοιγε γιατί το ΙΣΝ είχε αποσύρει τη δωρεά του.

Η δωρεά εγκρίθηκε το καλοκαίρι. Το ελληνικό Δημόσιο, το Υπουργείο Πολιτισμού, οι  λαλίστατοι Υπουργοί που πέρασαν από αυτό (δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, ηθοποιοί, πολιτικοί, υπηρέτες των γραμμάτων) που κατακεραυνώνουν τους πάντες και δεν εξετίμησαν τίποτε από όσα βρήκαν, χωρίς να έχουν κουραστεί, γιατί δεν διέθεσαν τρία εκατομμύρια από τον προϋπολογισμό τους για να ανοίξει;

Την ίδια στιγμή, με πίεση της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού (που ανήκει-τι ειρωνεία- στο Υπουργείο Πολιτισμού), σύμφωνα με άρθρο του Liberal στις 7-3-2019, η ΕΡΤ έδωσε 6.000.000 ευρώ μόνον για τη Φόρμουλα 1. Καλά διαβάσατε. Είναι προφανές λοιπόν ότι χρήματα υπάρχουν είναι όμως θέμα προτεραιοτήτων για τον πολιτισμό (της πολιτικής). Όλα τα αλλά είναι φτηνές δικαιολογίες για μικρά παιδιά..

Το ΕΜΣΤ είναι σήμερα το είδωλο της εθνικής μας κακομοιριάς στο χώρο του σύγχρονου πολιτισμού. Είναι ντροπή για το κύρος της χώρας να απαξιώνεται από το ίδιο το ΥΠΠΟΑ με συνοπτικές διαδικασίες -των οποίων η νομιμότητα θα πρέπει να ελεγχθεί- το επιστημονικό δυναμικό του χώρου και να εκτίθενται και να λοιδορούνται άνθρωποι, που χωρίς τον μόχθο τους δε θα είχαν βρει χώρο κάποιοι άλλοι να παίξουν τα κομματικά τους παιγνίδια. Ίσως το μόνο θετικό να είναι ότι και οι πλέον καλόπιστοι πείσθηκαν πως όχι μόνο κανείς αλλά τίποτε πια δεν έχει μείνει όρθιο. 


Πηγή