Μια από τις σημαντικές υποχρεώσεις του εκάστοτε οδηγού είναι η συντήρηση του αυτοκινήτου του και για λόγους ασφάλειας, αλλά και για να μην παρουσιάζει την εικόνα… κινούμενου ερειπίου, που περιφέρεται στους δρόμους, δημιουργώντας θέματα και στο περιβάλλον.

Ωστόσο, με την οικονομική κρίση που έκανε τις τσέπες του κόσμου να… ζορίζονται, άρχισαν να γίνονται αρκετές «εκπτώσεις», με αποτέλεσμα οι βλάβες στα μηχανικά και στα ηλεκτρικά εξαρτήματα να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Αυτό το φαινόμενο γίνεται ακόμη πιο έντονο μετά από αρκετά χρόνια χρήσης ενός αυτοκινήτου.

Σίγουρα στα εκατοντάδες μοντέλα που κυκλοφορούν σήμερα στους ελληνικούς δρόμους, υπάρχουν πολλά που θεωρούνται «ζημιάρικα» και άλλα όχι. Τα περισσότερα, όμως, αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό πρόβλημα, που η οικονομική κρίση γιγάντωσε και μετατράπηκε στον μεγαλύτερο εφιάλτη των οδηγών. Είναι η βλάβη στην αντλία βενζίνης, που ουσιαστικά ακινητοποιεί το αυτοκίνητο και το οδηγεί κατευθείαν στο συνεργείο.

Τα τελευταία χρόνια, που οι περισσότεροι οδηγοί αδυνατούν να γεμίσουν τα ρεζερβουάρ τους και κυκλοφορούν μόνιμα με το λαμπάκι αναμμένο, αναγκάζει σε υπερθέρμανση την αντλία βενζίνης που μετά από κάποιες ώρες διαρκούς λειτουργίας καίγεται, ακινητοποιώντας το όχημα. Για να προστατευθεί κάποιος από αυτή τη φθορά, αρκεί να κάνει κάτι απλό… Να έχει μόνιμα γεμάτο το ρεζερβουάρ του ή τουλάχιστον πάνω από το μισό, αλλά και να εφοδιάζεται με καλής ποιότητας βενζίνης. Δηλαδή, ο εκάστοτε οδηγός θα πρέπει να αποφεύγει την κίνηση του αυτοκινήτου με λαμπάκι για πολλά χιλιόμετρα, γνωρίζοντας ότι η επαρκής ποσότητα βενζίνης ψύχει την τρόμπα και την προστατεύει από την υπερθέρμανση, άρα και από την πιθανή βλάβη.

«Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο αυξάνεται το πρόβλημα»

«Τα τελευταία χρόνια η βλάβη στην αντλία βενζίνης είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σ’ ένα αυτοκίνητο. Και όσο περνούν τα χρόνια τόσο αυτό το πρόβλημα αυξάνεται. Ο λόγος είναι απλός. Οι οδηγοί που το παθαίνουν, το προηγούμενο διάστημα οδηγούσαν το αυτοκίνητό τους για πολλά χιλιόμετρα με λαμπάκι ή με το ρεζερβουάρ τους σχεδόν άδειο. Με αυτό τον τρόπο η αντλία βενζίνης λειτουργεί συνέχεια, καθώς δεν υπάρχει αρκετή βενζίνη για να ψύξει την αντλία με αποτέλεσμα να καίγεται», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο πρόεδρος μηχανικών αυτοκινήτων του νομού Θεσσαλονίκης, Βασίλης Σταματιάδης.

Επισημαίνει -μάλιστα- πως μια τέτοια βλάβη μπορεί να στοιχίσει ανάλογα με το μοντέλο από 50 έως 250 ευρώ, συν τη σχετική ταλαιπωρία, γιατί το αυτοκίνητο θα χρειαστεί να μείνει για αρκετές ώρες ακινητοποιημένο. «Στην αγορά υπάρχουν και φθηνές αντλίες, που μπορούν να καούν ευκολότερα. Όμως, υπάρχουν και οι επώνυμες, που ανάλογα με το μοντέλο στοιχίζουν λίγο πιο ακριβά και κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.

Αλλά, αν ένας οδηγός συνεχίσει να οδηγεί με λαμπάκι, τότε είναι πολύ πιθανόν να μείνει εκ νέου από αντλία βενζίνης. Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση να δημιουργηθούν αρρυθμίες στη λειτουργία του κινητήρα, αφού στο κάτω μέρος του ρεζερβουάρ μένουν τα σκουπίδια, που εμποδίζουν τη σωστή κυκλοφορία του καυσίμου».

Τέλος, ο κ. Σταματιάδης αναφέρθηκε και σε μία ακόμη βλάβη, απόρροια της ελλιπούς πλήρωσης του ρεζερβουάρ. «Από τη στιγμή που μια αντλία λειτουργεί συνέχεια, δημιουργεί υπερφόρτωση στο ηλεκτρικό δίκτυο του αυτοκινήτου, άρα και στην ασφαλειοθήκη. Η αμέσως επόμενη ζημιά είναι η αστοχία στην ασφαλειοθήκη, της οποίας το κόστος αντικατάστασης, ανάλογα με το μοντέλο, κυμαίνεται από 100 έως 250 ευρώ», αναφέρει σχετικά.

«Έχει αλλάξει και η ψυχολογία του κόσμου»

Από την άλλη, αναλύοντας την τάση του Έλληνα οδηγού τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος βενζινοπωλών Θεσσαλονίκης, Θέμης Κιουρτζής, σημειώνει: «Ο μέσος όρος των χρημάτων που δαπανούσε ο Έλληνας κάθε φορά που πήγαινε στο βενζινάδικο το 2015 ήταν 22 ευρώ, ενώ το 2018 αυτός ο μέσος όρος έπεσε στα 15 ευρώ. Πλέον, ο Έλληνας δεν γεμίζει το ρεζερβουάρ του όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια. Αυτός που το γεμίζει κάνει εντύπωση στον βενζινοπώλη και τους γύρω του. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι με 15 ευρώ το ρεζερβουάρ γεμίζει περίπου στο 1/4 ή 1/5 του συνολικής χωρητικότητας και μετά από ελάχιστα χιλιόμετρα, κυρίως μέσα στην πόλη, θα ανάψει και πάλι το λαμπάκι».

Στην ανάλυσή του για τους λόγους της μείωσης των χρημάτων που δαπανά ο οδηγός κάθε φορά που πηγαίνει στο βενζινάδικο, σχολιάζει: «Στη μείωση των χρημάτων παίζουν ρόλο πολλοί λόγοι. Πρώτος είναι ότι υπάρχει οικονομική στενότητα, άρα οι οδηγοί βάζουν λιγότερα χρήματα. Από την άλλη, τα αυτοκίνητα έχουν γίνει οικονομικότερα και οι κινητήρες πιο αποδοτικοί με αποτέλεσμα να δαπανούν λιγότερη βενζίνη που έχει αντίκτυπο στον μέσο όρο των χρημάτων που βάζει ο οδηγός.

Επίσης, βελτιώθηκαν οι δρόμοι, με αποτέλεσμα ο οδηγός να χρειάζεται λιγότερη ώρα για να πάει στον προορισμό του. Για παράδειγμα για να πάει κάποιος από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ή κάπου αλλού, θα χρειαστεί λιγότερες ώρες από ό,τι χρειάζονταν παλιότερα. Άρα λιγότερη βενζίνη. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε και το γεγονός ότι πολλοί οδηγοί μετέτρεψαν τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητά τους σε υγραεριοκίνητα, ενώ έχει αλλάξει και η ψυχολογία του κόσμου, αφού δεν έχει διάθεση για περισσότερες βόλτες».

Κάνοντας για πιθανή πρόβλεψη ως προς τις καταναλώσεις ο κ. Κιουρτζής τονίζει πως δεν περιμένει αλλαγή του σκηνικού. «Σε καμιά περίπτωση δεν θα δούμε αλλαγές του μέσου όρου των χρημάτων που βάζει ο Έλληνας οδηγός. Μεγαλύτερους μέσους όρους βλέπουμε στις τουριστικές περιοχές, εκεί όπου κινούνται διαρκώς ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα. Αλλά και πάλι η διαφορά δεν είναι μεγάλη», αναφέρει.

«Τέλος, και σε αυτό είμαι κατηγορηματικός, θέλω να επισημάνω ότι η ποιότητα των καυσίμων είναι καλύτερη στα περισσότερα βενζινάδικα. Από ελέγχους που έχουν γίνει, διαπιστώθηκε ότι στην 100άρα τα οκτάνια είναι περισσότερα και όχι λιγότερα. Το ίδιο και στην 95αρα. Άρα σε αυτόν τον τομέα τα πράγματα πηγαίνουν περίφημα…», σχολιάζει καταληκτικά.


Πηγή