Aυτή την εβδομάδα ο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ ως άλλος Μπουκόφκσι πάει στην παραλία, ο Λουί Γκαρέλ γίνεται «ένας πιστός άνδρας», παρόλο που τον διεκδικούν η Λετίσια Κάστα και η Λίλι- Ρόουζ Ντεπ.
Στις κινηματογραφικές πρεμιέρες της εβδομάδας ο Γκάι Ρίτσι ενορχηστρώνει την live-action εκδοχή του «Αλαντίν» και ο Βάιτ Χέλμερ υπογράφει ένα γλυκόπικρο βωβό παραμύθι στα χνάρια του Ζακ Τατί.
Ένας πιστός άνδρας (L’homme Fidèle/A Faithful man)
Σκηνοθεσία: Λουί Γκαρέλ
Σενάριο: Ζαν-Κλοντ Καριέρ, Λουί Γκαρέλ
Παίζουν: Λετίσια Κάστα, Λίλι-Ρόουζ Ντεπ, Λουί Γκαρέλ
Οχτώ χρόνια μετά από τον χωρισμό τους, ο Αμπέλ συναντά ξανά τη Μαριάν στην κηδεία του παλιού κολλητού του και συντρόφου της πλέον, του Πολ. Ο Αμπέλ θεωρεί αυτό το τραγικό γεγονός έναν καλό οιωνό. Ο θάνατος του φίλου του είναι η ευκαιρία να ξανακερδίσει τη Μαριάν. Κάτι που θα συμβεί μόνο αν ο Ζοζέφ, ο γιος της Μαριάν, και η αδελφή του Πολ, η Εβ, σταματήσουν να μηχανορραφούν για να του στερήσουν κάθε ελπίδα.
Μια σύγχρονη ρομαντική κωμωδία με ανάλαφρη διάθεση και αναπόφευκτα Ménages à trois που τόσο αγαπούν οι Γάλλοι, η οποία απέσπασε το Βραβείο Σεναρίου στο Σαν Σεμπαστιάν, με τον Λουί Γκαρέλ ( « Οι δύο φίλοι») σε τριπλό ρόλο: του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου και του πρωταγωνιστή.
Ο Αμπέλ μαθαίνει από τη σύντροφό του Μαριάν πως είναι έγκυος από τον καλύτερό του φίλο και πως σκοπεύουν να παντρευτούν. Έτσι άδοξα τελειώνει η σχέση τους, όμως ο Αμπέλ δεν μπορεί να την ξεχάσει. Οχτώ χρόνια αργότερα, θα τη ξανασυναντήσει στην κηδεία του πρώην του φίλου και θα αρχίσει να ξαναβγαίνει μαζί της. Όμως ο μικρός της γιος ο Ζοζέφ, που είναι λάτρης των αστυνομικών ιστοριών, αλλά και η αδερφή του νεκρού του φίλου, η νεαρή Εβ, που είναι χρόνια ερωτευμένη μαζί του, θα κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν την επανασύνδεσή τους.
Σαν ένα μικρό διήγημα με τρεις αφηγητές χτίζει την ταινία του ο Λουί Γκαρέλ, επηρεασμένος από την νουβέλ βαγκ ( άλλωστε είναι γιος του σκηνοθέτη Φιλίπ Γκαρέλ) και τη μελαγχολία του έρωτα, διατηρώντας μια γλυκόπικρη ατμόσφαιρα και μια ιδιαίτερη προσέγγιση στην υποκριτική καθοδήγηση των ηθοποιών, που έχει κάτι από τη γαλλική φινέτσα και τον κρυφό ερωτισμό του Νέου κύματος.
Όμως αν και στο σενάριο συνεργάζεται με τον εξαιρετικό Ζαν-Κλοντ Καριέρ («Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας») δεν καταφέρνει να δομήσει σχέσεις με ισχυρό υπόβαθρο. Η αμφιβολία των ηρώων του σχετικά με τα συναισθήματά τους και οι συνεχείς μεταπτώσεις τους μοιάζουν συχνά με καπρίτσια, πράγμα που ναι μεν συμβαίνει στη ζωή, αλλά αποδυναμώνει τη δραματουργική ένταση. Οπότε όταν οι ήρωες μιας ταινίας δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, τότε ποιος ο λόγος να συμπάσχεις μαζί τους;
Ο Παραλίας (The Beach Bum)
Σκηνοθεσία: Χάρμονι Κορίν
Παίζουν: Μάθιου ΜακΚόναχι, Σνουπ Ντογκ, Ζακ Εφρον, Aϊλα Φίσερ, Τζίμι Μπάφετ
Οι περιπέτειες του Μούντογκ, ενός αξιαγάπητου και ασυμβίβαστου συγγραφέα που ζει τη μεγάλη ζωή με τους δικούς του όρους, χωρίς να ακολουθεί κανόνες και «πρέπει». Ο Χάρμονι Κορίν επιστρατεύει τον Μάθιου ΜακΚόναχι σε μια stoner κωμωδία, ήτοι τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη χρήση κάνναβης και αμέτρητα μπουκάλια αλκοόλ.
Ο ελληνικός τίτλος μπορεί μεν να παραπέμπει σε βιντεοκασέτες της δεκαετίας του ’80, πλην όμως είναι ενδεικτικό για τα όσα θα επακολουθήσουν σε αυτό το ανεξέλεγκτο πάρτι, χωρίς σενάριο και ειρμό, γύρω από τις περιπέτειες ενός sui generis τύπου ονόματι Μούντογκ- αυτό βασικά είναι το ποιητικό του ψευδώνυμο- που έχει κάτι από την τρέλα του Μπουκόφσκι, περιφέρεται ημίγυμνος, απαγγέλλει στίχους και κάνει σεξ στην Φλόριντα. Μέχρι που μια μέρα συνειδητοποιεί πως πρέπει να τελειώσει το βιβλίο του για μην μείνει στους πέντε δρόμους,
Η υποτυπώδης πλοκή είναι απλώς μια αφορμή για τον Χάρμονι Κόριν, που γοητευμένος από την κουλτούρα των χίπις, προσπαθεί να μας μεταφέρει το ελεύθερο κι αντισυμβατικό πνεύμα του κεντρικού του ήρωα, ο οποίος παρά το γελοίο του παρουσιαστικό είναι κατά βάθος ένας καλός άνθρωπος. Δυστυχώς όμως η μοναξιά του Μούντογκ – το τίμημα δηλαδή μιας ζωής πέρα από τους κανόνες- χάνεται μέσα σε συνονθύλευμα εξεζητημένων καταστάσεων και υπερβολικών χαρακτήρων, με τον Κόριν να δυσκολεύεται να κρατήσει τις ισορροπίες.
Ο Μαθιού ΜακΚόναχι πάντως μεταμορφώνεται εντυπωσιακά για μια ακόμα φορά, υιοθετεί όλες τις συμπεριφορές του ξέφρενου Μούντογκ, όμως δυστυχώς ελλείψει ιστορίας δεν μπορεί να κάνει και πολλά περισσότερα πέρα από να περιφέρει τον ρόλο του, αν και ο ίδιος φαίνεται να το διασκεδάζει.
Το Σουτιέν (The Bra)
Σκηνοθεσία: Βάιτ Χέλμερ
Παίζουν: Μίκι Μανόλοβιτς, Ντενί Λαβάν, Παθ Βέγκα
Ένας μηχανοδηγός, ο Νουρλάν, την τελευταία μέρα πριν τη συνταξιοδότησή του βρίσκει σκαλωμένο πάνω στο τρένο ένα δαντελωτό, γαλάζιο σουτιέν, του οποίου την ιδιοκτήτρια αναζητά με κάθε τρόπο.
Μετά το «Absurdistan» (2008) και το «Baikonur» (2011), ο Γερμανός Βάιτ Χέλμερ μάς μεταφέρει στα ορεινά τοπία του Αζερμπαϊτζάν μέσα από ένα βωβό σύγχρονο παραμύθι για την αναζήτηση του έρωτα.
Ο μηχανοδηγός Νουρλάν καθημερινά διασχίζει με το τρένο του ένα προάστιο του Μπακού, όπου τα κτίρια είναι τόσο κοντά στις γραμμές, ώστε αναγκάζεται να περνά ξυστά από τις αυλές και τα κτίσματα. Κάθε φορά που το τρένο πλησιάζει, οι άνδρες που πίνουν τσάι και οι γυναίκες που απλώνουν τα ρούχα τρέχουν να το αποφύγουν. Ο Αζίζ, ένα μικρό ορφανό παιδί, ειδοποιεί με τη σφυρίχτρα του τους κατοίκους να πάρουν τα πράγματά τους και να μπουν στα σπίτια τους. Όσα δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν ο Νουρλάν τα συγκεντρώνει στο τέλος της διαδρομής: φτερά κοτόπουλων, παιδικές μπάλες, ακόμα και σεντόνια. Την τελευταία μέρα όμως πριν από τη συνταξιοδότησή του, βρίσκει σκαλωμένο στο τρένο ένα κάπως ιδιαίτερο σουβενίρ: ένα δαντελωτό, γαλάζιο σουτιέν.
Η σκέψη του σουτιέν τον αναστατώνει τόσοπου πια δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Η απέραντη μοναξιά του τον οδηγεί να επιστρέψει στη γειτονιά και να αναζητήσει την ιδιοκτήτριά του.
Στα χνάρια του Ζακ Τατί, ο Χέλμερ, χωρίς καθόλου διαλόγους, φτιάχνει μια ποιητική ταινία για τη μοναξιά και τον έρωτα , όπου ο Νουρλάν ως ιππότης παλαιάς κοπής πάνω στο τρένο – κι όχι στο – αναζητάει στις φτωχογειτονιές τη δική του «Σταχτοπούτα» με τη βοήθεια ενός μικρού αγοριού. Ιδιαίτερη η κινηματογραφική γλώσσα του Γερμανού δημιουργού, και σίγουρα ενδιαφέρουσα, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα ποιητικό σουρεαλιστικό σύμπαν, αν και θα μπορούσε να είχε ενισχύσει σεναριακά την κεντρική του ιστορία. Πάντως, ο Μίκι Μανόλοβιτς, γνωστός από τις ταινίες του Κουστουρίτσα, παίρνει την υπόθεση πάνω του και καταθέτει μια συγκινητική ερμηνεία, « μιλώντας» με όλο του το σώμα.
Το Πρόβλημά μου Είσαι Εσύ (En Liberte)
Σκηνοθεσία: Πιέρ Σαλβαντορί
Παίζουν: Αντέλ Ενέλ, Οντρέ Τοτού, Πιο Μαρμέ, Νταμιέν Μπονάρ
Η Ιβόν είναι μία νεαρή αστυνομικός που χάνει τον άντρα της Σαντί, επίσης αστυνομικό, εν ώρα καθήκοντος. Τον τιμάει σαν ήρωα, πιστεύοντας ότι υπήρξε ένας άμεμπτος υπηρέτης του νόμου. Όταν μία μέρα ανακαλύπτει εντελώς τυχαία ότι ο Σαντί δεν ήταν παρά ένας ακόμα διεφθαρμένος μπάτσος, ο κόσμος της καταρρέει. Αποφασίζει λοιπόν να αποκαταστήσει όλες τις αδικίες που διέπραξε αυτός και έτσι συναντάει τον Αντουάν που έμεινε οχτώ χρόνια άδικα στη φυλακή. Εκείνος όμως δεν πιστεύει πια στην δικαιοσύνη και πλέον ρέπει προς την παρανομία. Η Ιβόν θα κάνει τα πάντα να τον επαναφέρει στον σωστό δρόμο με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Γαλλική αστυνομική κωμωδία, υποψήφια για εννιά Σεζάρ, που ματαίως προσπαθεί να αντιγράψει τον Ταραντίνο.
Μια χήρα αστυνομικού, η Ιβόν μετά από τον θάνατο του άνδρα της έχει αναλάβει τη θέση του στο Σώμα, επιδεικνύοντας γενναιότητα και ακεραιότητα. Ενώ θεωρεί πως ο σύζυγός της ήταν ένας ήρωας και μάλιστα μεγαλώνει τον γιο της με ιστορίε , όπου ο τρομερός μπαμπάς σώζει τον κόσμο από τους κακούς, μαθαίνει τυχαία πως τελικά δεν ήταν τόσο άμεμπτος όσο φανταζόταν. Στην πραγματικότητα, είχε εμπλακεί σε μια σειρά από απάτες, ακόμα και ληστείες, και μάλιστα σε μια εξ αυτών κάποιος αθώος, ο νεαρός Αντουάν την πλήρωσε, πηγαίνοντας φυλακή. Τότε η Ιβόν αποφασίζει να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και αρχίζει να παρακολουθεί τον άγνωστο άνδρα, που φορτώθηκε τις αμαρτίες του συζύγου της. Το πρόβλημα όμως είναι πως ο Αντουάν μετά από την παραμονή του στη φυλακή άλλαξε χαρακτήρα, απέκτησε εμμονές και υιοθέτησε μια παραβατική οριακή συμπεριφορά, γιατί «βαρέθηκε να είναι αθώος».
Αυτό το δίπολο ενοχής και αθωότητας και το πόσο μετράει τελικά σήμερα στον κόσμο απασχολεί τον Πιέρ Σαλβαντορί, που μπερδεύεται ανάμεσα σε είδη, χωρίς να καταφέρνει τελικά να κρατήσει μια ξεκάθαρη σκηνοθετική γραμμή. Η δε εμμονή του με τον Ταραντίνο , πέρα από το γεγονός πως αποδεικνύει την επιρροή του μετρ στους σύγχρονούς του κινηματογραφιστές, λειτουργεί ως τροχοπέδη. Έτερο πρόβλημα το σενάριο, που αδυνατεί να εξελίξει τη στοιχειώδη πλοκή της ιστορίας, κι έτσι καταφεύγει σε υπερβολές και ακρότητες, πράγμα αρκετά συνηθισμένο τελευταία στις γαλλικές κομεντί. Το λαμπερό καστ δυστυχώς όχι απλώς δεν σώζει την κατάσταση, αλλά σε στιγμές μοιάζει εντελώς έξω από τα νερά του, και οι περισσότεροι ηθοποιοί με εξαίρεση την Αντέλ Ενέλ, παλεύουν με ρόλους που στην πραγματικότητα δεν έχουν υπόσταση.
Brightburn: Ζωντανή Κόλαση (Brightburn)
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Γιαροβέσκι
Παίζουν: Ελίζαμπεθ Μπανκς, Ντέιβιντ Ντένμαν, Ματ Τζόουνς
Μετά από πολλές άκαρπες προσπάθειες να συλλάβει παιδί, τα όνειρα της Τόρι γίνονται πραγματικότητα με τον ερχομό ενός μυστηριώδους μωρού. O Μπράντον μοιάζει να ενσαρκώνει ό,τι επιθυμούσε η ίδια και ο σύζυγός της Κάιλ. Είναι έξυπνος, ταλαντούχος και γεμάτος περιέργεια για τον κόσμο. Όσο όμως πλησιάζει την εφηβεία, εκδηλώνει σκοτεινές δυνάμεις και αρχίσει να συμπεριφέρεται τρομαχτικά. Τότε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο, αφού από παιδί θαύμα μεταμορφώνεται σε ένα μοχθηρό αρπακτικό.
Τι θα συνέβαινε αν ένας υπερήρωας ήταν ψυχοπαθής και γινόταν η απόλυτη ενσάρκωση του κακού; Ο Τζέιμς Γκαν των «Guardians of the Galaxy» αυτή τη φορά σε ρόλο παραγωγού έρχεται να απαντήσει με ένα νέο είδος, το υπερηρωικό θρίλερ τρόμου, αναθέτοντας στον Ντέιβιντ Γιαροβέσκι να σκηνοθετήσει μια σκοτεινή εκδοχή του Σούπερμαν.
Ο Μπράντον είναι ένα μικρό αγόρι, που στην εφηβεία του αρχίζει να αποκτάει υπερφυσικές δυνάμεις. Οι γονείς του, που χρόνια προσπαθούσαν να κάνουν παιδιά μέχρι που μυστηριωδώς ήρθε αυτό το μωρό, δεν μπορούν να καταλάβουν τη μεταστροφή στη συμπεριφορά του. Οι ίδιοι, στοργικοί και γεμάτοι κατανόηση, αποτελούν οικογενειακό πρότυπο, όμως ο Μπράντον κόντρα στις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της ανατροφής του. θα αποδειχτεί το απόλυτο κακό.
Η ιδέα της αντιστροφής του υπερηρωικού μοντέλου καθώς και ο φιλοσοφικός στοχασμός για τη βαθιά και δολοφονική φύση του ανθρώπου σίγουρα αποτελούν καλή μαγιά για ένα δυνατό θρίλερ, που όμως εδώ δυστυχώς αδυνατεί να σταθεί στο ύψος στων περιστάσεων. Ο λόγος κυρίως έγκειται στην παντελή έλλειψη ατμόσφαιρας: από την κακομοιριασμένη στολή του κακού υπερήρωα, μέχρι την εξαιρετικά συμβατική προσέγγιση των ρεαλιστικών σκηνών, η ιδέα του μοχθηρού Σούπερμαν βυθίζεται αύτανδρη, με τεχνικά εφέ που θυμίζουν παλιότερες δεκαετίες, πράγμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί και cult, αν ο Γιαροβέσκι αντιμετώπιζε το θέμα του με μεγαλύτερη τρέλα.
Σκότωσα το Αφεντικό Μου (Rebelles)
Σκηνοθεσία: Αλάν Μοντί, Παίζουν: Σεσίλ Ντε Φρανς, Γιολάντε Μορό, Όντρεϊ Λαμί
Χωρίς δουλειά ή προσόντα γενικότερα, η Σάντρα, μια πρώην νικήτρια καλλιστείων, μετακομίζει ξανά στη μητέρα της, μετά από δεκαπέντε χρόνια. Βρίσκει δουλειά σε ένα τοπικό εργοστάσιο, αλλά δεν τα πάει καλά με το αφεντικό της, τον οποίο σκοτώνει κατά λάθος. Δύο γυναίκες είναι μάρτυρες. Οι τρεις τους ανακαλύπτουν ότι ο νεκρός έκρυβε μια τεράστια περιουσία, την οποία αποφασίζουν να μοιραστούν.
Γαλλική κωμωδία καταστάσεων, επηρεασμένη από την πολιτική κατάσταση της χώρας, που όμως μοιάζει να φτιάχτηκε μόνο για τις δυο τελευταίες σεκάνς.
Η Σάντρα, πρώην Μις Γαλλία και παιδί μιας διαλυμένης οικογένειας, βρίσκει δουλειά σε ένα εργοστάσιο, όπου δέχεται σεξουαλική επίθεση από το αφεντικό της. Στην προσπάθειά της να αμυνθεί, τον σκοτώνει, πράγμα που βλέπουν δυο συναδέρφισσές της. Οι τρεις γυναίκες, μην τρέφοντας καμιά συμπάθεια για τον νεκρό, και συνειδητοποιώντας ότι μέσα σε μια τσάντα κρύβει πολλά λεφτά, αποφασίζουν να ξεμπερδέψουν με το πτώμα και να ζήσουν τις ζωές τους. Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου εύκολα, αφού θα ανακαλύψουν πως το αφεντικό έχει μπλεξίματα με τον υπόκοσμο
Τρεις απλοί πολίτες μετατρέπονται σε εξολοθρευτές, παίρνουν τα όπλα και αρχίζουν τη μάχη, με τους δικούς τους κώδικες. Γνωστή η συνταγή και ο Αλάν Μοντί (σεναριογράφος του «Ares: Κίνδυνος στο Παρίσι») την ακολουθεί κατά γράμμα, με φεμινιστική διάθεση, αλλά χωρίς πρωτοτυπία. Όλα μοιάζουν χιλιοειπωμένα, καθόλου αστεία, απίστευτα προβλέψιμα και βαρετά, μέχρι που φτάνει στην τελική μάχη των τριών ηρωίδων που έχει κάτι από σύγχρονο γουέστερν, οπότε καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο ο Μοντί επέλεξε αυτό το τόσο ανούσιο σενάριο. Πράγματι ολόκληρη η σεκάνς της τελικής σύγκρουσης έχει ενδιαφέρον σε αντίθεση με την υπόλοιπη ταινία που απλώς βουλιάζει στην κοινοτοπία, παρά τις προσπάθειες των Σεσίλ Ντε Φρανς, Γιολάντε Μορό, και Όντρεϊ Λαμί να δημιουργήσουν μια γοητευτική τριπλέτα γυναικών – πιστολέρο.
Αλαντίν (Aladdin)
Σκηνοθεσία: Γκάι Ρίτσι
Παίζουν: Ναόμι Σκοτ, Γουίλ Σμιθ, Μπίλι Μάγκνουσεν, Μένα Μασούντ
Οι μαγικές περιπέτειες του γοητευτικού αλητάκου του δρόμου Αλαντίν, της θαρραλέας και αποφασιστικής πριγκίπισσας Γιασμίν και φυσικά του Τζίνι που καλείται να ξεκλειδώσει το μέλλον τους.
Προβάλλεται μεταγλωττισμένη και σε 3D
Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες της Disney στο κινούμενο σχέδιο, επιστρέφει αυτή τη φορά ως φαντασμαγορική live-action παραγωγή.
Εμπνευσμένος από το παραμύθι «Χίλιες και Μία Νύχτες,» ο Αλαντίν είναι η ιστορία καλόκαρδου αλήτη που τελικά βρίσκει τον δρόμου του και την πριγκίπισσα της καρδιάς του. Η υπόθεση παραμένει όπως την ξέρουμε , με το στοιχείο της καταιγιστικής δράσης να υπερτερεί πέρα από οτιδήποτε άλλο, σε μια πιο πολύχρωμη και ολίγον φολκλόρ εκδοχή που απευθύνεται στο νεανικό κοινό, γι’ αυτό και σε σημεία μοιάζει με video game.
O Γκάι Ρίτσι («Sherlock Holmes» και «Lock», «Stock and Two Smoking Barrels») έχει μεν το δικό του κινηματογραφικό στυλ, όμως εδώ μοιάζει υποταγμένος στη κλασική συνταγή του φαντασμαγορικού μιούζικαλ, που σε στιγμές θυμίζει κάτι από Bollywood, παραμερίζει το προσωπικό του στίγμα, χρησιμοποιώντας στο έπακρο την ψηφιακή τεχνολογία και τα εφέ, για να αφηγηθεί την ιστορία του αξιαγάπητου Αλαντίν, και τελικά ξεπετάει πιο συγκινητικά κομμάτια του παραμυθιού, στερώντας μας τη μαγεία.
Όσο αφορά στο καστ, η Disney ήθελε να βρει καινούρια πρόσωπα για τους ρόλους του Αλαντίν και της Γιασμίν, που να εκπροσωπούν τη διαφορετικότητα, κι έτσι κατέληξε στον Αιγύπτιο Μένα Μασούντ και στην Ναόμι Σκότ, ηθοποιό και τραγουδίστρια από τη Νότια Ασία, που αν και συμπαθείς, μοιάζουν άπειροι στο είδος, σε αντίθεση με τον πληθωρικό Γουίλ Σμιθ, που χαρίζει στο αξιαγάπητο Τζίνι το χιούμορ και τη χολιγουντιανή του λάμψη.
Everything is Wonderful
Σκηνοθεσία: Πία Μέχλερ
Παίζουν: Τόνια Σωτηροπούλου, Πία Μέχλερ, Αλέξης Γεωργούλης, Χάνα Χέρζσπρουνγκ, Μάικλ Τζεντίλε
Δύο φίλες από την Ευρώπη που ζουν στη Νέα Υόρκη αποφασίζουν να συγκατοικήσουν, όταν η μία ανακαλύπτει πως την απατά ο άντρας της. Κι ενώ προσπαθούν να βρουν τις ισορροπίες τους και να βγουν από το τέλμα τους, επιδίδονται σε ένα ξέφρενο πάρτι.
Ελληνοαμερικανική δραματική κομεντί με θέμα τη φιλία ανάμεσα σε δύο Ευρωπαίες, που ψάχνουν την προσωπική τους ευτυχία, ενώ δοκιμάζουν τα όρια της ελευθερίας τους κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιρού στη Νέα Υόρκη.
Ζώντας χωρίς οικονομικούς περιορισμούς, η Λένα πλήττει όλο και περισσότερο με τη φαινομενικά ανέμελη ζωή της στο όμορφο διαμέρισμά της στο Μπρούκλιν. Η Mαρία, μια πρώην σταρ σε σαπουνόπερες, είναι πλέον σερβιτόρα, απογοητευμένη που το όνειρό της να γίνει ηθοποιός στη Νέα Υόρκη φαίνεται ότι θα μείνει ανεκπλήρωτο. Όταν η Λένα διαπιστώνει ότι ο σύζυγός της την απατά, οι δύο φίλες αποφασίζουν να συγκατοικήσουν και να βιώσουν μια εβδομάδα ξέφρενου πάρτι.
Ως Γερμανίδα σκηνοθέτης που ζει στις ΗΠΑ η ηθοποιός Πία Μέλχερ στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας γενιάς μέσα από δύο σύγχρονες μετανάστριες. Το κλασικό θέμα της αναζήτησης της ευτυχίας, η ιδέα μιας καλύτερης ζωής στην Αμερική, η ανάγκη της ισότητας των φύλων σε έναν κόσμο όπου οι ρόλοι και οι κανόνες έχουν αναστατωθεί επιφανειακά, ενώ τα παλιά στερεότυπα και οι ιδέες της «γυναικείας ευτυχίας» ακόμα κυριαρχούν, καθρεφτίζονται μέσα από τη Λένα και τη Μαρία, που στην ουσία δηλώνουν την ανικανότητα της γενιάς τους για δράση και αλλαγή, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.
Επαναπροβολές:
Το χοιροστάσιο (Porcile)
Σκηνοθεσία: Πιέρ Πάολο Πασολίνι
Παίζουν: Πιέρ Κλεμέντι, Ζαν-Πιερ Λεό, Αν Βιαζεμσκι, Αλμπέρτο Λιονέλο, Ουγκο Τονιάτσι, Μάρκο Φερέρι
Σε κάποια απροσδιόριστη αρχαϊκή εποχή, ένας ερημίτης στις πλαγιές της Αίτνας γίνεται ανθρωποφάγος, λήσταρχος, καταδικάζεται σε θάνατο και κατασπαράσσεται από ζώα. Στη Γερμανία του ’60, ο διαφορετικός και απροσάρμοστος γιος ενός βιομηχάνου καταβροχθίζεται από γουρούνια πληρώνοντας τις σοδομιτικές του τάσεις.
Δυο παράλληλες ιστορίες από τον Παζολίνι, που καταγγέλλουν μια κοινωνία κανιβαλική απέναντι στα απείθαρχα παιδιά της, καταλήγοντας σε ανησυχητικά ερωτηματικά για την παρακμή της μεταναζιστικής Ευρώπης.
Στην πρώτη ιστορία, που διαδραματίζεται σε μια απροσδιόριστη αρχαϊκή εποχή, ένας νέος που ζει απομονωμένος στις πλαγιές ενός ηφαιστείου, τρέφεται με ερπετά και έντομα, μέχρι που μια μέρα συναντά έναν στρατιώτη, τον οποίο σκοτώνει και καταβροχθίζει. Κάποια στιγμή κι άλλοι περιπλανώμενοι και παραστρατημένοι τον ακολουθούν, συστήνοντας μια συμμορία κανίβαλων και επιδίδονται όλοι μαζί στο κυνήγι της ανθρώπινης τροφής. Όταν τους συλλαμβάνουν και τους καταδικάζουν σε θάνατο, ο ανθρωποφάγος άνδρας δεν εκφράζει καμιά απολύτως μεταμέλεια, ούτε συνειδητοποιεί τη φρικαλέοτητα των πράξεών του.
Στη δεύτερη ιστορία, ο νεαρός γιος ενός Γερμανού βιομηχάνου ζει μ’ έναν εκκεντρικό τρόπο τη διαφορετικότητά του, αντιτίθεται και απορρίπτει τις εξεγέρσεις του ’68, αλλά και την καπιταλιστική λογική του πατέρα, ενώ επιδίδεται σε αποτρόπαιες επαφές με γουρούνια. Αυτή η ιδιαιτερότητα του νεαρού, γίνεται το επίκεντρο μιας επιχειρηματικής συναλλαγής, μεταξύ του πατέρα και ενός ανταγωνιστή του, που είναι πρώην ναζιστής εγκληματίας. Στο τέλος, ενώ τα γουρούνια καταβροχθίζουν τον νεαρό άντρα, οι δύο βιομήχανοι πίνουν στην υγειά της συνένωσης των κεφαλαίων τους και των κοινών τους συμφερόντων.
Ο Παζολίνι, αντιπαραβάλλοντας, δύο κατ’ επίφαση διαφορετικές ιστορίες, τους κανίβαλους του Μεσαίωνα και τους ναζιστές της εποχής του, οδηγεί την κριτική σκέψη του θεατή να αναλογιστεί σχετικά με τη φύση του ανθρώπου και την Ιστορία που διαρκώς επαναλαμβάνεται.
Καλοκαίρι με τη Μόνικα (Sommaren med Monika/ Summer with Monica)
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Παίζουν: Χάριετ Άντερσον, Λαρς Έκμποργκ, Ντάγκμαρ Έμπσεν
Ένας νεαρός υπάλληλος ερωτεύεται τη Μόνικα, μια ατίθαση κοπέλα. Οι δύο νέοι εγκαταλείπουν τις δουλειές τους και καταφεύγουν σε μια ερημική ακρογιαλιά, όπου περνούν ένα ονειρεμένο καλοκαίρι, μέχρι τη στιγμή που θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
Η ταινία-ορόσημο του Νέου Κύματος με την υπογραφή του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν μπαίνει στα βάθη της ψυχής των εφήβων για να καταγράψει το πέρασμα από την ανεμελιά της εφηβείας στη σκληρή πραγματικότητα, καθώς και την αντίσταση σε αυτή τη μετάβαση.
Η Μόνικα, μια νεαρή κοπέλα γνωρίζεται με τον Χάρι σε ένα καφέ και ερωτεύονται. Εκείνη ονειρεύεται να αποδράσει από τη δυστυχία του σπιτιού της και τον μόνιμα μεθυσμένο πατέρα της. Εκείνος ζει με τον δικό του άρρωστο πατέρα. Τα δύο νεαρά παιδιά αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τους τις μίζερες ζωές τους και τα σπίτια τους. ‘Ετσι παίρνουν μια βάρκα για να περάσουν κάποιες ρομαντικές βραδιές κάτω από τα αστέρια. Τελικά, ο έρωτας τους θα καταλήξει στο γάμο και σε ένα παιδί. Όμως η Μόνικα δε θα αντέξει τη συμβατική οικογενειακή ζωή, οπότε η ευδαιμονία του ζευγαριού καταστρέφεται, με εκείνη να εγκαταλείπει τον αγαπημένο της.
Ο σπουδαίος Μπέργκμαν αποτυπώνει μοναδικά τη μεγάλη χαρά του έρωτα και την ευτυχία της ελευθερίας και της , που υποκύπτει στην πίεση των υποχρεώσεων, οικογενειακών, γονεϊκών, συζυγικών και βιοποριστικών στην πρώτη του μεγάλη επιτυχία, που έκανε σταρ την Χάριετ Αντερσον. Το « καλοκαίρι με τη Μόνικα» υπήρξε μια ταινία προκλητική για την εποχή της, αλλά ταυτόχρονα διαχρονική για την κινηματογραφική της ελευθερία.
Πηγή