Αυτή την εβδομάδα, επανακυκλοφορούν σε νέες κόπιες κινηματογραφικές ταινίες διαμάντια, ο Γκιγιόμ Κανέ υπογράφει το σίκουελ των «Μικρών αθώων ψεμάτων», η σχέση της Βιρτζίνια Γουλφ με την Βίτα Σάκβιλ – Γουέστ ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη, ενώ τα παιχνίδια του « Toy story» μπαίνουν σε νέες περιπέτειες.

Ο έρωτας της Βιρτζίνια Γουλφ

(Vita &Virginia)
Σκηνοθεσία: Τσάνια Μπάτον
Παίζουν: Τζέμα Άρτερτον, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Ιζαμπέλα Ροσελίνι


Περίληψη: Στο Λονδίνο του 1920, η ποιήτρια και μέλος της υψηλής κοινωνίας Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ και η θρυλική συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ θα ξεκινήσουν μια ταραχώδη, παθιασμένη σχέση, που θα ξεπεράσει όλα τα κοινωνικά ταμπού, θα αλλάξει για πάντα τις ζωές και το έργο τους και θα μείνει στην Ιστορία.

Η σχέση που ενέπνευσε την Βιρτζίνια Γουλφ να γράψει ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της, το «Ορλάντο», μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη από την Τσάνια Μπάτον.
Το 1927 η Βιρτζίνια Γουλφ έχει ήδη καθιερωθεί στο λογοτεχνικό κόσμο, όταν συναντάει την αριστοκράτισσα ποιήτρια και μεγάλη της θαυμάστρια Βίτα Σάκβιλ-Γου’εστ. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια αμοιβαία έλξη, κι ενώ η Γουλφ μοιάζει διστακτική και φοβισμένη απέναντι σ’ αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα, το ανεξάρτητο πνεύμα της Βίτα θα την οδηγήσει πέρα από τα όριά της.

Βασισμένο εν μέρει στην αλληλογραφία των δύο γυναικών και διατηρώντας μια ποιητική φόρμα, η Μπάτον, έχοντας στα χέρια της το σενάριο της ηθοποιού Έιλιν Άτκινς («Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ», «Το στέμμα») εστιάζει στο πώς η Γουλφ ανακαλύπτει την σεξουαλικότητά της και τη σχέση με το σώμα της και οδηγείται σε μια προσωπική χειραφέτηση.

Πολλές φορές η ζωή και το έργο της σημαντικής αυτής συγγραφέα, έχουν απασχολήσει τον κινηματογράφο, λίγοι όμως έχουν καταφέρει να διεισδύσουν στην πολύπλοκη προσωπικότητα και στην ψυχοσύνθεσή της που την οδήγησαν να γράψει μερικά από τα πιο σημαντικά βιβλία της εποχής της και τελικά να βυθιστεί στη λίμνη, δίνοντας άδοξα τέλος στη ζωή της. Εδώ η Γουλφ παρουσιάζεται με έναν διαφορετικό από τον συνηθισμένο τρόπο και η Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι μοιάζει ιδανική για να υποδυθεί αυτή την εύθραυστη εκδοχή της Βρετανίδας λογοτέχνιδας, ενώ η Τζέμα Άρτερτον με την φινετσάτη της θηλυκότητα δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη, όμως ο βαρύγδουπος τόνος του σεναρίου αλλά και η τηλεοπτικής αισθητικής σκηνοθεσία που θυμίζει σειρά του BBC παραείναι κοινότοπη για δυο τόσο αντισυμβατικές γυναίκες.

Μικρά Αθώα Ψέματα 2

(Nous Finirons Ensemble)
Σκηνοθεσία: Γκιγιόμ Κανέ
Παίζουν: Φρανσουά Κλουζέ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Ζιλ Λελούς, Λοράν Λαφίτ, Μπενουά Μαζιμέλ


Περίληψη: O Μαξ βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατάθλιψη γι’ αυτό και ξεκινά για ένα μοναχικό σαββατοκύριακο στο εξοχικό του. Την ίδια στιγμή, οι φίλοι του που έχει να δει τρία χρόνια καταστρώνουν ένα πάρτι έκπληξη για τα γενέθλιά του, σαν μια ευκαιρία για να ξανασμίξουν. Τώρα που τα παιδιά έχουν μεγαλώσει, τα ζευγάρια έχουν απομακρυνθεί, οι ζωές έχουν αλλάξει και όλοι λένε μικρά αθώα ψέματα, τι έχει απομείνει από τη φιλία τους;

Δέκα χρόνια μετά από την πρώτη του ταινία « Mικρά αθώα Ψέματα» που έγινε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, ο Γκιγιόμ Κανέ επιστρέφει στη γνωστή παρέα, που πλέον αντιμετωπίζει την κρίση της μέσης ηλικίας.
Αυτή τη φορά ο Μαξ έχει απομονωθεί στο εξοχικό του με τη νέα του σύντροφο, σε βαθιά κατάθλιψη και στα όρια της χρεοκοπίας, όταν απροειδοποίητα οι παλιοί του φίλοι με τους συντρόφους, τα παιδιά και τις νταντάδες τους καταφτάνουν για να του κάνουν έκπληξη και να γιορτάσουν μαζί του τα εξηκοστά του γενέθλια. Εκείνος μοιάζει αμήχανος με αυτή την επίσκεψη, τελικά όμως όλοι μαζί θα καταλήξουν σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι να κάνουν διακοπές και να ανακαλύψουν πως οι πραγματικοί φίλοι, δεν είναι αυτοί που βλέπεις συχνά, αλλά αυτοί που είναι κοντά σου όταν τους χρειάζεσαι, όπως λέει κι ο Αντουάν.

Ο Κανέ, μάλλον κινούμενος από μια δική του προσωπική κρίση ηλικίας φέρνει τους χαρακτήρες της πρώτης του ταινίας αντιμέτωπους με τη φθορά του χρόνου, τους δίνει ένα διαφορετικό προφίλ εξωτερικά- ο Μαξ ας πούμε έχει μια νέα σύντροφο, πολλά χρόνια νεότερή του, ο Βενσάν έχει χωρίσει και είναι πλέον σε σχέση με έναν χορογράφο, o Έρικ είναι διάσημος ηθοποιός και πατέρας ενός μωρού , η Μαρί επίσης έχει γίνει μητέρα- όμως προσπαθεί να αποδείξει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει στην πραγματικότητα. Ίσως από μια δική του ανάγκη να πιστεύει ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί ισοπεδωτικά, ο Κανέ βάζει τους ήρωές του σε ένα κινηματογραφικό reality show, τους παρακολουθεί να πίνουν , να χορεύουν, να συγκρούονται, και να συμφιλιώνονται, χωρίς όμως να πρωτοτυπεί. Έτσι το σίκουελ των μικρών αθώων ψεμάτων αν και διαθέτει χιούμορ, στερείται πλοκής και εσωτερικών εντάσεων, οπότε σταδιακά χάνεται το ενδιαφέρον και καταλήγει να θυμίζει μια άνευρη οικογενειακή κωμωδία, χωρίς σπίθα, παρά τις προσπάθειες του λαμπερού καστ να κρατήσει το ενδιαφέρον.

Toy Story 4

Σκηνοθεσία: Τζος Κούλεϊ
Με τις φωνές των: Τομ Χανκς, Τιμ Αλεν, Ανι Ποτς, Τόνι Χέιλ, Τζόρνταν Πιλ, Κριστίνα Χέντρικς |
Με τις φωνές των ( στα ελληνικά): Άλκη Κούρκουλου, Γιώργου Λιάντου, Μαρίας Πλακίδη, Φοίβου Ριμένα, κ.α


Περίληψη: Όταν η Μπόνυ βρίσκεται μόνη της στον παιδικό σταθμό, ο Γούντυ θέλει να τη βοηθήσει και βουτάει σε ένα σκουπιδοτενεκέ για να βρει υλικά για τη χειροτεχνία της. Η απόπειρα στέφεται με επιτυχία και η Μπόνυ φτιάχνει ένα χειροποίητο παιχνίδι, τον Φόρκυ. Μόνο που ο Φόρκυ πιστεύει ότι είναι σκουπίδι και όχι παιχνίδι, οπότε ο Γούντυ αποφασίζει να τον κάνει να αλλάξει γνώμη. Ο Γούντυ, ο Φόρκυ και η υπόλοιπη παρέα συνοδεύουν την Μπόνυ σε μία οικογενειακή εκδρομή, που οδηγεί τον Γούντυ σε μία αναπάντεχη επανένωση με τη χαμένη από καιρό φίλη του Λόλα.

Η τέταρτη ταινία της άκρως επιτυχημένης σειράς, που άλλαξε την ιστορία του animation, είναι μία ολοκαίνουγρια περιπέτεια, που ξεκινάει, όταν ο Γούντυ και η παρέα του βρεθούν μακριά από την έδρα τους για να ανακαλύψουν νέους και παλιούς φίλους , σε ένα ταξίδι που θα τους οδηγήσει σε απρόσμενα μέρη.

Ο Γούντυ ήταν πάντα σίγουρος για τη θέση του στον κόσμο και το ότι προτεραιότητα του είναι η φροντίδα του παιδιού του, είτε είναι ο Άντυ είτε η Μπόνυ. Οπότε, όταν το καινούργιο παιχνίδι της Μπόνυ, που είναι καρπός χειροτεχνίας από αναλώσιμα υλικά και ακούει στο όνομα Φόρκυ αυτοαποκαλείται «σκουπίδι», αναλαμβάνει να του αποδείξει ότι πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι είναι ένα παιχνίδι. Όταν η Μπόνυ παίρνει την παρέα σε οικογενειακή εκδρομή, ο Γούντυ καταλήγει σε μία απρόσμενη παράκαμψη που του επιφυλάσσει μία συνάντηση με τη χαμένη του φίλη Λόλα. Μετά από χρόνια μοναχικής περιπλάνησης, το περιπετειώδες πνεύμα της Λόλα και οι εμπειρίες που έχει αποκτήσει στον δρόμο έρχονται σε αντίθεση με την ντελικάτη και πορσελάνινη επίστρωσή της. Κι ενώ ο Γούντυ και η Λόλα συνειδητοποιούν ότι οι κόσμοι τους είναι διαφορετικοί, την ίδια στιγμή διαπιστώνουν ότι αυτό είναι το πιο ασήμαντο από τα προβλήματά τους.

Ενώ όλοι πίστεψαν πως το «Τoy story 3» ήταν και το φινάλε της ιστορίας των παιχνιδιών με την ανθρώπινη καρδιά, η τέταρτη ταινία έρχεται να διαψεύσει τις προβλέψεις πολλών που είχαν αμφισβητήσει το κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρξει συνέχεια σε ένα από τα πιο ανατρεπτικά animation που έχουν γίνει. Ο Τζος Κούλεϊ, βετεράνος animator, στη πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα, φαίνεται πως μπορεί να διαχειριστεί τον μαγικό κόσμο των παιχνιδιών που έχουμε αγαπήσει και ταυτόχρονα να προσθέσει μια πιο ενήλικη ματιά, βάζοντας τους ήρωες της ιστορίας να περνούν μια δική τους υπαρξιακή κρίση.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τα τέλεια και δουλεμένα στην κάθε λεπτομέρεια πολύχρωμα animation με την υπογραφή της Pixar ανεβάζουν πολύ ψηλά τον πήχη, και αποτελούν αναμφίβολα έναν συγκινητικό επίλογο για τα παιχνίδια που όλοι έχουμε αγαπήσει.

Κόκκινη Έκλειψη (Παίζεται ακόμα)

(Rojo)
Σκηνοθεσία: Μπέντζαμιν Ναϊσάτ
Παίζουν: Κλαούντιο Μαρτίνεζ Μπελ, Μάρα Μπεστέλι, Αλφρέντο Κάστρο


Περίληψη: Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ένας παράξενος άνδρας φθάνει σε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη. Εκεί μέσα σε ένα εστιατόριο και χωρίς κανέναν προφανή λόγο αρχίζει να προσβάλει τον Κλαούντιο, έναν φημισμένο δικηγόρο. Η κοινότητα υπερασπίζεται τον δικηγόρο και ο ξένος φεύγει κακήν κακώς. Αργότερα τη νύχτα, ο ξένος που είναι αποφασισμένος να εκδικηθεί επιτίθεται στον Κλαούντιο και στη γυναίκα του Σουζάνα.Ο δικηγόρος τότε θα πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, γεμάτο μυστικά και σιωπή.

Αστυνομικό δράμα από την Αργεντινή με τρία βραβεία στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και συμμετοχή σε πολλά διεθνή φεστιβάλ.

Στην Αργεντινή της δεκαετίας του ‘70, ένα άγνωστος άνδρας καταφθάνει στο εστιατόριο μιας ήσυχης επαρχιακής πόλης. Σύντομα και χωρίς προφανή αιτία, ο άνδρας ξεκινά να προσβάλλει τον Κλαούντιο, έναν διάσημο και ευυπόληπτο δικηγόρο, ωστόσο οι υπόλοιποι θαμώνες αντιδρούν και τον διώχνουν από το μαγαζί. Αργότερα την ίδια νύχτα, ο Κλαούντιο και η γυναίκα του επιστρέφουν οδικώς προς το σπίτι τους, όταν ο μυστηριώδης ξένος εμφανίζεται μπροστά τους αποφασισμένος να εκδικηθεί. Όσα τελικά συμβαίνουν εκείνο το βράδυ μένουν εντελώς κρυφά, μέχρι την στιγμή που ένας ανορθόδοξος ντετέκτιβ, ο οποίος διερευνά την υπόθεση, φέρνει στην επιφάνεια τη σοκαριστική αλήθεια για μια κοινωνία, όπου όλοι σιωπούν, αλλά κανείς δεν είναι αθώος.

O Μπέντζαμιν Ναϊσάτ επανεξετάζει την πρόσφατη ιστορία της χώρας του μέσα από ένα παλαιάς κοπής σφιχτοδεμένο πολιτικό θρίλερ, γεμάτο αλληγορίες και συμβολισμούς, πικρό χιούμορ και βιτριολική διάθεση, όπου ξεχωρίζει η ερμηνεία του Ντάριο Γκραντινέτι («Μίλα της», «Ιστορίες για Αγρίους»).

Επαναπροβολές:

Η Ευτυχία

(Le Bonheur)
Σκηνοθεσία: Ανιές Βαρντ’α
Παίζουν: Ζαν-Κλοντ Ντρουότ, Κλερ Ντρουότ


Περίληψη: Ο Φρανσουά ζει ευτυχισμένος με τη σύζυγο του Τερέζ και τα δύο τους παιδιά σε ένα εργατικό προάστιο του Παρισιού. Εκείνος είναι ξυλουργός και εκείνη μοδίστρα. Όταν ο Φρανσουά πάει σε μια άλλη πόλη για δουλειά, γνωρίζει την Εμιλί, υπάλληλο ταχυδρομείου, και ξεκινάει μια σχέση μαζί της, που θα φέρει δραματικές αλλαγές στην οικογενειακή του ζωή.

Στη μνήμη της βραβευμένης με τιμητικό Όσκαρ, Χρυσό Φοίνικα από το Φεστιβάλ Καννών και Χρυσή Άρκτο από το Φεστιβάλ Βερολίνου για το σύνολο της καριέρας της, Ανιές Βαρντά, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε επανέκδοση η αριστουργηματική δημιουργία της, στην ψηφιακά αποκαταστημένη της μορφή που επιμελήθηκε η ίδια.
Η ταινία πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1965, όπου και κέρδισε την Αργυρή Άρκτο, ενώ απέσπασε και το Βραβείο Louis Delluc ως η καλύτερη Γαλλική ταινία της χρονιάς.
Η Ανιές Βαρντά, μετά από την ασπρόμαυρη «Κλεό από τις 5 στις 7», επέστρεψε με μια έντονα πολύχρωμη δημιουργία, πλαισιωμένη από τη μουσική του Μότσαρτ, με αναφορές στους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, αλλά και τον Ζαν Ρενουάρ, καθώς μια σκηνή από την ταινία του «Πρόγευμα στη Χλόη «(Le Dejeuner sur L’Herbe / Picnic on the Grass) εμφανίζεται να παίζει στην τηλεόραση μέσα στην ταινία.
Βουτηγμένη στα καλοκαιρινά χρώματα με την παλέτα της να κινείται σταδιακά προς το μελαγχολικό Φθινόπωρο, η Βαρντά καταθέτει με αριστουργηματικό τρόπο το δικό της ανατρεπτικό στοχασμό πάνω στην έννοια του έρωτα, της πίστης και βέβαια της ίδιας της ευτυχίας, διαλύοντας μεθοδικά κάθε μελοδραματικό στερεότυπο. Ένας μοναδικός ύμνος στην ίδια τη ζωή, το απρόοπτο και το τυχαίο και μια δημιουργία που παραμένει μοναδικά μοντέρνα με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.

Θάνατος στη Βενετία

(Death in Venice)
Σκηνοθεσία: Λουκίνο Βισκόντι
Παίζουν: Ντερκ Μπόγκαρντ, Σιλβάνα Μάγκανο, Ρομόλο Βάλι, Μαρκ Μπερνς, Μπιορν Αντρεσεν


Περίληψη: Ο συνθέτης Γκούσταβ φον Άσενμπαχ αποφασίζει απογοητευμένος να αποτραβηχτεί μέχρι την Βενετία για να βρει τον εαυτό του ύστερα από καταπονετική και αγχώδη εργασία. Όμως δεν καταφέρνει να βρει την ησυχία του, καθώς αναπάντεχα ερωτεύεται ένα νεαρό αγόρι που παραθερίζει οικογενειακώς εκεί.

Η αριστουργηματική ταινία του Βισκόντι, που βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Τόμας Μαν, επανακυκλοφορεί ν σε νέες κόπιες.

Ο Γκούσταφ φον Άσενμπαχ είναι ένας ηλικιωμένος συνθέτης, που αποφασίζει να ταξιδέψει στη Βενετία για λόγους υγείας. Εκεί βλέπει και ερωτεύεται τον Πολωνό έφηβο Τάτζιο, ο οποίος κάνει διακοπές με την οικογένειά του. Παρά τις προειδοποιήσεις των αρχών για την επιδημία που θερίζει τη Βενετία, ο Άσενμπαχ παραμένει στο ξενοδοχείο, προκειμένου να θαυμάσει τον Τάτζιο. Έτσι το πάθος του για την ιδανική ομορφιά υπερνικά τη θέληση για ζωή, και ενώ η υγεία του επιδεινώνεται, ο Άσενμπαχ επιμένει στον ανεκπλήρωτο έρωτα.
Εξαιρετικά μινιμαλιστική σε διαλόγους, η ταινία βασίζεται περισσότερο στη μουσική του Γκουστάβ Μάλερ, στις εικόνες και στις σκέψεις του θεατή. Νοσταλγική μουσική, εκπληκτικά τοπία στήνουν τον καμβά του Βισκόντι, ο οποίος μέσα από κρυφές κάμερες για μεγαλύτερη αυθεντικότητα καταγράφει τον κρυφό και καταπιεσμένο έρωτα του καλοντυμένου στην τρίχα συνθέτη για το θηλυπρεπές αγόρι. Ο πρώτος θαυμάζει τη λιτή και ατημέλητη ομορφιά μέσα από κλεφτές ματιές, δεν του μιλάει ποτέ, δεν το αγγίζει, δεν το πλησιάζει. Έτσι μέσα από τις καθηλωτικές σιωπές τους, ο Ιταλός νεορεαλιστής συνθέτει μια ωδή στον έρωτα, στην οδύνη, αλλά και τη βαναυσότητά του, ακόμη κι αν αυτή ξεφεύγει από τις κοινωνικές νόρμες και κατευθύνεται σε λάθος πρόσωπα- αν βέβαια υπάρχουν λάθος πρόσωπα στον έρωτα.

Άγριες Φράουλες

(Wild strawberries)
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Παίζουν: Βίκτορ Σιέστρομ, Ίνγκριντ Τούλιν, Μπίμπι Άντερσον


Περίληψη: Ο γηραιός καθηγητής Ιατρικής ο οποίος πρόκειται να τιμηθεί από την Ακαδημία για την προσφορά του στην επιστήμη, βλέπει στο όνειρό του ότι βρίσκεται σ’ ένα φέρετρο που πέφτει από μια νεκροφόρα και ανοίγει μπροστά του. Ο ηλικιωμένος άνδρας, ο οποίος στο βωμό της επιτυχίας και της καταξίωσης, θυσίασε την χαρά της ζωής και τους χυμούς του έρωτα, στεγνώνοντας την ψυχή του, κάνει το τελευταίο του ταξίδι, ταυτόχρονα όμως ξαναζεί τη ζωή του και συμφιλιώνεται με το φόβο του θανάτου.

Μια από τις πλέον εμβληματικές και σημαντικές ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, που απέσπασε τη Χρυσή Άρκτο (Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνο, 1958), τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας, ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου και θεωρείται μία από τις δέκα καλύτερες ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου.

Ο ηλικιωμένος ιατρός Άιζακ Μποργκ ταξιδεύει με το αυτοκίνητό του για την πόλη Λουντ, όπου θα τιμηθεί από το παλιό του πανεπιστήμιο για την 50χρονη καριέρα του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η έγκυος νύφη του Μαριάν, η οποία δεν τρέφει και τα ευγενέστερα των συναισθημάτων για τον εγωπαθή πεθερό της. Στη διαδρομή, έπειτα και από έναν εφιάλτη που θα τον προβληματίσει, ο ιατρός θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα, που συνειρμικά θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τα όνειρα του παρελθόντος και τις μνήμες μιας ζωής που έχει μείνει πίσω και το ταξίδι του θα μετατραπεί, τελικά, σε μια πνευματική πορεία συμφιλίωσης με το παρελθόν και τους οικείους του, με το υποσυνείδητο να συναντά τους φόβους, τις αυταπάτες και τις διαψεύσεις μιας ζωής, πετυχημένης κοινωνικά, αλλά ακυρωμένης ερωτικά και συναισθηματικά.

Η ταινία καταπιάνεται με τα προσφιλή θέματα του μεγάλου δημιουργού: τις σχέσεις του ζευγαριού, την έλλειψη επικοινωνίας, τη ζωή, την ευτυχία, τις αναμνήσεις, το θάνατο και στην ουσία αποτελεί ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και αναζήτησης με προορισμό τη συνειδητοποίηση και αποδοχή των αναπάντητων υπαρξιακών ερωτημάτων που βασανίζουν τον άνθρωπο.
Ο ίδιος ο Μπέργκμαν διατείνεται ότι η σύλληψη του σεναρίου έγινε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, όταν σε μια στάση στην πόλη Ουψάλα, αντίκρισε το σπίτι της γιαγιάς του. Τότε ήταν που σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσε να μπει στο σπίτι, να τα βρει όλα όπως ήταν στα παιδικά του χρόνια και μετά, ανοίγοντας μια πόρτα, να βρεθεί ξανά στο σήμερα. Εν τέλει, η ιδέα αυτή έγινε σενάριο, το οποίο έγραψε μέσα σε ένα νοσοκομείο.
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι άλλος από τον Βίκτορα Σιέστρομ, τον σημαντικότερο σκηνοθέτη βωβού κινηματογράφου της Σουηδίας, τον οποίο ο Μπέργκμαν θεωρούσε μέντορά του.

Ο Θάνατος ενός γραφειοκράτη

(La Muerte De un Burocrata)
Σκηνοθεσία: Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα
Παίζουν: Σαλβατόρ Γουντ, Σίλβια Πλάνας, Μανουέλ Εστανίλο, Γκασπάρ ντε Σαντελίσες

Περίληψη: Όταν ένας σταχανοβίτης εργάτης, αφοσιωμένος στο έργο της επανάστασης και στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. χάνει τη ζωή του εν ώρα υπηρεσίας και καθήκοντος, οι σύντροφοί του κάνουν την ύψιστη τιμή να τον θάψουν μαζί με το εργατικό του βιβλιάριο. Αυτό το γεγονός ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, καθώς η χήρα του δεν μπορεί να πάρει τη σύνταξη του νεκρού, χωρίς το θαμμένο βιβλιάριο. Ένας αφελής ανιψιός της προσφέρεται να διορθώσει τα πράγματα και μπλέκει σε ένα απίστευτο γραφειοκρατικό λαβύρινθο, σε έναν κόσμο από γραφεία υπηρεσίες και ατέλειωτες αναμονές, εχθρικό, καταπιεστικό, σχεδόν καφκικό, όπου η παράνοια συμβαδίζει με την ιλαρότητα και το τραγικό με το γελοίο.

Μια εξαιρετικά ευρηματική σάτιρα κατά της γραφειοκρατίας και των εντελώς παράλογων κανόνων λειτουργίας και των μηχανισμών της. Η ταινία δεν είναι μονάχα μια από τις κορυφαίες στιγμές του κουβανικού κινηματογράφου, αλλά και μια από τις καλύτερες που έγιναν ποτέ για την εγγενή τρέλα κάθε γραφειοκρατικού μηχανισμού σε κάθε κοινωνία και σε κάθε εποχή. Το έργο του Αλέα αντανακλά και καταγράφει τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προβληματισμούς, αλλά και τις εσωτερικές ανησυχίες της κουβανέζικης κοινωνίας. Με τις ταινίες του, άλλωστε ο δημιουργός παρακολουθεί την πορεία της χώρας του, τον αγώνα της ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, αλλά τις δύσκολες συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου στα χρόνια του οικονομικού αποκλεισμού.

Σκηνοθετημένη με πρωτοτυπία και οίστρο είναι και ένας φόρος τιμής στο κινηματογραφικό είδος του μπουρλέσκ και στους μεγάλους κωμικούς του. Ο Αλέα, ιδρυτής του Κουβανικού Ινστιτούτου Κινηματογραφικής Τέχνης και Βιομηχανίας, παίρνει ως αφορμή τον θάνατο ενός υποδειγματικό εργάτη στην Κούβα. Στην κηδεία του τον θυμούνται όλοι και για να τον τιμήσουν του κάνουν τη μεγάλη τιμή να τον θάψουν μαζί με το εργατικό βιβλιάριό του. Μετά από τον θάνατό του όμως, η χήρα του μπλέκει σε μια σειρά περιπέτειες και ταλαιπωρίες, προκειμένου να πάρει τη σύνταξη του νεκρού. Ένας ανιψιός της θα θελήσει να τη βοηθήσει, αλλά θα μπλέξει σε μια απελπιστική και αδιέξοδη γραφειοκρατία.

Πηγή