Στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, κυρίως στην Ιταλία, το αντάρτικο πόλης έχει συνδεθεί άρρηκτα με τη δράση ακροαριστερών και αναρχικών ομάδων. Δεν είναι λίγες οι φορές, άλλωστε, που ακόμα και σήμερα στη δημόσια αντιπαράθεση βασικό επιχείρημα της «Δεξιάς» πτέρυγας είναι πως η «Αριστερά» είναι αυτή που έχει το… μονοπώλιο στον συγκεκριμένο τομέα.
Όλο το παραπάνω είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως στην Ελλάδα (και όπως αναφέρθηκε και πριν και στην Ιταλία) έδρασαν διάφορες ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες που είχαν πλούσια δράση η οποία κατά κανόνα ήταν «τυφλή».
Με στόχο την (πολιτική και κοινωνική) αποσταθεροποίηση δηλαδή, οργανώνονταν βομβιστικές επιθέσεις, σε πολυσύχναστους χώρους δίχως να έχει προηγηθεί κάποιο προειδοποιητικό τηλεφώνημα το οποίο θα ελαχιστοποιούσε την πιθανότητα να υπάρχουν αθώα θύματα.
Τέτοιους είδους βομβιστικές επιθέσεις (τυχαίο ή όχι, παραμένει άγνωστο) έγιναν σε δημόσιους χώρους και στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Ειδικά, μάλιστα, σε ότι αφορά εκείνη στον κινηματογράφο «Έλλη» στην Αθήνα, εμπλεκόμενος -σύμφωνα με την αστυνομία αλλά και μετέπειτα το δικαστήριο- ήταν και ο σημερινός πρόεδρος της Χρυσής Αυγής, Νίκος Μιχαλολιάκος, ο οποίος εκείνη την εποχή υπηρετούσε στο στρατό!
Η «τυφλή» ακροδεξιά και νεοναζιστική βία
Πριν έρθει το συγκεκριμένο φαινόμενο στην Ελλάδα, υπήρχε και μάλιστα ιδιαίτερα έντονο στη γειτονική Ιταλία, όπου ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εναπομείναντες φασίστες οργανώθηκαν και μέσα στα επόμενα χρόνια κατάφεραν και επέβαλαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «μολυβένια χρόνια».
Με εμπροσθοφυλακή τις οργανώσεις «Ordine Nuovo» και «Avanguardia Nazionale», ακροδεξιοί, φασίστες και νεοναζί επιδόθηκαν σε ένα μπαράζ «τυφλών» επιθέσεων με θύματα αθώους ανθρώπους.
Για τους σύγχρονους ιστορικούς τα «μολυβένια χρόνια» ξεκινούν και επίσημα στις 12 Δεκεμβρίου του 1969 με την αιματηρή βομβιστική ενέργεια στην Banca Nazionale dell’ Agricoltura (Αγροτική τράπεζα) της Πιάτσα Φοντάνα στο Μιλάνο. Η επίθεση αυτή κόστισε τη ζωή σε 17 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 88.
Όπως αποδείχθηκε χρόνια αργότερα οι ιταλικές μυστικές υπηρεσίες καθοδήγησαν σειρά τρομοκρατικών ενεργειών, με τη βοήθεια ακροδεξιών οργανώσεων, κατηγορώντας αναρχικές και αριστερές ομάδες. Αυτή ήταν και η χρησιμότητα της βόμβας στο Μιλάνο. Μόλις το 2005 η Ιταλική δικαιοσύνη κατέληξε πως υπεύθυνη για την τοποθέτηση της βόμβας ήταν η νεοφασιστική οργάνωση «Νέα Τάξη» («Ordine Nuovo»).
Ανάλογα φαινόμενα, σε μικρότερη ένταση και έκταση, βέβαια, υπήρχαν και στην Ελλάδα κυρίως στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών αλλά και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80.
Οι βόμβες στους κινηματογράφους «Έλλη» και «Ρεξ 1»
Το Σάββατο 11 Μαρτίου 1978, ο κινηματογράφος «Έλλη» στο κέντρο της Αθήνας, προβάλει την ρωσική αντιναζιστική ταινία «Ουράνιο Τόξο». Μέσα στην αίθουσα βρίσκονται περίπου 100. Περίπου στις 9:15 το βράδυ ο χώρος συγκλονίζεται από μια ισχυρή έκρηξη.
Το σημείο της έκρηξης είναι περίπου το κέντρο της αίθουσας. Ο εκρηκτικός μηχανισμός έχει τοποθετηθεί κάτω από τα καθίσματα! Η αίθουσα γεμίζει καπνούς και επικρατεί πανικός. Κραυγές πόνου ακούγονται από παντού, ενώ ταυτόχρονα άνθρωποι καταματωμένοι προσπαθούν να βγουν από την αίθουσα.
Στην περιοχή επικρατεί πανικός και αμέσως στο σημείο σπεύδουν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις αλλά και πυροτεχνουργοί προκειμένου να συλλέξουν όσα περισσότερα στοιχεία μπορούν. Από αυτά που εντοπίζουν προκύπτει πως πρόκειται για βόμβα με γόμωση από δυναμίτιδα αναμεμιγμένη με ρινίσματα σιδήρου. Ο πυροδοτικός μηχανισμός δεν διασώθηκε καθώς η έκρηξη ήταν «τέλεια» και έτσι δεν έγινε ποτέ εφικτό να εξακριβωθεί εάν ήταν ωρολογιακής ή ηλεκτρικής πυροδότησης.
Οι τραυματίες είναι 18 και με ασθενοφόρα ή ιδιωτικά μέσα διακομίζονται στο Γενικό Κρατικό και στο Ιπποκράτειο. Σχεδόν σε όλους χρειάζεται να γίνουν χειρουργικές επεμβάσεις για να αφαιρεθούν θραύσματα από το κορμί τους, ενώ τρεις από αυτούς νοσηλεύονται σε κρίσιμη κατάσταση.
Οι αστυνομικοί που ερευνούν την βομβιστική επίθεση είναι σοκαρισμένοι καθώς ποτέ άλλοτε στη χώρα μας δεν είχε γίνει «τυφλή» βομβιστική επίθεση. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός αξιωματικούς ΕΛ.ΑΣ. που φιλοξενήθηκαν στις εφημερίδες την επόμενη ημέρα: «Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που τοποθετείται βόμβα σε χώρο όπου υπάρχουν πολίτες» τονίζει, ενώ στα ρεπορτάζ φαίνεται ξεκάθαρα πως η αστυνομία υιοθετεί το σενάριο οι δράστες να είναι «εισαγόμενοι» καθώς «η συγκεκριμένη πρακτική είναι ξένη στη χώρας μας».
Από την πτώση της χούντας μέχρι και εκείνη την ημέρα, είχαν γίνει περισσότερες από 80 βομβιστικές επιθέσεις. Καμία από αυτές δεν «σημάδευε» αθώους πολίτες ή είχε γίνει χωρίς να υπάρχει πρώτα προειδοποίηση από τους δράστες.
Και πριν προλάβει η ελληνική κοινωνία να συνέλθει μια «δίδυμη» επίθεση έρχεται να ταράξει τα νερά. Αυτή τη φορά, στις 20 Ιουνίου 1978, είχε τοποθετηθεί βόμβα στον κινηματογράφο «Ρεξ 1» όπου έδειχνε την ρωσική αντιχιτλερική ταινία «Ο Πόλεμος σε Όλα τα Μέτωπα». Από αυτή την επίθεση τραυματίζονται ακόμα 15 άνθρωποι από τους 150 που βρισκόντουσαν εκείνη την ώρα μέσα στην αίθουσα.
Από τις έρευνες των αστυνομικών προκύπτει πως η βόμβα είχε ωρολογιακό μηχανισμό, η γόμωση της πιθανότατά ήταν από δυναμίτιδα και ήταν γεμάτη από ρουλεμάν για να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη δυνατή ζημιά στα θύματα!
Πλέον οι αστυνομικοί ήταν σίγουροι. Αυτές τις δυο βόμβες τις έβαλαν τα ίδια άτομα, δεν είναι «εισαγόμενοι» βομβιστές και όλοι τους ανήκουν σε ακροδεξιά ομάδα.
Οι συλλήψεις, η δίκη και η εμπλοκή του Νίκου Μιχαλολιάκου
Στις 31 Ιουλίου του 1978 είχε έρθει η ώρα των συλλήψεων. Η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής ανακοινώνει πως η Ασφάλεια (τότε δεν υπήρχε η αντιτρομοκρατική ως ειδική υπηρεσία μέσα στην ΕΛΑΣ) κατάφερε και εξάρθρωσε μια τρομοκρατική ομάδα η οποία ευθύνεται για πολλές έκνομες ενέργειες, ανάμεσα στις οποίες και η τοποθέτηση βομβών.
Συνολικά συλλαμβάνονται 9 άτομα που θεωρούνται υπεύθυνοι για τις εκρήξεις στους κινηματογράφους ενώ, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής σε έρευνες που έγιναν στα σπίτια τους βρέθηκαν, «προκηρύξεις, διακηρύξεις αρχών, εμβλήματα αλλά και φωτογραφίες με τους δράστες να φορούν στολές των SS»!
Ένας από τους εννέα, είναι και ο 21χρονος στρατιώτης Νίκος Μιχαλολιάκος. Ο σημερινός πρόεδρος της Χρυσής Αυγής κατηγορείται (όπως και οι υπόλοιποι) για «κατάρτιση και συμμετοχή σε τρομοκρατική ομάδα προς διάπραξη εγκλημάτων δια της χρήσεως εκρηκτικών υλών».
Για τους αστυνομικούς ο ρόλος του Μιχαλολιάκου είναι ιδιαίτερα σημαντικός δεδομένου πως όντας στρατιώτης είχε την ευκολία να προμηθεύει την ομάδα με εκρηκτικά, πυροκροτητές κλπ. Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τις καταθέσεις συγκατηγορούμενων του Μιχαλολιάκου οι οποίοι του αποδίδουν ακριβώς αυτόν τον ρόλο.
Σημείο «κλειδί» θεωρήθηκε η κλοπή τρεις μήνες πριν τις επιθέσεις από στρατόπεδο των Ειδικών Δυνάμεων πυρομαχικών και εκρηκτικών. Τότε είχε διεταχθεί ΕΔΕ αλλά δεν είχε προκύψει κάτι συγκεκριμένο. Παρ’ όλα αυτά ο Μιχαλολιάκος τιμωρήθηκε «σιωπηλά» με αλλαγή ειδικότητας.
Ο ίδιος ο Ν. Μιχαλολιάκος απολογούμενος μετά τη σύλληψή του για την υπόθεση των βομβών αρνήθηκε τη συμμετοχή του στην οργάνωση. Ως άλλοθι, μάλιστα, πρόβαλε ότι εκείνη την ώρα ανακρινόταν από έναν αντισυνταγματάρχη για την υπόθεση της κλοπής στρατιωτικού υλικού.
Ο μετέπειτα αρχηγός της Χρυσής είχε ορκιστεί ανθυπολοχαγός το 1977 στην Κόρινθο. Δεν ήταν η πρώτη φορά, ωστόσο, που ακουγόταν το όνομά του. Είχε συλληφθεί με άλλα άτομα για επίθεση σε δημοσιογράφους που κάλυπταν την κηδεία του αρχιβασανιστή της χούντας Ευάγγελου Μαλλιού (τον Δεκέμβριο του 1976) ο οποίος είχε εκτελεστεί από τη «17 Νοέμβρη. Ο Μιχαλολιάκος για αυτή την υπόθεση είχε αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση μέχρι τη δίκη, η οποία, ωστόσο, δεν έγινε ποτέ καθώς τα αδικήματά τα οποία τον βάραιναν παραγράφηκαν μετά το πέρας της πενταετίας.
Η δίκη για τις βόμβες στους κινηματογράφους, ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1979. Ο Μιχαλολιάκος, τελικά, καταδικάστηκε σε 13 μήνες (στο εφετείο έγιναν 11) για παράβαση του νόμου 495/76 «περί όπλων και εκρηκτικών», (πλημμεληματικού χαρακτήρα) καθώς «δεν απεδείχθη με στοιχεία ότι υπήρχε σχέση των κατηγορουμένων με τις εκρήξεις». Ο Μιχαλολιάκος, που αρχικά αντιμετώπιζε κατηγορίες για 11 κακουργήματα, θα αποφυλακιστεί τον Αύγουστο, έχοντας εκτίσει ένα μικρό μέρος της ποινής του.