Με τα χέρια του 64χρoνος περιπτεράς στραγγάλισε τη γυναίκα μέσα στο μπάνιο του σπιτιού τους και στη συνέχεια την περιέλουσε με βιτριόλι, σκηνοθετώντας έτσι το ατύχημα με το οποίο δήθεν έφυγε από τη ζωή η επί 22 συναπτά έτη σύζυγός του.
Σε πρώτο στάδιο η όλη «σκηνοθεσία» έδωσε την εικόνα ότι στέφεται με επιτυχία. Σε αυτό συνέτεινε, από τη μία το γεγονός ότι ο σύζυγος επικαλέστηκε την ελαφράς μορφής κατάθλιψη που αντιμετώπιζε η 42χρονη σύζυγός του και μητέρα της 12χρονης τότε κόρης τους, και από την άλλη η τραγική αδιαφορία και αμέλεια των νοσοκομειακών γιατρών, οι οποίοι διενήργησαν την «κίβδηλη» νεκροτομή «τσάκα-τσάκα», όπως οι ίδιοι κατέθεσαν, αλλά και η αμέλεια και αυθαιρεσία του διοικητή του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος, που με μεγάλη ευκολία χαρακτήρισε την ανθρωποκτονία ως ατύχημα.
Όμως, ο αδελφός της άτυχης συζύγου, έχοντας ακούσει από συγγενείς τους ότι ο 64χρονος χτυπούσε την αδελφή του, ότι τα βράδια γύριζε σε μπαρ με γυναίκες που έκαναν κονσομασιόν και ότι η ίδια είχε εκφράσει τη διαίσθησή της πως δεν την θέλει πλέον ο άντρας της και θα την εγκαταλείψει, αλλά και επειδή είχε δει στο νοσοκομείο ότι το νεκρό σώμα της είχε εκδορές στον λαιμό, κατέφυγε στην Εισαγγελία Κορίνθου. Εκεί ζήτησε την εκταφή της αδελφής του και τη διενέργεια νέας νεκροψίας και νεκροτομής.
Το αίτημα έγινε δεκτό και από το σημείο εκείνο αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι ανατριχιαστικών περιγραφών μιας προγραμματισμένης δολοφονίας που θα την ζήλευε και ο καλύτερος σκηνοθέτης. Μιας δολοφονίας που συγκλόνισε όχι μόνο την τοπική κοινωνία της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, αλλά και όλο το πανελλήνιο.
Ο στυγερός στραγγαλιστής καταδικάστηκε, από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο για ανθρωποκτονία από πρόθεση της συζύγου του, σε κάθειρξη 18 ετών και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 5 χρόνια.
Μέσα από τις φυλακές Μαλανδρίνου άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής εφετειακής απόφασης, η αίτησή του όμως απορρίφθηκε από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο επικύρωσε έτσι την απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου.
Τι συνέβη την 1η Νοεμβρίου 1999
Το μεσημέρι της πρώτης ημέρας του Νοεμβρίου του 1999, ο 64χρονος ζήτησε από τον φίλο του αστυνομικό και τον κουμπάρο του να κάτσει στο περίπτερο, προκειμένου να βάλει βενζίνη στο μηχανάκι του και να πάει για λίγο στο σπίτι του, που απείχε περίπου 1-1,5 χλμ.
Στο σπίτι του όταν πήγε, όπως με ανατριχιαστική γλαφυρότητα περιγράφεται στις δικαστικές αποφάσεις, «έχοντας αποφασίσει, τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που του επέτρεπε τη σκέψη, σκότωσε την σύζυγό του, ενώ βρισκόταν μέσα στο μπάνιο της συζυγικής τους οικίας».
Και συνεχίζουν οι δικαστές: «Την θανάτωσε με στραγγαλισμό, περισφίγγοντας με δύναμη το λαιμό και τον τράχηλό της και προκαλώντας συνακόλουθα ανοξυγοναιμία του εγκεφάλου της και στη συνέχεια περιέλουσε την περιοχή του προσώπου και του λαιμού της με καυστικό δηλητήριο (άκουα-φόρτε), προκειμένου να εμφανίσει το θάνατό της ως ατύχημα».
Αφού ολοκλήρωσε το απεχθές έργο του, ο συζυγοκτόνος τηλεφώνησε στο περίπτερο και ζήτησε να μιλήσει στον αστυνομικό φίλο του, στον οποίον είπε: «Έλα σπίτι, πέθανε η γυναίκα μου».
Πράγματι ο αστυνομικός-φίλος πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε σπίτι του. Με το που μπήκε ο σύζυγος, του είπε κλαίγοντας ότι βρήκε τη γυναίκα του «νεκρή στο δάπεδο του λουτρού της διώροφης κατοικίας τους». Ο αστυνομικός και φίλος του «πράγματι είδε την θανούσα να είναι πεσμένη ανάσκελα στο μπάνιο, να έχει εγκαύματα στο λαιμό, τα μαλλιά της να είναι βρεγμένα, το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό, αισθάνθηκε έντονη μυρωδιά ακουαφόρτε, ενώ όλα τα αντικείμενα στο χώρο της οικίας ήσαν σε τάξη».
Ο φίλος του αστυνομικός τού υπέδειξε σε αυστηρό τόνο ότι «δεν πρέπει να μετακινήσει το πτώμα και να πειράξει τίποτα από το χώρο, μέχρι να έλθει η Αστυνομία» και στη συνέχεια ο ίδιος βγήκε έξω και τηλεφώνησε στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής. Επιστρέφοντας ο φίλος του δράστη μέσα στο σπίτι, διαπίστωσε ότι ο 64χρονος, παρά τις συστάσεις του, με τη βοήθεια του αδελφού του και ενός άλλου ακόμη φίλου του, «είχε μεταφέρει το πτώμα στην κρεβατοκάμαρα της οικίας και την είχαν αποθέσει». Όταν ο αστυνομικός-φίλος τον επέπληξε γιατί μετέφερε το πτώμα, είπε ότι «δεν μπορούσε να τη βλέπει στο πάτωμα».
Όμως, σημειώνουν με νόημα οι δικαστές σε μία από τις εκατοντάδες παραγράφους της δικαστικής απόφασης, ο 64χρονος κατά την κατάθεσή του παραδέχθηκε ότι «βρήκε τη γυναίκα του μπρούμυτα» και επομένως, πριν πάει ο φίλος του στο σπίτι, «είχε ήδη μετακινήσει το πτώμα γυρίζοντάς το ανάσκελα».
Τραγικές οι παραλείψεις γιατρών και αστυνομικών
Στη συνέχεια ο δράστης τηλεφώνησε στον παθολόγο γιατρό της περιοχής, λέγοντάς του ότι «κάτι έχει γίνει με την γυναίκα μου», χωρίς να πει ότι αυτή ήταν πεθαμένη, ενώ στη συνέχεια πήγε η Αστυνομία και το τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών της ΕΛ.ΑΣ. και διενεργήθηκε αυτοψία, όμως οι αστυνομικοί της σήμανσης παρέλειψαν να αναζητήσουν δακτυλικά αποτυπώματα στον χώρο του μπάνιου, και ειδικά στο μπουκάλι που περιείχε το βιτριόλι.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αρεοπαγιτική απόφαση: «Τη σοβαρή αυτή παράλειψη της Αστυνομίας (σ.σ.: να μην πάρει αποτυπώματα) διαδέχτηκαν άλλες εξίσου σοβαρές ενέργειες, που μαρτυρούν μία σπουδή να «κλείσει» γρήγορα η υπόθεση και πάντως έλλειψη ευθύνης, συνείδησης του καθήκοντος και επαγγελματισμού. Συγκεκριμένα, αν και επρόκειτο για έναν βίαιο και πάντως μη φυσικό θάνατο, τα αίτια του οποίου (αυτοκτονία, ατύχημα, εγκληματική ενέργεια) όφειλαν να διερευνήσουν, οι αστυνομικοί απέκλεισαν εξαρχής την εγκληματική ενέργεια».
Στην πυραμίδα των παραλείψεων οι δικαστές προσθέτουν και το σήμα του τοπικού διοικητή προς τους ανωτέρους του, που, χωρίς να υπάρχει κάποια γνωμάτευση για τα αίτια θανάτου, ανέφερε αναληθώς ότι το τραγικό θύμα είχε «ψυχολογικά προβλήματα για τα οποία είχε νοσηλευτεί κατά το παρελθόν».
Το πτώμα της άτυχης γυναίκας μεταφέρθηκε στο κοντινό νοσοκομείο για νεκροψία-νεκροτομή, την οποία διενήργησαν δύο γιατροί.
Στη μονοσέλιδη ιατροδικαστική έκθεση ανέφεραν ότι η αιτία θανάτου ήταν η χρήση υδροχλωρικού οξέος, που οφείλεται σε ατύχημα. Συγκεκριμένα ανέφεραν ότι ο θάνατος ήταν «αποτέλεσμα οξείας φαρμακευτικής δηλητηριάσεως, προκληθείσης διά εμβροχής του προσώπου, εντός καυστικού δηλητηρίου και εισπνοής αναθυμιάσεων εξ αυτού, χαρακτηρίζεται δε ως ατύχημα».
Παραδέχθηκαν ιατροδικαστική εξέταση στο «τσάκα-τσάκα»
Στη δίκη, ο ένας εκ των γιατρών που υπέγραφαν την ιατροδικαστική έκθεση «ανερυθρίαστα παραδέχτηκε ότι διενήργησε την νεκροψία-νεκροτομή μόνος του, δεδομένου ότι αυτός νεκροτομούσε και ο δεύτερος γιατρός έγραφε, μέσα σε μισή ώρα, «τσάκα-τσάκα», όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε, δηλαδή γρήγορα ή κατ’ άλλη έκφραση «στο πόδι», δικαιολογούμενος ότι λαμβάνει μικρή αμοιβή γι’ αυτή την εργασία».
Στην ακροαματική διαδικασία της δίκης τονίστηκε ότι δεν τηρήθηκε κανένας κανόνας της ιατρικής επιστήμης και δεοντολογίας, ενώ χαρακτηρίστηκε «επιστημονικώς κίβδηλη, δηλαδή ψευδής και απαράδεκτη», «παιδαριώδης», κ.ά.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι δύο γιατροί του νοσοκομείου που διενεργήσαν την πρώτη νεκροψία-νεκροτομή καταμηνύθηκαν από τον αδελφό της θανούσης για ψευδορκία πραγματογνώμονα, ψευδή βεβαίωση από κοινού και απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία, αλλά αθωώθηκαν λόγω ελλείψεως δόλου.
Μετά την εκταφή, η οποία πραγματοποιήθηκε με εισαγγελική εντολή, έγινε δεύτερη νεκροψία-νεκροτομή. Πάντως, για την εκταφή ο δράστης είχε φέρει αντιρρήσεις, ενώ δεν παραβρέθηκε στην εκταφή παρόλο που είχε ενημερωθεί τηλεφωνικά από τον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος.
Η δεύτερη νεκροψία-νεκροτομή κατέδειξε ότι ο θάνατος της άτυχης συζύγου και μητέρας «επήλθε συνεπεία συμπιέσεως του τραχήλου και σε καμία περίπτωση συνεπεία επιδράσεως διαβρωτικού δηλητηρίου (λόγω καταπόσεως υγρού διαλύματος ή εισπνοής ατμών)». Και ως αιτία θανάτου αναφέρεται η συμπίεση «του λαιμού-τραχήλου και ανοξυγοναιμίας του εγκεφάλου».
Στην έκθεση οι ιατροδικαστές επισημαίνουν ότι «ο δράστης ενήργησε συγκαλυπτικά, δηλαδή, αφού στραγγάλισε την παθούσα, προσπάθησε να εμφανίσει τον θάνατό της είτε ως ατύχημα από αθέλητη εισπνοή υδροχλωρικού οξέος είτε ως αυτοκτονία συνεπεία εκούσιας κατάποσης του εν λόγω υγρού από την θανούσα», ενώ τονίζουν ότι «βρέθηκαν ενώπιον αποτρόπαιου εγκλήματος και αποτρόπαιου τρόπου συγκαλύψεώς του».
Ο δράστης ξενυχτούσε σε κακόφημα μπαρ
Στην δίκη, όπως αναφέρεται στην πολυσέλιδη αρεοπαγιτική απόφαση, η μητέρα του θύματος κατέθεσε ότι δύο μέρες ακριβώς πριν το τραγικό γεγονός την είχε φιλοξενήσει η άτυχη κόρη της και ότι τα ξημερώματα (30-10-1999) η κόρη της «μπήκε αναστατωμένη στο υπνοδωμάτιό της και έπεσε στην αγκαλιά της ζητώντας την βοήθειά της, ενώ αργότερα της εκμυστηρεύτηκε ότι ο σύζυγός της την βαρέθηκε και δεν τη θέλει πια».
Η αδελφή της κατέθεσε ότι 64χρονος, «κατά τη διάρκεια λογομαχίας με τη θανούσα, την άρπαξε βίαια από τα μαλλιά και αναγκάστηκε να την αφήσει μόνο όταν αυτή (αδελφή) διαμαρτυρήθηκε και του ζήτησε να μη το ξανακάνει, ενώ δεν δίστασε να την χαστουκίσει όταν πληροφορήθηκε ότι επισκέφτηκε την οικία του αδελφού της».
Κατατέθηκε ακόμα ότι ο δράστης, επιπλέον, «ξενυχτούσε με φίλους του σε διάφορα κακόφημα μπαρ του τόπου κατοικίας του και της γύρω περιοχής και γύριζε στο σπίτι του τα ξημερώματα παρά τις εύλογες αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες του θύματος».
Ο αστυνομικός φίλος του, τον οποίο ειδοποίησε να πάει σπίτι του μόλις έκανε την απεχθή πράξη σε βάρος της συζύγου του, κατέθεσε ότι μαζί πήγαιναν στις «νυχτερινές εξόδους σε μπαρ με γυναίκες», προσθέτοντας χαρακτηριστικά ότι ο ίδιος, «λόγω των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του, δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει σ’ όλες τις συχνές νυκτερινές εξόδους του και έπαυσε να τον συνοδεύει».
Η αίτηση που είχε καταθέσει στον Άρειο Πάγο με την οποία ο δράστης ζητούσε να αναιρεθεί η καταδικαστική εφετειακή απόφαση επικαλούμενους διάφορους δικονομικούς λόγους, απορρίφθηκε από τους αρεοπαγίτες, οι οποίοι έκριναν ότι η καταδικαστική απόφαση έχει πλήρη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως απαιτεί το Σύνταγμα και η ποινική νομοθεσία.
Μάλιστα οι αρεοπαγίτες τον υποχρέωσαν να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα (250 ευρώ) και τη δικαστική δαπάνη των πολιτικώς εναγόντων (συγγενών), η οποία ανέρχεται στα 500 ευρώ.