Αυτή την εβδομάδα στις κινηματογραφικές πρεμιέρες η Τζούλιαν Μουρ συναντάει τον βραβευμένο με Όσκαρ Σεμπαστιάν Λέλιο στο remake της «Gloria».
Στους κινηματογράφους ο Κάρλος Σέρα υπογράφει μια καταιγιστική περιπέτεια στην παράδοση της ισπανικής σχολής ενώ ο Spider-Man μπαίνει σε νέες περιπέτειες κατάλληλες για το εφηβικό κοινό.
Γκλόρια (Gloria Bell)
Σκηνοθεσία: Σεμπάστιαν Λέλιο.
Παίζουν: Τζούλιαν Μουρ, Τζον Τορτόυρο, Μάικλ Σέρα
Περίληψη: Η διαζευγμένη Γκλόρια Μπελ είναι ένα ελεύθερο πνεύμα που περνάει τις μέρες της σε μία συντηρητική δουλειά γραφείου και τις νύχτες της σε χορευτικές πίστες σε διάφορα κλαμπ, όπου ξεδίνει χορεύοντας. Όταν γνωρίζει τον Άρνολντ σε μία έξοδό της, βρίσκεται να ζει έναν αναπάντεχο έρωτα, με όλες τις χαρές και τις επιπλοκές των ραντεβού.
O βραβευμένος με Όσκαρ για τη «Φανταστική Γυναίκα» Σεμπαστιάν Λέλιο υπογράφει το remake της δικής του « Gloria» που είχε κάνει το 2013 με τη μοναδική Παουλίνα Γκαρσία ( βραβείο ερμηνείας στο φεστιβάλ Βερολίνου), αυτή τη φορά με την εξαιρετική Τζούλιαν Μουρ.
Μια μεσήλικη χωρισμένη γυναίκα, με παιδιά κι εγγόνια, η Γκλόρια, αναζητάει τον έρωτα χορεύοντας τα βράδια σε ντισκοτέκ. Όταν γνωρίζει έναν άντρα στην ηλικία της, τον Άρνολντ, πρώην στρατιωτικό και εξαρτημένο από τις δυο κόρες του, θα ζήσει μια περιπέτεια, που όμως θα της αποδείξει ότι η ανεξαρτησία και η ελευθερία της είναι ανεκτίμητες.
Ο Λέλιο αναμφίβολα ξέρει να δημιουργεί ιδιαίτερους γυναικείους χαρακτήρες και προφανώς γι’ αυτόν τον λόγο η Τζούλιαν Μουρ του ζήτησε να ξανακάνουν μαζί την «Γκλόρια». Αν και η βασική πλοκή, όπως και οι περισσότερες σκηνές, είναι ακριβώς ίδιες με την πρωτότυπη ταινία, φαίνεται πως ο Λέλιο δεν έχει βρει κάποιον ισχυρό λόγο γι’ αυτή την επανάληψη, που μοιάζει με ξαναζεσταμένο φαγητό.
Έτσι εδώ παρακολουθούμε απλώς ένα ψυχολογικό πορτρέτο μιας μεσήλικης γυναίκας, κι όχι μια πράξη πραγματικής χειραφέτησης. Κατά βάση αυτό συμβαίνει, γιατί το περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται αυτή η εκδοχή, μια καπιταλιστική κοινωνία σε ευμάρεια, όπου η Γκλόρια κυκλοφορεί με πανάκριβα φουστάνια, δεν έχει καμία σχέση με την Χιλή, όπου η πρωταγωνίστρια και ολόκληρη η πορεία της με έναν αδιόρατο και καθόλου προφανή τρόπο ταυτιζόταν και συνδεόταν με την ίδια τη χώρα.
Το αποτέλεσμα είναι πως ναι μεν η πρωτοκλασάτη Τζούλιαν Μουρ τα δίνει όλα στην ερμηνεία της, όμως πάντα κάτι λείπει από το όλο εγχείρημα, που υπακούοντας στις απαιτήσεις του Χόλιγουντ είναι πιο φωτεινό και glamour, ενώ οι προσπάθειες κοινωνικών και πολιτικών σχολίων σε σχέση με την οπλοκατοχή για παράδειγμα, μοιάζουν απλοϊκές και βεβιασμένες.
70 Πεντακοσάρικα (Binladens/70 Big Ones)
Sκηνοθεσία: Κόλντο Σέρα
Παίζουν: Έμα Σουάρεζ, Χιούγκο Σίλβα
Περίληψη: Η Ρακέλ πρέπει, πάση θυσία, να βρει 35.000 ευρώ μέσα σε 24 ώρες, για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, που αφορά το παιδί της. Μετά από πολλές αρνήσεις δανειοδότησης, έχει επιτέλους κατορθώσει να πείσει μια τράπεζα να της δώσει το δάνειο. Για κακή της τύχη, στο συγκεκριμένο υποκατάστημα πραγματοποιείται ένοπλη ληστεία. Τώρα η Ρακέλ θα πρέπει να φανεί πολύ πιο έξυπνη από τους ληστές προκειμένου να μπορέσει να εξασφαλίσει τα χρήματα.
Ισπανική περιπέτεια δράσης με τη σφραγίδα του παραγωγού Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια.
Μια γυναίκα η Ρακέλ εμφανίζεται στον διευθυντή μιας τράπεζας και προσπαθεί να τον πείσει να της χορηγήσει δάνειο 35. 000 ευρώ. Αν μέσα στη μέρα δεν έχει καταφέρει να βρει αυτά τα χρήματα, τότε θα χάσει μια για πάντα το παιδί της. Όμως την ώρα που είναι έτοιμη να υπογράψει τα πολυπόθητα έγγραφα, δύο ένοπλοι ληστές εισέρχονται στο κατάστημα και κρατούν ομήρους όλους τους υπαλλήλους και τους πελάτες. Τότε η ιδιοφυής και αποφασισμένη για όλα Ρακέλ πρέπει να συνεργαστεί τόσο μαζί τους όσο και με την αστυνομία, που έχει περικυκλώσει το κτίριο, ώστε να εξασφαλίσει τα χρήματα που χρειάζεται.
«Binlades» (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας) είναι τα πεντακοσάευρα στην ισπανική αργκό, μιας και ο Μπιν Λάντεν είναι ένα πρόσωπο που ποτέ δεν είδε κανείς, όπως και τα εν λόγω χαρτονομίσματα. Εξαρχής λοιπόν ο Σέρα ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του, καθιστώντας σαφές τον συσχετισμό της ιστορίας με την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της. Έτσι, αν και εν πρώτης η υπόθεση- ληστεία, ομηρεία και μια γυναίκα με υψηλό δείκτη νοημοσύνης- παραπέμπει στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά « Casa de Papel», ο Σέρα φανερά επηρεασμένος από την Ισπανική σχολή των περιπετειών και των θρίλερ, στήνει μια ενδιαφέρουσα πλοκή με συνεχείς ανατροπές, όμως πάει κι ένα βήμα παραπέρα δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα ηρωίδα, που η ανάγκη την κάνει να υπερβαίνει τους ηθικούς κώδικες.
Η Ρακέλ είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας χωρίς αναστολές, που φλερτάρει με την παρανομία με μόνο της κίνητρο την αγάπη για την κόρη της. Όμως αν και σε αρκετά σημεία το σενάριο αφήνει αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με το παρελθόν και την αλήθεια γύρω από την μυστηριώδη ζωή της κεντρικής ηρωίδας, που ερμηνεύει εκπληκτικά η Έμα Σουαρέζ, και συχνά η ανάγκη του να δημιουργεί εκπλήξεις οδηγεί τον Σέρα σε υπερβολές, που δεν βρίσκουν πάτημα στην πραγματικότητα, η σκηνοθεσία του έχει ένταση και καλούς ρυθμούς, όποτε το αποτέλεσμα στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, χωρίς ωστόσο να απογειώνεται.
Διακοπές στην Ίμπιζα (Ibiza)
Σκηνοθεσία: Αρνό Λεμόρτ
Παίζουν: Κριστιάν Κλαβιέ, Ματίλντ Σενιέ
Περίληψη: Ο Φιλίπ και η Καρόλ, διαζευγμένοι και οι δύο, γνωρίζονται και ερωτεύονται τρελά. Προσπαθώντας να κερδίσει τα δύο νεαρά παιδιά της συντρόφου του, o Φιλίπ είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα. Έτσ, συμφωνεί με τον μεγαλύτερο γιο της πως εάν γράψει καλά στις εξετάσεις του και πάρει το απολυτήριο, θα επιλέξει εκείνος τον προορισμό των φετινών διακοπών. Κι αυτός, δεν θα είναι άλλος από την Ίμπιζα. Για τον Φιλίπ, που είναι συνηθισμένος στην ηρεμία, αυτό θα είναι μόνο η αρχή πολλών εκπλήξεων και ακόμα περισσότερων ξεκαρδιστικών καταστάσεων στο νησί των χιλιάδων τουριστών και των ατέλειωτων πάρτι. O Κριστιάν Κλαβιέ ( «Θεέ μου, τι σου κάναμε;», «Βρε, καλώς τους!», «Αστερίξ και Οβελίξ»), πρωταγωνιστεί σε μια εμπορική κωμωδία, που θυμίζει κακή τηλεοπτική σειρά.
Δυο μεσήλικες χωρισμένοι Γάλλοι, από την επαρχία, ο Φιλίπ, ένας ποδολόγος και η Καρόλ, προσπαθούν να φτιάξουν τις ζωές τους και να ζήσουν τον έρωτά τους, όμως τα παιδιά της δεύτερης συνεχώς δημιουργούν εμπόδια. Σε μια προσπάθεια να έρθει κοντά τους , ο Φιλίπ υπόσχεται στον γιο της συντρόφου του ότι θα μπορεί να επιλέξει τον προορισμό των διακοπών τους, αρκεί να γράψει καλά στις εξετάσεις, πράγμα που και συμβαίνει. Τότε ο νεαρός, αναζητώντας ένα κορίτσι που τον έχει γοητεύσει, θα οδηγήσει τη μητέρα, την αδερφή του και τον μέλλοντα πατριό του στη φασαριόζικη Ίμπιζα. Εκεί ανάμεσα σε δεκάδες πάρτι, πολλά ναρκωτικά και εκκεντρικούς τύπος, ο Φιλίπ κάνει τα πάντα για να κερδίσει την εύνοια των παιδιών και να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα.
Κινηματογραφώντας την πιο κιτς πλευρά της Ίμπιζα, ο Αρνό Λεμόρτ κάνει την πλάκα του, χωρίς να δίνει καμιά προσοχή ούτε στα πλάνα του ούτε φυσικά στην ιστορία του, που βουλιάζει στην κοινοτοπία, αναπαράγοντας όλα τα κλισέ, και αφήνει τους ήρωές του να παραδέρνουν σε τετριμμένα γκανγκ και ανούσια αστειάκια για να τους οδηγήσει τελικά σε ένα απολύτως μπανάλ φινάλε.
Spider-Man: Μακριά από τον Τόπο του (Spider-Man: Far from Home)
Σκηνοθεσία: Τζο Βατς
Παίζουν: Τομ Χόλαντ, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Ζεντάγια, Κόμπι Σμάλντερς, Τζον Φαβρό, Μαρίσα Τομέι
Περίληψη: O νεαρός Spider-Man στο καινούργιο κεφάλαιο της σειράς καλείται να βγει από τη γειτονιά του, το Κουίνς της Νέας Υόρκης, και να αντικρούσει νέες απειλές σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει για πάντα.
Ο Τομ Χόλαντ επιστρέφει στον ρόλο του χαριτωμένου υπερήρωα της διπλανής πόρτας, μετά τα όσα συνέβησαν στους «Εκδικητές: Η Τελευταία Πράξη» και γυρίζει την Ευρώπη, αντιμετωπίζοντας τις μυστήριες επιθέσεις περίεργων πλασμάτων, που προκαλούν το χάος στη Γηραιά ήπειρο.
Μετά τη θρυλική μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, που έφερε πίσω στη ζωή τον Πίτερ Πάρκερ και τους φίλους του, εκείνος συνεχίζει να πενθεί για τον θάνατο του μέντορά του. Αποφασισμένος να αφήσει τις υπερηρωικές υποχρεώσεις του για λίγες εβδομάδες, ο Πίτερ αγνοεί το κάλεσμα του Νικ Φιούρι και φεύγει για διακοπές με την παρέα του. Ο Φιούρι όμως που δεν σηκώνει αντιρρήσεις, τον εντοπίζει στη Βενετία και του ανακοινώνει ότι τον χρειάζεται για να εξολοθρεύσει μια νέα απειλή: τα τεράστια Στοιχειακά Πλάσματα, που έχουν ξεπηδήσει από μία τρύπα στο σύμπαν και το καθένα εκπροσωπεί ένα από τα τέσσερα στοιχεία: τη γη, τον αέρα, το νερό και τη φωτιά. Επιπλέον ο Πίτερ θα συναντήσει τον Κουέντιν Μπεκ, έναν υπερήρωα που έρχεται από μία παράλληλη Γη, και είναι αποφασισμένος να σταματήσει τα Στοιχειακά Πλάσματα. Ο Φιούρι και ο Μπεκ, που είναι γνωστός ως Mysterio, θέλουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Spider-Man, αλλά αυτό είναι κάτι που δυσκολεύει τον Πίτερ, ο οποίος παρακαλάει τον Φιούρι να αναθέσει την αποστολή σε έναν άλλον Εκδικητή. Δυστυχώς όμως για εκείνον κι ευτυχώς για τους φαν του Χόλαντ, κανείς δεν είναι διαθέσιμος, οπότε πρέπει να συνεργαστεί μαζί τους για να αποφευχθεί το χειρότερο και κυρίως να συμφιλιωθεί με το πεπρωμένο του.
Στην τρίτη ταινία του πιο φιλικού και προσιτού υπερήρωα της Marvel, o αγαπητός στο νεανικό κατά βάση κοινό Spider-Man μαθαίνει να αγαπά πιο έντονα και ωριμάζει, μαθαίνοντας ότι πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Ο Τζο Βατς που αναλαμβάνει και πάλι τη σκηνοθεσία, συνδυάζοντας την περιπέτεια, το συναίσθημα, το χιούμορ και φυσικά επικές σκηνές δράσης, αλλά και γυρίσματα σε πραγματικές τοποθεσίες – Βενετία, Βερολίνο, Πράγα και Λονδίνο- δίνει έναν κοσμοπολίτικο αέρα στο όλο εγχείρημα, χωρίς να ξεφεύγει από τις συμβάσεις των blockbusters, επιφυλάσσοντας όμως και μια μικρή έκπληξη για τους φαν της σειράς, αφού η ωρίμαση του Spider-man συνοδεύεται και από μια χαρακτηριστική αλλαγή.
McQueen (Ντοκιμαντέρ)
Σκηνοθεσία: Ίαν Μπονοτέ, Πίτερ Ετεντγκουί
Περίληψη: Από τα εμβληματικά ντεφιλέ μέχρι τις αθέατες στιγμές της ιδιωτικής του διαδρομής, ένα αποκαλυπτικό και καλαίσθητο ντοκουμέντο για τον Αλεξάντερ ΜακΚουίν, που ντύνει μουσικά ο σπουδαίος Μάικλ Νάιμαν.
Επαναστάτης της σύγχρονης μόδας, που αναστάτωσε τις πασαρέλες με τα θεατρικά και προκλητικά του σόου, γνήσιος καλλιτέχνης που μέσα από τη δουλειά του, ανέτρεψε τις καθιερωμένες αντιλήψεις και μίλησε για θέματα- ταμπού όπως η σεξουαλική κακοποίηση και η βία κατά των γυναικών, μια βασανισμένη ιδιοφυία και τραγικός αυτόχειρας, ο Αλεξάντερ ΜακΚούιν υπήρξε σίγουρα μια εμβληματική προσωπικότητα.
Οι σκηνοθέτες Ίαν Μπονοτέ και Πίτερ Ετεντγκουί ξεκινώντας από την αρχή της δεκαετίας του 1990, παρακολουθούν την πορεία του Λι ( άρχισε να χρησιμοποιεί το μεσαίο του όνομα, δηλαδή το Αλεξάντερ, κατόπιν παρότρυνσης της fashion influencer, Ιζαμπέλα Μπλόου, που υπήρξε φίλη και μέντοράς του), το πώς ανέλαβε τον οίκο Givenchy, την άνοδό του, αλλά και πλευρές της σκοτεινής πλευράς της ζωής του, που καθόρισαν τον τρόπο σκέψης τους και τελικά τον οδήγησαν στην τραγική του αυτοκτονία.
Μέσα από πέντε κεφάλαια, που το καθένα έχει τον τίτλο ενός θρυλικού του σόου, μοντάροντας με ευφυή τρόπο βίντεο του ίδιου του σχεδιαστή του, συνεντεύξεις με μέλη της οικογένειάς του, συνεργάτες του και φίλους, υλικό από τις πασαρέλες και από τα παρασκήνια, με θαυμασμό και αποφεύγοντας πτυχές της ζωής του που τροφοδοτούν τα ΜΜΕ (για παράδειγμα, την εξάρτηση του από τα ναρκωτικά), οι δυο καλλιτέχνες συνθέτουν ένα ντοκουμέντο (υποψήφιο για δυο BAFTA) που ρίχνει φως στη δημιουργική πλευρά ενός σπουδαίου καλλιτέχνη.
Αν και ίδιοι δεν είναι τόσο αντισυμβατικοί όσο ο πρωταγωνιστής τους, η δουλειά τους αποτελεί μια σημαντική καταγραφή του έργου του ΜακΚουίν , που όχι μόνο θα λατρέψουν οι fashion addicts, αλλά θα εκτιμήσουν όλοι οι φιλότεχνοι, γιατί ο Αλεξάντερ από το Ανατολικό Λονδίνο της εργατικής τάξης υπήρξε αναμφίβολα ένας από τους πιο ανατρεπτικούς καλλιτέχνες της γενιάς του.
Διακοπές στη Βενετία (Venise n’est pas en Italie/Venice Calling)
Σενάριο/Σκηνοθεσία: Ιβάν Καλμπεράκ
Παίζουν: Μπενουά Πελβούρντ, Βαλερί Μπονετόν, Ελί Τονά, Γιουτζίν Μαρκούς
Περίληψη: Μια αξιαγάπητη και ιδιόρρυθμη οικογένεια που ζει σε ένα παλιό τροχόσπιτο, ταξιδεύει από τη Γαλλία στην Ιταλία, ζώντας αστείες και συγκινητικές περιπέτειες, που θα τους φέρουν πιο κοντά.
Ο Ιβάν Καλμπεράκ («Irene»), μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το δικό του μυθιστόρημα, που μάλιστα έχει ανέβει με επιτυχία και στο θέατρο.
Ο δεκατετράχρονος Εμίλ παλεύει να μεγαλώσει φυσιολογικά, αλλά βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα παλιό τροχόσπιτο, όπου ζει με τον αλλοπρόσαλλο, μεγαλύτερο αδελφό του και τους ανορθόδοξους γονείς του, ένα εκκεντρικό ζευγάρι που βρίσκει πάντα τρόπο να τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Όταν η Πολίν, ο μεγάλος του έρωτας από το σχολείο, τον προσκαλεί στο κονσέρτο της στη Βενετία, ο πατέρας ανακοινώνει ότι πρόκειται για την τέλεια ευκαιρία να κάνουν ένα οικογενειακό ταξίδι. Με προορισμό την Ιταλία, αυτή η δυσλειτουργική ομάδα ξεκινάει ένα ταξίδι με το τροχόσπιτο, που θα εξελιχθεί σε μία απίστευτη, ξεκαρδιστική και καταλυτική περιπέτεια.
Επαναπροβολές:
Μια ζωή ταλαιπωρία (Qué he Hecho yo Para Merecer Esto?/ What Have I Done to Deserve This?)
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ
Παίζουν: Κάρμεν Μάουρα, Λουί Ολαστότ, Ανχελ ντε Αντρες Λοπέζ, Βερόνικα Φορκέ
Περίληψη: Στην προσπάθεια να βάλει τάξη στην οικογένειά της, μια Ισπανίδα νοικοκυρά, η Γκλόρια, αποφασίζει να ξεφορτωθεί τους τέσσερις μπελάδες της ζωής της: τον ταξιτζή άντρα της, τους γιους της και την τρελή πεθερά της, που έχει ως κατοικίδιο μια σαύρα.
Η ταινία που καθιέρωσε τον Πέδρο Αλμοδόβαρ στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη επανακυκλοφορεί σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια με ελληνικούς και αγγλικούς υπότιτλους.
Η Γκλόρια είναι μια ταλαιπωρημένη νοικοκυρά, που μένει σ’ ένα διαμέρισμα σαράντα τετραγωνικών στα περίχωρα της Μαδρίτης κι είναι υποχρεωμένη να ξενοδουλεύει για να συμπληρώσει τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Με τον άντρα της, Αντόνιο, ταξιτζή στο επάγγελμα, δεν υπάρχει ίχνος επικοινωνίας. Εκείνος, πρώην εραστής μιας Γερμανίδας καλλιτέχνιδας, πήρε μέρος στην πλαστογράφηση κάποιων ερωτικών επιστολών που υποτίθεται ότι είχε γράψει ο Χίτλερ. Ο δωδεκάχρονος γιος τους, Μιγκέλ, είναι ομοφυλόφιλος και με χαρά δέχεται να «υιοθετηθεί» από έναν παιδεραστή οδοντίατρο. Ο δεκατετράχρονος γιος τους, Τόνι, πουλά ηρωίνη για ν’ αγοράσει ένα αγρόκτημα στην εξοχή. Το ίδιο όνειρο έχει και η γιαγιά, που έχει ως κατοικίδιο μια τεράστια σαύρα.
Η Γκλόρια όμως δουλεύει ως καθαρίστρια και στο σπίτι ενός ζεύγους συγγραφέων που, μέσω του Αντόνιο, προσπαθούν να έρθουν σ’ επαφή με την πρώην Γερμανίδα ερωμένη του, για να εκδώσουν το δήθεν ημερολόγιο του Χίτλερ. Αναγκασμένη να δουλεύει 18 ώρες το 24ωρο, έχει εθιστεί στις αμφεταμίνες, αλλά τις βρίσκει όλο και πιο δύσκολα χωρίς ιατρική συνταγή, κάτι που την κάνει φοβερά ευερέθιστη. Πρωταρχικός της στόχος είναι να βάλει σε τάξη τη ζωή της, ενώ όλα γύρω της καταρρέουν.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, το τρομερό παιδί του ισπανικού σινεμά, επιχειρεί μία ακόμα παράλογα κωμική κατάδυση στην αστική κόλαση. Γυρισμένη το 1984, η ταινία αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα γραφής της Movida, του undeground καλλιτεχνικού ρεύματος που άνθησε στη Μαδρίτη μετά τον θάνατο του Φράνκο, το 1975.
Μετά τη sold-out πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου New Directors/New Films της Νέας Υόρκης, αυτή η εξωφρενική μαύρη κωμωδία υπήρξε η πρώτη ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ που κυκλοφόρησε στις αμερικάνικες αίθουσες κι έγινε αμέσως επιτυχία. Οι ενθουσιώδεις κριτικές – «απλά ένα μικρό αριστούργημα» την χαρακτήρισαν οι «Times» και το ενθουσιώδες word-of-mouth άνοιξαν τον δρόμο για την προβολή και των προηγούμενων ταινιών του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μέσα σε λίγα χρόνια, «το κακό αγόρι» της Movida έγινε το πιο κερδοφόρο εξαγώγιμο πολιτισμικό προϊόν της χώρας του και χαιρετίστηκε ως ο πιο σημαντικός ισπανός σκηνοθέτης, που συχνά παρομοιαζόταν με τον Λουίς Μπουνιουέλ και ενίοτε με τον ζωγράφο Βελάσκεθ.
Αγαπημένο μου Ημερολόγιο (Caro Diario)
Σενάριο-σκηνοθεσία: Νάνι Μορέτι
Παίζουν: Νάνι Μορέτι, Τζιοβάνα Μπότσολο, Τζένιφερ Μπιλς, Μάρκο Παολίνι, Κάρλο Ματζακουράτι
Περίληψη: Ο Νάνι Μορέτι βολτάρει με τη βέσπα του στη Ρώμη, επισκέπτεται τα νησιά της Σικελίας και αφηγείται τις περιπέτειές του με τους γιατρούς.
Η καλύτερη ταινία του Νάνι Μορέτι, που απέσπασε Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών 1994, είναι μια τρυφερή βόλτα πάνω σε μια βέσπα.
Στα τρία μέρη της σπονδυλωτής αυτής αυτοβιογραφίας του, ο Μορέτι τριγυρίζει στη Ρώμη και στα νησιά αναζητώντας τον εαυτό του και την ταυτότητα της σύγχρονης Ιταλίας.
Στο πρώτο Κεφάλαιο, ο κεντρικός ήρωας, εξοργισμένος από το κεντρικό μήνυμα μιας ταινίας που βλέπει στον κινηματογράφο για τη γενιά του, παίρνει τη βέσπα και τριγυρνά στη σχεδόν έρημη καλοκαιρινή Ρώμη. Στο δεύτερο κεφάλαιο, φτάνει στα νησιά, αναζητώντας την ηρεμία για να γράψει το σενάριο της επόμενης ταινίας του. Επίσης, επισκέπτεται το συνεργάτη του Τζεράρντο, έναν καθηγητή φιλοσοφίας που έχει από καιρό μετακομίσει στο Λίπαρι, την πρωτεύουσα των απομονωμένων Αιολίδων Νήσων. Σε αντίθεση όμως με όσα προσδοκούσε, συναντά ένα Λίπαρι στους ρυθμούς της τουριστικής ανάπτυξης, πολύβουο και γεμάτο αυτοκίνητα.
Στο τρίτο κεφάλαιο, ο Μορέτι αφηγείται μια ιστορία που διευκρινίζει ότι είναι απολύτως αληθινή, η οποία ξεκινά με τον σκηνοθέτη να προσπαθεί να ανακαλύψει από τι πάσχει, μέσα από μια περιπέτεια με επισκέψεις σε γιατρούς δοσμένη με χιούμορ και τρυφερότητα.
Το « Ημερολόγιο» δεν είναι ένα συμβατικό κινηματογραφικό έργο, καθώς από μεγάλο κομμάτι της αφήγησης απουσιάζει πλήρως η μυθοπλασία, ενώ στο πρώτο ημίωρο οι διάλογοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Με εξαίρεση τον Μορέτι και τον Καρπεντιέρι, οι υπόλοιποι ηθοποιοί κάνουν περάσματα λίγων λεπτών και πρόκειται συνήθως για προσωπικούς φίλους του δημιουργού. Με τη συνεχή χρήση τεχνικών του ντοκιμαντέρ και την πληθώρα αυτοβιογραφικών στοιχείων, η ταινία αποτελεί περισσότερο μια προσπάθεια του Μορέτι – που μόλις έχει γίνει σαράντα ετών – να σχολιάσει με χιουμοριστικό τρόπο θέματα όπως η αστικοποίηση, ο τουρισμός, η διείσδυση της τηλεόρασης, η παιδαγωγική και το σύστημα υγείας, σαν να επρόκειτο για σελίδες ενός προσωπικού ημερολογίου, όπου καταγράφει την καθημερινότητά του.
Ο Κύριος Βερντού (Monsieur Verdoux)
Σκηνοθεσία: Τσάρλι Τσάπλιν
Παίζουν: Τσάρλι Τσάπλιν, Μάρθα Ρέι, Γουίλιαμ Φρόλεϊ
Περίληψη: Ο κύριος Βερντού χάνει τη δουλειά του εξαιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Για να συντηρήσει την ανάπηρη γυναίκα του και τον γιο του, αρχίζει να παντρεύεται πλούσιες χήρες και ύστερα να τις εξαφανίζει.
Η διάσημη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν, που βασίστηκε σε μια ιδέα του Όρσον Γουέλς, επανακυκλοφορεί σε νέες αποκατεστημένες κόπιες. Κινηματογραφική μεταφορά του μύθου του Κυανοπώγωνα, ο «Κύριος Βερντού» βασίζεται στην αληθινή ιστορία του Henri Landru, ενός Γάλλου απατεώνα που έβαζε αγγελίες στις εφημερίδες με τις οποίες ζητούσε μια χήρα για γάμο, κι έτσι κατάφερε να παρασύρει δέκα γυναίκες στο σπίτι του, όπου φαίνεται ότι τις σκότωσε και εξαφάνισε τα πτώματά τους.
Με τον ρόλο του Βερντού, ο Τσάπλιν καταθέτει μια ισχυρή κριτική για την πολιτική των Η.Π.Α. «Ένας φόνος κάνει κάποιον κακοποιό, ενώ εκατομμύρια φόνοι σε αναγάγουν σε ήρωα. Οι αριθμοί αγιοποιούν!, λέει ο ίδιος. Όμως βρισκόμαστε στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου, οπότε οι κριτικοί κινηματογράφου και οι εφημερίδες καταδικάζουν το φιλμ και κατηγορούν τον Τσάπλιν ως κομμουνιστή, οδηγώντας την ταινία σε εμπορική αποτυχία.
Ο Κονφορμίστας (Il Comformista)
Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι
Παίζουν: Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Στεφανία Σαντρέλι
Περίληψη: Στα 1938, ένας κομφορμίστας που υπηρετεί το φασιστικό καθεστώς ευελπιστώντας σε μια φυσιολογική ζωή στο μέλλον, στέλνεται στο Παρίσι για να εξοντώσει έναν καθηγητή που διέφυγε από την Ιταλία, όταν οι φασίστες ανέβηκαν στην εξουσία.
Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, μετουσιώνοντας μια αστυνομική ιστορία, σε ένα δριμύ σχόλιο κατά της μουσολονικής Ιταλίας.
Ο Μαρσέλο Κλερίτσι ζει μια απόλυτα συμβατική ζωή. Δουλεύει για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, είναι παντρεμένος με μία μικροαστή, αλλά κοινωνικά αποδεκτή γυναίκα και πηγαίνει στην εκκλησία σε τακτά διαστήματα. Ο Μαρσέλο όμως θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του, όταν το αφεντικό του θα του ζητήσει να σκοτώσει έναν πρώην καθηγητή του.
Ο Μπερτολούτσι διεισδύει περίτεχνα στην ταραγμένη συνείδηση ενός ήρωα που παλεύει να συμβιβαστεί με το «φυσιολογικό» στη φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Ο Μαρτσέλο δεν εισχωρεί στους φασιστικούς κύκλους για τα χρήματα, ούτε για την πίστη του στο καθεστώς. Ακολουθεί το «ασφαλές» μονοπάτι» της μάζας γιατί φοβάται. Ο ήρωας του Μοράβια δεν είναι παρά ένας βαθιά φοβισμένος άνθρωπος, που πασχίζει να είναι φυσιολογικός, γιατί έχει ταυτίσει το διαφορετικό με το επικίνδυνο. Επιλέγει να παντρευτεί μια αφελή μεσοαστή γυναίκα, γιατί αυτό επιτάσσει η κοινωνία. Εξομολογείται τα εγκλήματά του σε έναν ιερέα, κυνικά μεν αλλά ακολουθώντας τους θρησκευτικούς κανόνες και αποπειράται να γίνει ένας με τους πολλούς.
Αυτός ο ύπουλος, υποσυνείδητος φόβος, ξετυλίγεται σταδιακά μέσω των φλας μπακ στην παιδική του ηλικίας, αποκαλύπτοντας το τραυματικό γεγονός που τον στοίχειωσε και διαμόρφωσε τη βουλητική του τάση προς τον κομφορμισμό. Ο Μπερτολούτσι φωτογραφίζει στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή του ένα ολόκληρο αυταρχικό καθεστώς, μια μελανή στιγμή στην Ιστορία της Ιταλίας, που θα ήθελε να ξεχάσει. Με συνοδοιπόρο του, τον Βιτόριο Στοράρο και την αψεγάδιαστη εικόνα του, χτίζει σκηνές πειθαρχημένες, τηρώντας αυστηρές γεωμετρικές γραμμές, χρησιμοποιώντας λειτουργικά το φως και τις σκιάσεις, στιλιζαρίζοντας αξιέπαινα τους χώρους και τους πρωταγωνιστές του. Ο «Κομφορμίστας» είναι ένα καυστικό πολιτικό σχόλιο που μίλα για τα παιχνίδια της εξουσίας, καταγράφοντας εικόνες ενός ανθρώπου και μιας κοινωνίας που παρήκμασε και εξέπεσε εκκωφαντικά, γι’ αυτό και θεωρείται ένα τολμηρό αριστούργημα με πολλές αναγνώσεις, που εξακολουθεί να είναι επίκαιρο πενήντα χρόνια μετά από την κυκλοφορία του.
Οι πατριώτες (Okraina)
Σκηνοθεσία: Μπορίς Μπαρνέτ
Παίζουν: Σεργκέι Κομάροφ, Αλεξάντρ Τσιστιάκοφ
Περίληψη: Σε μια μικρή πόλη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οι εργάτες των εργοστασίων προσπαθούν να οργανωθούν κατά των ιδιοκτητών. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, είναι προ των πυλών και μετά το ξέσπασμά του ενώνονται ως στρατιώτες του τσάρου στο Ανατολικό Μέτωπο.
Ένα διεθνούς φήμης αριστούργημα του πρώιμου ομιλούντα κινηματογράφου, που θεωρείται μία από τις πέντε κορυφαίες ταινίες για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σε μια μικρή πόλη, σε ένα απομακρυσμένο τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οι εργάτες των εργοστασίων, προσπαθούν να οργανωθούν κατά των ιδιοκτητών. Όταν έρχεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ενώνονται ως στρατιώτες του τσάρου στο Ανατολικό Μέτωπο, ενώ ένα κορίτσι από τα μέρη, η Άνκα, δημιουργεί μια σχέση με έναν Γερμανό.
Η ταινία επικρίνει τους κερδοσκόπους του πολέμου και ενθαρρύνει τους εργαζόμενους να προσεγγίσουν ο ένας τον άλλον σε εθνικό επίπεδο στα πλαίσια του σοβιετικού σοσιαλισμού. Τοποθετώντας τη δράση κυρίως στα χαρακώματα – με εξαίρεση μια σκηνή στην οποία Γερμανοί και Ρώσοι στρατιώτες αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον- ο Μπαρνέτ σχολιάζει τη ματαιότητα του πολέμου με πικρό χιούμορ και ισοπεδωτική ειλικρίνεια.