Στον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, ιστορικές περίοδοι ή γεγονότα έχουν τιμηθεί δεόντως με αρκετές ταινίες. Αυτές που -δικαίως θα λέγαμε- θα μπορούσαν να… παραπονεθούν ως ριγμένες, είναι οι εκλογές, καθώς ειδικά στη «χρυσή» εποχή τιμήθηκαν με λίγες ταινίες. Αλλά η ποσότητα δεν παίζει πάντα ρόλο, όταν υπάρχει η ποιότητα.

Και οι ταινίες που γυρίστηκαν με θέμα τις εκλογές κατάφεραν να αφήσουν (άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο) το στίγμα τους. Αλλά υπάρχουν δύο που μέχρι σήμερα παραμένουν επίκαιρες, συνεχίζοντας να μεγαλώνουν γενιές και γενιές. Και δυστυχώς, εξακολουθούν να καυτηριάζουν τα κακώς κείμενα της πολικής πραγματικότητας στην Ελλάδα, που παραμένει αμετανόητα ίδια δεκαετίες τώρα.

«Τζένη-Τζένη» και «Υπάρχει και φιλότιμο» είναι δύο κατεξοχήν πολιτικές σάτιρες, που θίγουν και καταγγέλλουν με τη δύναμη της κωμωδίας το πολιτικό γίγνεσθαι, την πολιτική νοοτροπία, την πελατειακή σχέση πολιτικών και ψηφοφόρων, τα ατελείωτα «θα, τα ρουσφέτια, τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις εξυπηρετήσεις, την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος. Μάλιστα, και οι δύο βγήκαν σε μία ταραγμένη πολιτικά περίοδο, μετά τα Ιουλιανά και πριν την Χούντα.

«Α, ρε καημένε Γκόρτσο, τι όνειρο να έβλεπες χθες βράδυ;»

Καλοκαίρι του ’65 και η Ελλάδα βιώνει μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές κρίσεις. Είναι τα περίφημα Ιουλιανά ή Αποστασία και είναι η περίοδος εκείνη της πολιτικής ανωμαλίας, που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965, έως την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών την 21η Απριλίου του 1967.

Για δύο μήνες, Ιούλιος και Αύγουστος, η Αθήνα συγκλονίζεται από ογκώδεις διαδηλώσεις πολιτών, που αποδοκιμάζουν τους αποστάτες βουλευτές και τις ενέργειες του Βασιλιά. Στο κέντρο της πρωτεύουσας σημειώνονται καθημερινά επεισόδια κι άγριες συμπλοκές διαδηλωτών με την αστυνομία.

Κάπου στον Αργοσαρωνικό, στο όμορφο νησί των Σπετσών την ίδια περίοδο γίνονται τα γυρίσματα της νέας ταινίας της Finos Film, με βασικούς πρωταγωνιστές την Τζένη Καρέζη, τον Ανδρέα Μπάρκουλη, το Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Επρόκειτο για μία κωμωδία των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου. Αλλά το «Τζένη-Τζένη» δεν ήταν μία απλή κωμωδία από τους μετρ του είδους.

Σαφώς επηρεασμένη από τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου, προσπαθεί με όπλο την κωμωδία και το αστείρευτο ταλέντο των πρωταγωνιστών, να καυτηριάσει τα όσα διαδραματίζονταν, το κλίμα που επικρατούσε, την ευκολία στην αναρρίχηση υπουργικών θώκων λόγω συγγένειας (ο ανίδεος πολιτικά ανιψιός του εφοπλιστή Κασσανδρή προορίζεται για υπουργός Ναυτιλίας), αλλά και τη δύναμη που είχαν αναπτύξει οι λογιών κομματάρχες, που επηρέαζαν καταστάσεις και πρόσωπα στις τοπικές τους κοινωνίες.

Κλασικός κομματάρχης της ταινίας και του ελληνικού κινηματογράφου γενικότερα είναι ο Κοσμάς ο Σκούταρης (τον υποδύεται με υποδειγματικό τρόπο ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), ο οποίος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον περίφημο Γκόρτσο και να ξεκινήσει αγώνα υπέρ του πολιτικού του αντιπάλου, του Νίκου Μαντά, καθώς αυτός επρόκειτο να παντρευτεί την κόρη του, Τζένη (Καρέζη). Βέβαια, εκείνη προηγουμένως είχε αναγκαστεί να δεχτεί τον λευκό γάμο με τον «δίγαμο» Μαντά (Μπάρκουλης), μιας και είχε εκβιαστεί από τον εφοπλιστή Μίλτο Κασσανδρή (Κωνσταντάρας) για τα χρέη του πατέρα της.

Η «Τζένη-Τζένη» ως ταινία έχει το love story της κι εννοείται πως περιλαμβάνει ατάκες που μέχρι και σήμερα όταν τις ακούς, γελάς σαν την πρώτη φορά. Ατάκες που μοιάζουν ενδεχομένως απλοϊκές, του τύπου (Α, ρε καημένε Γκόρτσο, τι όνειρο να έβλεπες χθες βράδυ;»), αλλά στην πραγματικότητα περνούν το δικό τους πολιτικό μήνυμα.

Η ταινία προβλήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου το 1966 και σημείωσε εισπρακτική επιτυχία, κόβοντας 587.323 εισιτήρια. Όλοι οι πρωταγωνιστές έκλεψαν τις εντυπώσεις, όμως, σίγουρα εκείνος που άφησε το στίγμα του είναι ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, χαρίζοντας στον ελληνικό κινηματογράφο τον κομματάρχη που του έλειπε και που παραμένει επίκαιρος.

«Μαυρογιαλούρος», το όνομα που έγινε συνώνυμο της πελατειακής πολιτικής

«Ανδρέας Μαυρογιαλούρος», ένας από τους πιο δημοφιλείς ήρωες του κινηματογραφικού πανιού, που το όνομά του και ο, τι αυτό αντιπροσωπεύει, ξέφυγε από τη μεγάλη οθόνη και μέχρι και σήμερα είναι συνώνυμο της πελατειακής πολιτικής, του ρουσφετιού και του «φάγανε, φάγανε, φάγανε». Είναι, όμως και από τους πλέον παρεξηγημένους χαρακτήρες αφού όλοι στέκονται στα «θα» που μοίραζε απλόχερα και στις αυθαιρεσίες των στενών του συνεργατών, ξεχνώντας πως στο τέλος όταν διαπιστώνει το «πάρτι» που γίνεται γύρω του και ο ίδιος δεν έχει ιδέα, αυτό-φασκελώνεται και κατόπιν παραιτείται.

Ο περίφημος Ανδρέας Μαυρογιαλούρος, στην ταινία «Υπάρχει και φιλότιμο» (τον υποδύθηκε υποδειγματικά ο Λάμπρος Κωνσταντάρας) χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους πολιτικούς, οι οποίοι συνηθίζουν να κατηγορούν τους αντιπάλους τους, για «μαυρογιαλουρισμό». Μάλιστα, ο συγκεκριμένος κινηματογραφικός χαρακτήρας, που αντιπροσώπευε γενικά τον πολιτικό της εποχής (και προφητικά αποδείχτηκε διαχρονικός) και όχι κάποιον συγκεκριμένα, αποτέλεσε για μία περίοδο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία για την… κομματική του προέλευση.

Η άγνοιά του για το τι συμβαίνει στο στενό του περιβάλλον, κανονικά είναι εξοργιστική. Αλλά όταν εκείνος κατά την επίσκεψή του στον Πλατανιά για τα εγκαίνια ενός μαιευτηρίου, βρίσκεται μπροστά στην αποκάλυψη της αλήθειας, μάλλον τον κάνει συμπαθή.

«Φάγανε, φάγανε, φάγανε…», του λέει κάποια στιγμή ο Σωτηράκης (Χρήστος Δοξαράς), κάτοικος του χωριού, ο οποίος αν και μακριά από το κέντρο αποφάσεων, γνώριζε καλά πού πήγαν τα λεφτά. «Όχι, ρε παιδιά, δεν φάγανε. Αυτά τα πράγματα γίνονται από το υπουργείο, με πιστώσεις που εγκρίνει ο υπουργός· με προϋπολογισμούς, με κονδύλια με αποδείξεις…», προσπαθεί να τους εξηγήσει, τη στιγμή που η ομήγυρις ξεσπά σε γέλια. Σε γέλια ξεσπά και ο θεατής, κάθε φορά που βλέπει τη συγκεκριμένη σκηνή. Όταν, όμως, συνειδητοποιεί πως δεν πρόκειται για μία φαντασιακή σκηνή του κινηματογράφου, αλλά για μία θλιβερή πραγματικότητα που βρίσκει εφαρμογή μέχρι και σήμερα, το γέλιο γίνεται γλυκόπικρο.

Στο «Υπάρχει και φιλότιμο» δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα βρίσκεται ο Θόδωρος ο Γκρουέζας τον οποίο αναδεικνύει με μαεστρία ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Ο Γκρουέζας είναι ο κλασικός κομματάρχης που κοιτάει το συμφέρον της τσέπης του, χρησιμοποιώντας την κλασική του πονηριά. Και είναι θα λέγαμε το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα, ενός σάπιου πολιτικού συστήματος, που για έναν περίεργο λόγο, δεν αναδείχθηκε ως ρόλος όπως θα έπρεπε για να είναι και το παράδειγμα αποφυγής. Και, φευ, το «ανάθεμα» έπεσε στον Μαυρογιαλούρο.

Η ταινία βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Δεκέμβρη του ’65, λίγο καιρό μετά τα Ιουλιανά. Βασίστηκε στο θεατρικό έργο «Ανώμαλη προσγείωση» των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου που ανέβηκε στη σκηνή το 1950, επίσης σε μία ταραγμένη πολιτικά περίοδο στην Ελλάδα, λίγο μετά το τέλος του Εμφυλίου.

Το «Υπάρχει και φιλότιμο» της Finos Film και Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης επηρεάστηκε από την εποχή εκείνη, πιάνοντας το σφυγμό και χαρίζοντας στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, μία υπέροχη και ανάλαφρη πολιτική σάτιρα που έχει την τιμητική της (τυχαίο;) πάντα σε περίοδο εκλογών.

Πέρα από τις ατάκες, υπάρχουν σκηνές που χαρίζουν άφθονο γέλιο, όπως το μούντζωμα που έχει την τιμητική του. Πολλαπλά είναι και τα μηνύματα. Υπάρχει ο κόσμος που αν και μακριά από τα κέντρα των αποφάσεων, ξέρουν πώς λειτουργεί το σύστημα, στο οποίο ρίχνουν ένα φάσκελο κι από εδώ πάνε και οι άλλοι. Είναι κι εκείνοι που επιμένουν να ψηφίζουν θεωρώντας ότι ο εκάστοτε πολιτικός θα τους λύσει το προσωπικό πρόβλημα. Ή το τοπικό.

Ο «Μαυρογιαλούρος», όπως είπαμε είναι ο πιο παρεξηγημένος χαρακτήρας, καθώς στο τέλος είναι εκείνος που έχει το φιλότιμο να αναλάβει την πολιτική ευθύνη και να παραιτηθεί από τη θέση του. Ενώ διαθέτει και την πολιτική γενναιότητα να στείλει ο ίδιος στον εισαγγελέα τους απατεώνες συνεργάτες του.

Πηγή