Είτε μιλάει κανείς με ρυθμό πολυβόλου, όπως οι Έλληνες ή οι Ιταλοί, είτε χελώνας όπως οι Γερμανοί, μεταφέρει τελικά με την ομιλία του τις ίδιες πληροφορίες και αυτό ισχύει για όλες τις γλώσσες οπουδήποτε στη Γη, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, την πιο ολοκληρωμένη του είδους της μέχρι σήμερα. Ο ρυθμός μετάδοσης πληροφοριών φαίνεται πως είναι σχεδόν ίδιος για όλες τις γλώσσες, ανεξάρτητα από την προέλευση και τη δομή τους: 39 bits ανά δευτερόλεπτο, περίπου διπλάσιος από τον κώδικα Μορς.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον εξελικτικό γλωσσολόγο Φρανσουά Πελεγκρινό του Εργαστηρίου Δυναμικής της Γλώσσας του Πανεπιστημίου της Λιόν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Advances», σύμφωνα με το «Science» και το «New Scientist», ανέλυσαν 17 ευρωπαϊκές και ασιατικές γλώσσες, οι οποίες διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, όσον αφορά τον αριθμό των βασικών ήχων, των συλλαβών και άλλων χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, υπάρχουν 6.949 διακριτές συλλαβές στα αγγλικά, αλλά μόνο 643 στα ιαπωνικά.

Οι επιστήμονες υπολόγισαν τη λεγόμενη πληροφοριακή πυκνότητα κάθε γλώσσας, δηλαδή πόση πληροφορία (σε bits) μεταφέρει ανά συλλαβή. Διαπιστώθηκε ότι αυτό διαφέρει από τα πέντε bits ανά συλλαβή στα βασκικά έως τα οκτώ bits ανά συλλαβή στα βιετναμέζικα.

Στη συνέχεια, δέκα άνθρωποι κλήθηκαν να μιλήσουν τη μητρική γλώσσα τους (συνολικά 170 άνθρωποι για τις 17 γλώσσες που μελετήθηκαν) και να διαβάσουν 15 κείμενα. Διαπιστώθηκε ότι ο ρυθμός ομιλίας (συλλαβές ανά δευτερόλεπτο) ποίκιλε από ομιλητή σε ομιλητή, καθώς όσοι μιλούσαν γλώσσες με μεγαλύτερη πληροφοριακή πυκνότητα, μιλούσαν κατά μέσο όρο πιο αργά από εκείνους που μιλούσαν γλώσσες, οι οποίες μεταφέρουν λιγότερες πληροφορίες ανά συλλαβή. Το ρεκόρ ταχύτητας ήταν οι 9,1 συλλαβές ανά δευτερόλεπτο, ενώ ο πιο αργός ρυθμός ήταν οι 4,3 συλλαβές ανά δευτερόλεπτο.

Για παράδειγμα, οι Βάσκοι μιλάνε με ταχύτητα οκτώ συλλαβών το δευτερόλεπτο και οι Ιταλοί μπορούν να φθάσουν τις εννέα συλλαβές, ενώ οι Βιετναμέζοι και οι Γερμανοί μιλάνε με ρυθμό πέντε έως έξι συλλαβών το δευτερόλεπτο (δηλαδή με ταχύτητα αντιστρόφως ανάλογη του πόσο «μεστή» είναι κάθε συλλαβή σε πληροφορίες). Με άλλα λόγια, γλώσσες «ελαφριές» σε πληροφορίες όπως τα ιταλικά (λίγα bits ανά συλλαβή) μιλιούνται πιο γρήγορα, ενώ γλώσσες «βαριές» σε πληροφορίες (πολλά bits ανά δευτερόλεπτο) μιλιούνται πιο αργά. Μια γλώσσα πυκνή σε πληροφορίες δεν μπορεί να μιληθεί γρήγορα, ούτε μια γλώσσα αραιή σε πληροφορίες να μιληθεί αργά.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκύπτει τελικά ένας περίπου ενιαίος σε όλο τον κόσμο ρυθμός μετάδοσης πληροφοριών μέσω οποιασδήποτε γλώσσας, ο οποίος είναι 39,15 bits ανά δευτερόλεπτο. Το bit είναι η ίδια η μονάδα που χρησιμοποιείται στα κινητά τηλέφωνα, στους υπολογιστές και στα μόντεμ για να υπολογιστεί η ταχύτητα μετάδοσης των ψηφιακών πληροφοριών. Συγκριτικά, το πρώτο μόντεμ υπολογιστή που εμφανίσθηκε το 1959, είχε ρυθμό μετάδοσης 110 bits το δευτερόλεπτο, ενώ σήμερα πια ένα τυπικό οικιακό μόντεμ φθάνει τα 100 megabits (100 εκατομμύρια bits) το δευτερόλεπτο.

«Το ξεκάθαρο συμπέρασμα είναι ότι καμία γλώσσα δεν είναι πιο αποτελεσματική από τις άλλες στην μετάδοση της πληροφορίας», δήλωσε ο Πελεγκρινό. Γιατί αυτό συμβαίνει, είναι ένα θέμα προς συζήτηση και πιθανώς έχει να κάνει με τα βιολογικά όρια του ανθρώπου, κυρίως πόσες πληροφορίες μπορεί να δεχτεί και να παράγει ο εγκέφαλος. Πρόσφατη έρευνα νευροεπιστημόνων φαίνεται να το επιβεβαιώνει αυτό, δείχνοντας ότι το άνω όριο του ακουστικού κέντρου του εγκεφάλου είναι οι εννέα συλλαβές ανά δευτερόλεπτο στην αγγλική γλώσσα.

Στη Γη υπάρχουν περίπου 7.000 γλώσσες και οι 17 που μελέτησαν οι Γάλλοι επιστήμονες, ασφαλώς είναι ένα μικρό ποσοστό, πιστεύουν όμως ότι το συμπέρασμα τους έχει καθολική ισχύ. Για να το επιβεβαιώσουν, θα συνεχίσουν τη μελέτη τους σε περισσότερες γλώσσες (αφρικανικές, πολυνησιακές κ.α.).

Από την άλλη, οι ερευνητές διευκρίνισαν το αυτονόητο, ότι, άσχετα με τη μητρική γλώσσα, δεν μιλάνε όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο ρυθμό της γλώσσας τους. Υπάρχουν, για παράδειγμα, άνθρωποι που μιλάνε τα ελληνικά πολύ γρήγορα και άλλοι πολύ αργά.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Πηγή