Θεσσαλονίκη, πρωινό Κυριακής 16ης Μαΐου 1948. Δύο βαρκάρηδες περπατούν αμέριμνοι στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης.
Συνομιλούν και παρατηρούν τη θάλασσα. Λίγα βήματα πριν φτάσουν στον Λευκό Πύργο, απέναντι από το κέντρο «Τριάνον» (μετέπειτα «Αχίλλειον») ο ένας απ’ τους δύο γουρλώνει τα μάτια με το αποτρόπαιο θέαμα που αντικρίζει «Θεέ και Κύριε, ένα πτώμα…»! Για να σιγουρευτεί ότι δεν κάνει λάθος, τρέχει μέχρι την άκρη της προκυμαίας για να δει καλύτερα. Ο φτωχός ψαράς Λάμπρος Αντώναρος, έχει δίκιο. Περίπου 150 με 200 μέτρα από την προκυμαία επιπλέει ένα ανθρώπινο σώμα.
Είχαν φάει τα ψάρια το πρόσωπό του
Χωρίς να το πολυσκεφτεί πηδάει στη βάρκα και σπρώχνει με δύναμη τα κουπιά στο νερό προκειμένου να φτάσει όσο γίνεται πιο γρήγορα στο σημείο.
Τον πυροβόλησαν στον αυχένα και τον πέταξαν δεμένο στη θάλασσα με αποτέλεσμα να βρεθεί μισοφαγωμένος από τα ψάρια
«Τρέχα να ειδοποιήσεις όποιον βρεις, χωροφύλακα ή ναύτη» θα πει στον φίλο. Όταν προσεγγίζει το άψυχο κορμί, σοκάρεται. Το πτώμα φοράει σκουρόχρωμο κοστούμι και παπούτσια, είναι δεμένο χειροπόδαρα με σκοινί και τα χαρακτηριστικά του προσώπου έχουν αλλοιωθεί. Τα ψάρια όλες τις προηγούμενες ημέρες είχαν βρει μακάβρια τροφή. Την ώρα που δοκιμάζει να τον ανεβάσει με δυσκολία πάνω στη βάρκα δοκιμάζει μια ακόμη πιο οδυνηρή έκπληξη. Ο άγνωστος έχει δεχθεί σφαίρα στο πίσω μέρος του κρανίου. Είναι προφανές, κάποιοι τον έχουν δολοφονήσει. Μέχρι να επιστρέψει στην παραλία έχουν καταφθάσει άνδρες της Χωροφυλακής αλλά και πλήθος κόσμου που με περιέργεια παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν.
Ήθελε συνέντευξη από τον Βαφειάδη
Μέσα στις επόμενες ώρες θα γίνει γνωστό από το ραδιόφωνο ότι το πτώμα ανήκει στον 35χρονο Αμερικανό ανταποκριτή του ειδησεογραφικού δικτύου CBS, Τζωρτζ Πολκ, που ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα αεροσυνοδό, την Ρέα Κoκκώνη. Ο άτυχος δημοσιογράφος είχε μεταβεί αεροπορικώς από την Αθήνα στη συμπρωτεύουσα προκειμένου να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη, ηγετική μορφή του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος και της Εθνικής Αντίστασης, που τώρα ήταν πρωθυπουργός της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (γνωστής και ως «Κυβέρνησης του Βουνού») που είχε συσταθεί με πρωτοβουλία του Κ.Κ.Ε.
Κάποιοι όμως προφανώς δεν ήθελαν να δοθεί αυτή η συνέντευξη και έκριναν σκόπιμο ότι έπρεπε να τον σκοτώσουν. Έτσι, όταν τον είδαν να βγαίνει από το ξενοδοχείο «Αστόρια» όπου διέμενε (στη συμβολή των οδών Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας), τον παρακολούθησαν και την κατάλληλη στιγμή τον ακινητοποίησαν χωρίς να προηγηθεί πάλι, όπως αποφάνθηκε ο ιατροδικαστής, του έδεσαν τα χέρια και τα πόδια, τον πυροβόλησαν εξ επαφής στον σβέρκο, η σφαίρα βγήκε από τη μύτη αφού πρώτα πέρασε και κατέστρεψε τον εγκέφαλο και ακολούθως τον έριξαν στη θάλασσα. Βάσει της νεκροψίας, ο θάνατός του προήλθε από πνιγμό, κάτι που σημαίνει πως όταν έπεσε στο νερό ήταν ακόμη ζωντανός.
Από την εξέταση θα προκύψει επίσης ότι ο Πολκ είχε δολοφονηθεί 8 με 9 ημέρες νωρίτερα, βράδυ μέσα σε βάρκα και ότι οι δράστες ήταν τουλάχιστον δύο.
Επιδίωξαν να γνωστοποιήσουν το έγκλημα
Ποιος ή ποιοι όμως ήταν αυτοί που διέπραξαν το έγκλημα; Για ποιο λόγο το έκαναν και τι είχαν να κερδίσουν; Όπως γράφει το 1959 ο αείμνηστος δημοσιογράφος, συγγραφέας και επί σειρά ετών βουλευτής του Κόμματος Φιλελευθέρων Γεώργιος Μόδης στο βιβλίο «Τέσσερις δίκες στη Θεσσαλονίκη» (αυτοέκδοση), το έγκλημα «ήταν πραγματικά παράξενο, σκοτεινό, μυστηριώδες, σαν το πολυπλοκότερο αστυνομικό μυθιστόρημα […] με μια περίεργη και ανήκουστη ιδιοτυπία. Οι εγκληματίες ήθελαν να φανερωθεί το έγκλημά τους και όχι να αγνοηθεί. Γιατί προτίμησαν αντί να ρίξουν το πτώμα στον πάτο της θάλασσας να το ρίξουν στην καρδιά του λιμανιού σαν τρόπαιο;».
Η υπόθεση θυμίζει πολύπλοκο αστυνομικό μυθιστόρημα που μέχρι και σήμερα δεν έχει εξιχνιαστεί κι ούτε φαίνεται να γίνεται κάτι τέτοιο στο εγγύς μέλλον
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος Γιώργος Λεονταρίτης στο βιβλίο του «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ» (εκδόσεις Άγρα), αποκαλύπτει ότι σε συνάντηση που είχε με τον αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκο Βαφειάδη του είχε εκμυστηρευτεί ότι πρόκειται για μια περίεργη ιστορία καθώς «εμείς ποτέ δεν ειδοποιηθήκαμε στο Γενικό Αρχηγείο ότι ο Πολκ ήθελε να έλθει σ’ επαφή μαζί μας. Εάν το ξέραμε, θα τον διευκολύναμε – όπως και κάθε δημοσιογράφο που θα είχε την ίδια επιθυμία. Μπορούσαμε εύκολα να περάσουμε τους δημοσιογράφους στο βουνό. Είχαμε τρόπο. Κι άλλωστε, επιδιώκαμε τέτοιες επισκέψεις. Μας ενδιέφερε να μάθει ο κόσμος για τον αγώνα μας και τους σκοπούς μας. Τη δολοφονία τη μάθαμε από το ραδιόφωνο».
Καταρχάς έχει σημασία ο τόπος που συνέβη το έγκλημα. Βρισκόμαστε μεσούντος του Εμφυλίου πολέμου και η Θεσσαλονίκη εκείνο τον καιρό είναι η πόλη που ενώνει τη ανταρτοκρατούμενη από τους κομμουνιστές βόρεια περιοχή του Γράμμου και του Βίτσι με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Προσέλκυε το ενδιαφέρον των Άγγλων, των Αμερικανών, της αναγνωρισμένης κυβέρνησης του Θεμιστοκλή Σοφούλη, του παρακράτους και των θυλάκων της Αριστεράς. Θυμίζει θα λέγαμε Καζαμπλάνκα ή το Βερολίνο σε μικρογραφία. Όπως είχε πει πολύ εύστοχα και ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ουίνστον Μπερντέτ, «είτε οι κομμουνιστές σκότωσαν τον Πολκ είτε οι ακροδεξιοί, επιλέγοντας το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η κάθε πλευρά άφηνε το έγκλημα στην αυλόπορτα της άλλης».
Η στιγμή της σύλληψης Στακτόπουλου
Η Χωροφυλακή Θεσσαλονίκης που επιλαμβάνεται την εξιχνίαση της υπόθεσης, αφήνει εξαρχής να εννοηθεί ότι θεωρείται υπεύθυνο το Κ.Κ.Ε. με το επιχείρημα ότι οι κομμουνιστές ήθελα να δυσφημήσουν μ’ αυτό τον τρόπο την ελληνική κυβέρνηση στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης.
Στις 14 Αυγούστου 1948 οι αρχές συλλαμβάνουν ως κύριο ύποπτο τον 38χρονο συντάκτη της εφημερίδας «Μακεδονία» Γρηγόρη Στακτόπουλο. Ως εξόχως επιβαρυντικό κρίθηκε το γεγονός ότι είχε κομμουνιστικό παρελθόν και πως είχε συναντηθεί με τον Πολκ λίγες μέρες πριν τον σκοτώσουν. Τον τρόπο με τον οποίο συνελήφθη τον αναφέρει ο ίδιος ο Στακτόπουλος στο βιβλίο «Υπόθεση Πολκ / Η προσωπική μου μαρτυρία» (εκδόσεις Γνώση):
Περίμενα το λεωφορείο στη στάση Αγίας Σοφίας – Τσιμισκή για να επιστρέψω σπίτι, όταν κάποιος χτύπησε τον ώμο μου. Γύρισα και είδα έναν άγνωστο.
– Πώς σε λένε;
– Γρηγόρη Στακτόπουλο.
– Έχεις ταυτότητα;
– Και βέβαια έχω.
– Μπορώ να τη δω;
– Ποια θέλετε, την αστυνομική ή την δημοσιογραφική; Αλλά τι τη θέλετε; Τι είστε;
– Τίποτα, μια αναγνώριση θέλω να κάνω.
Έβγαλα και τις δύο ταυτότητες. Τις έδωσα, μου τις επέστρεψε και είπε: «Πάμε μια στιγμή στην Ασφάλεια, για μια αναγνώριση».
Προθυμοποιήθηκα να τον ακολουθήσω. Στο δρόμο πιάσαμε κουβέντα και τον ρώτησα αν είχαν πιάσει τους κλέφτες. Απάντησε ότι τους πιάσανε και γι’ αυτό πηγαίναμε στην Ασφάλεια. Ο νους μου είχε γυρίσει σε μια κλοπή, που είχε γίνει μερικές ημέρες νωρίτερα στο σπίτι μας. Ήταν μονοκατοικία με μεγάλη αυλή και είχαν πάρει τη μπουγάδα με τα ρούχα. Νόμισα λοιπόν ότι είχαν πιάσει τους κλέφτες και ήμουν χαρούμενος.
Όταν φθάσαμε στη Γενική Ασφάλεια, ο συνοδός του με παρουσίασε στον υπαξιωματικό υπηρεσίας, ο οποίος αναφώνησε:
– Τον έφερες; Πρόβαλε αντίσταση;
– Όχι, μ’ ακολούθησε. Τον είχα από κοντά εδώ και μέρες.
Γύρισα και τον πρόσεξα καλύτερα. Μου φάνηκε, και δεν είχα άδικο, πως ήταν ο… υδραυλικός που όταν ξύπνησα ένα πρωινό για να πλυθώ, τον είδα μαζί με το θυρωρό, στο πλυσταριό, απέναντι από το δωμάτιο που έμενα, να κάνει πως καταπιάνεται με τις βρύσες. Ο διάλογος με εξέπληξε. Τι διάολο σκέφτηκα, λένε αυτοί. Τι αντίσταση να προβάλω και γιατί;
Η έκπληξή μου έγινε μεγαλύτερη όταν, με την αποχώρηση του συνοδού μου, με παρέλαβε ο υπαξιωματικός. Μου έκανε σωματική έρευνα, πήρε ό,τι είχα επάνω μου, έψαξε την τσάντα μου, την πέταξε σε μια καρέκλα και μόλις παραπονέθηκα για όλα αυτά, μ’ άστραψε στα μάγουλα δύο χαστούκια, μου ‘δωσε μια κλωτσιά, μ’ έπιασε από το λαιμό και μ’ έσπρωξε στο μπουντρούμι με τη φράση: «διαμαρτύρεσαι κιόλας κωλόπουστε…».
Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η τραγωδία μου, το μεγάλο δράμα που εύχομαι να μην είχε όμοιό του και να μην έχει ποτέ, στη νεότερη ελληνική ιστορία. Το δράμα, που οδήγησε τη μητέρα μου στον πρόωρο θάνατο, τη μια αδελφή μου στην παραφροσύνη, την άλλη σε νευρικό κλονισμό και εμένα στα ισόβια δεσμά. Πέρασα κι εγώ ξυστά από την τρέλα, λένε οι συγγενείς μου».
Τα φρικτά βασανιστήρια
Ο Στακτόπουλος θα υποβληθεί σε φρικτά βασανιστήρια. Υποχρεώνεται να παραμείνει επί ώρες όρθιος, του κάνουν ηλεκτροσόκ, τον χτυπούν σε όλο το σώμα με σιδερένιες γροθιές προκαλώντας του σημαντικές βλάβες, τον κρεμάνε από τα πόδια για ώρες, τον δένουν σφιχτά απ’ τα χέρια και τα πόδια σε καρέκλες και δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί μέχρι να χάσει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Υπό την πίεση της ανάκρισης, των πολυήμερων απάνθρωπων ψυχικών και σωματικών βασανιστηρίων και της απειλής ότι θα καταδικαστεί εις θάνατον, «ομολογεί» την ανάμειξή του στο έγκλημα. Ήταν αυτό που ήθελαν οι αρχές.
Σε μια καλοστημένη συνέντευξη Τύπου που στήνεται τον Οκτώβριο του 1948, οι υπουργοί Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Ρέντης και Δικαιοσύνης Γεώργιος Μελάς, παρόντων και των ανώτατων αξιωματικών της Χωροφυλακής, ανακοινώνουν ότι ο φόνος σχεδιάστηκε από την Κομινφόρμ (γνωστή και ως «Συντονιστικό Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων» ανά την Ευρώπη, που θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια μεταπολεμικής ανασύστασης της Κομμουνιστικής Διεθνούς) που είχε ιδρυθεί πριν από ένα χρόνο. «Το έκαναν για να εκθέσουν την πατρίδα μας στο εξωτερικό, να πλήξουν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και να εμποδίσουν τη βοήθεια που μας παρέχει η υπερδύναμη» θα πουν.
Έχρισαν θύτη άνθρωπο που είχε πεθάνει πριν το φόνο
Βάσει του σεναρίου που ξετύλιξαν μπροστά τους εκπροσώπους των μέσων ενημέρωσης, ο αδικοχαμένος Πολκ πριν τη δολοφονία συνέφαγε με τον Στακτόπουλο στο πλαίσιο των επαφών που είχε με άτομα τα οποία θα τον βοηθούσαν να φθάσει στον συνεντευξιαζόμενο πρωθυπουργό της παράτυπης «Κυβέρνησης του Βουνού».
Ακολούθως μπήκαν και οι δύο μαζί σε μια βάρκα, στην οποία ήδη βρισκόντουσαν μέσα τα ηγετικά στελέχη του Κ.Κ.Ε. Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς, με το πρόσχημα ότι θα βοηθούσαν το θύμα να προσεγγίσει την περιοχή που έλεγχε ο αριστερόφρων Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδος.
«Ο Μουζενίδης πυροβόλησε τον Πολκ και μετά τον έριξε στη θάλασσα» τονίζουν με έμφαση. Η ιστορία τους όμως χωλαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι ο Μουζενίδης είχε σκοτωθεί στο βουνό αρκετές ημέρες πριν έρθει ο Πολκ στην Ελλάδα και ο Βασβανάς όπως θα αποδειχθεί δεν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη την ημέρα του φόνου.
Σε παρωδία θα εξελιχθεί όμως και η δίκη του Γρηγόρη Στακτόπουλου που θα έχει ως αποτέλεσμα ο ίδιος να καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη και ο Μουζενίζης που δεν ήταν παρών, σε θάνατο. Στο εδώλιο κάθισε και η μητέρα του Στακτόπουλου, επειδή φέρεται να είχε ταχυδρομήσει έναν φάκελο που σχετιζόταν με την υπόθεση, αλλά αθωώθηκε αφού αποδείχθηκε γραφολογικά ότι δεν ήταν δικά της τα γράμματα. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια ο καταδικασμένος δημοσιογράφος θα τα περάσει στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας και αμέσως μετά θα μεταφερθεί στις φυλακές. Το έτος 1956 η ποινή του θα μετριαστεί στα 20 χρόνια. Εν τέλει θα αποφυλακιστεί το 1960 καθώς ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης μείωσε την ποινή του στα 17 έτη.
Θα πεθάνει το 1988 σε βαθιά γεράματα. Μέχρι την τελευταία στιγμή όμως ζητούσε αναψηλάφηση της δίκης καθώς ήθελε να για να φύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Ο Άρειος Πάγος όμως αρνήθηκε πεισματικά να κάνει δεκτό το αίτημά του.
Ποιοι τον σκότωσαν;
Είχε ανέβει στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πάρει συνέντευξη από το ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., Μάρκο Βαφειάδη, αλλά εκείνος δηλώνει ότι δεν το γνώριζε
Τελικά ποιοι ήταν αυτοί που πραγματικά σκότωσαν τον Τζωρτζ Πολκ; Η υπόθεση αποτελεί φαινόμενο, ίσως και σε παγκόσμια κλίμακα για τις πάμπολλες εκδοχές της, όπως αναφέρει και ο δημοσιογράφος Κώστας Παπαϊωάννου στο βιβλίο του «Πολιτική δολοφονία – Υπόθεση Τζωρτζ Πολκ, Θεσσαλονίκη ‘48» (εκδόσεις Ποντίκι). Όπως τονίζει, υπάρχουν τρεις κατηγορίες εκδοχών: οι ξένες, οι εγχώριες και οι μεικτές.
Στην πρώτη κατηγορία, οι εκδοχές είναι οι ακόλουθες:
Τον σκότωσαν οι Βρετανοί. Ήταν η πιο διαδεδομένη εκδοχή την Ελλάδα όλα τα χρόνια αφότου άρχισε σιγά – σιγά να αποκαλύπτεται η σκευωρία και ουσιαστικά στηριζόταν σ’ ένα πραγματικό γεγονός. Πως ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Πολκ ζωντανό και μίλησε μαζί του […] ήταν ο Ράντος Κόουτ, αξιωματούχος προϊστάμενος του αγγλικού Γραφείου Πληροφοριών της Θεσσαλονίκης, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μετά τη δολοφονία. […] Ο Κόουτ ήταν ο μόνος που είχε συμφέρον να μισεί τους Αμερικανούς στο πλαίσιο ενός ακήρυχτου αγγλοαμερικανικού πολέμου.
Τον σκότωσαν οι Σοβιετικοί. Η δολοφονία έγινε από τον Κόουτ, σχεδιάστηκε όμως στην Κωνσταντινούπολη από τον […] Κιμ Φίλμπυ, τον φοβερό Βρετανό πράκτορα των Σοβιετικών.
Τον σκότωσαν πράκτορες κάποιων άλλων δυνάμεων (εκτός από τους Αγγλοαμερικάνους) για θέματα Μέσης Ανατολής. Είναι η λιγότερο γνωστή και ελάχιστα ερευνημένη εκδοχή.
Τον σκότωσαν οι Αμερικανοί. Οργανωτής της συνωμοσίας ήταν ο συνταγματάρχης Χάρβι Σμιθ, στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας των Η.Π.Α. στην Αθήνα. Αρχές του 1948 το αμερικανικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο προσδιόρισε την Ελλάδα του Εμφυλίου σαν τον «πειραματικό σωλήνα» που θα μπορούσε να επωασθεί και να αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο αντικομμουνιστικό μοντέλο. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πρωτεύουσα της βόρειας Ελλάδας, μιας μεγάλης περιοχής που συνόρευε με τρεις διαφορετικές χώρες του σοβιετικού μπλοκ. Τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία.
Ήταν το κρίσιμο σημείο μιας ενδεχόμενης γενικευμένης σύγκρουσης στα Βαλκάνια, αλλά και το μεγάλης στρατηγικής σημασίας γεωγραφικό σημείο για τη διείσδυση και ανάπτυξη της προπαγάνδας ενός αμερικανικού δικτύου με κατεύθυνση τις «λαϊκές δημοκρατίες» των Βαλκανίων. Ταυτόχρονα ήταν και το ασθενές σημείο της δυτικής επιρροής γιατί είχε μια μεγάλης έκτασης συνοριακή γραμμή που σε περίπτωση πολέμου δεν θα μπορούσε να κρατηθεί καλά.
Η εκδοχή της συλλογικής ευθύνης. Όπως γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Έντμουντ Κίλι στο βιβλίο «Φόνος στον Θερμαϊκό – Ύπατοι, πραίτωρες και Τύπος στην υπόθεση Πολκ» (εκδόσεις «Γνώση») «αυτό που φαίνεται να συνέβη στην υπόθεση Πολκ είναι ότι άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, ταγμένοι αντικομμουνιστές και ένθερμοι υποστηρικτές της μυστικής δράσης (Μουσχουντής, Ντόνοβαν, κ.α.) συνεργάστηκαν την κατάλληλη στιγμή για να προωθ΄γησουν στο όνομα του συλλογικού εθνικού συμφέροντος μια λύση που καταστρώθηκε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια κρυφά και η οποία επέβαλε μια καθολική συμφωνία ότι δεν αρκούσε ο πρόθυμος παραμερισμός της καχυποψίας για να σταθεί η λύση, αλλά επιπλέον απαιτούσε και τον πρόθυμο παραγκωνισμό των ατομικών δικαιωμάτων κι έναν συνεργάσιμο Τύπο για να επιβληθεί. Οι άνθρωποι – πάντα κατά τον Κίλι – που «έπαιξαν» σ’ αυτό το «παιχνίδι του θανάτου» ήταν:
- Από την ελληνική πλευρά, υπουργοί που εκπροσωπούσαν αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις σε μια νεοσύστατη κυβέρνηση συνασπισμού (Ρέντης, Μελάς), δημόσιοι υπάλληλοι που διεξήγαγαν την αστυνομική ανάκριση (Μουσχουντής, Ξανθόπουλος) και οι διάφοροι αξιωματούχοι του δικαστικού σώματος (Κωνσταντινίδης, Μουστάκης).
- Από την αμερικανική πλευρά διπλωμάτες, αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, εκπρόσωποι αμερικανικού Τύπου, κ.α.
- Από την βρετανική πλευρά, σύμβουλοι των σωμάτων ασφαλείας και της Αστυνομίας και της διπλωματίας στην Ελλάδα.
Από την ελληνική πλευρά, γράφει ο Κίλι, οι περισσότεροι ταύτιζαν τον πατριωτισμό με τον αντικομμουνισμό, ταύτιση εύκολη μες στην ασπρόμαυρη ατμόσφαιρα του Εμφυλίου – από την αμερικανική πλευρά οι περισσότεροι ταύτιζαν το εθνικό συμφέρον με τον αντικομμουνισμό, επίσης εύκολο μες στην ψυχροπολεμική, προμακαρθική ατμόσφαιρα του ’48 – ’49. Το κρίσιμο ερώτημα που θέτει στο βιβλίο του ο Κίλι είναι το ακόλουθο: Γιατί οι αρχές δεν έλαβαν υπ’ όψη ούτε στο στάδιο της ανάκρισης ούτε στο δικαστήριο, τις πληροφορίες που ήταν σε θέση να τους παράσχει ο Ράντος Κόουτ, αξιωματούχος του βρετανικού γραφείου πληροφοριών;
Τον σκότωσε η Αριστερά, δηλαδή το ΚΚΕ και μάλιστα με «έξωθεν εντολή», όπως… όλα όσα έκανε το κόμμα κατά την προσφιλή θεωρία των διωκτικών αρχών. Η εκδοχή αυτή εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να ισχύει «επίσημα», αφού δεν έγινε αναθεώρηση της δίκης Στακτόπουλου, μολονότι δεν υπάρχει πλέον ούτε ένας που να την πιστεύει.
Τον σκότωσε η Δεξιά, με υπεύθυνο τον ίδιο τον τέως πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Τσαλδάρη (διετέλεσε πρόεδρος της κυβέρνησης μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1947) που όταν σκοτώθηκε ο Πολκ ήταν πλέον υπουργός Εξωτερικών. Η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Κέιρι Μάρτον στο βιβλίο της «The Polk Conspiracy» αναφέρει ότι ο Τσαλδάρης έδωσε εντολή για τη δολοφονία σε έναν Πειραιώτη παρακρατικό.
Ο Πολκ φαίνεται ότι ενοχλούσε ούτως ή άλλως πολλούς. Ήταν αντίθετος με την πολιτική που ακολουθούσε η πατρίδα του έναντι της Ελλάδας, ήθελε την ειρήνευση και όχι τη συντριβή των Αριστερών στον Εμφύλιο πόλεμο και η απώλειά του λειτούργησε ως ανάχωμα προκειμένου να μην ανέβουν κι άλλοι δημοσιογράφοι στο βουνό αναζητώντας και προβάλλοντας ηγετικά στελέχη του κομμουνιστικού Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος-μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων