ΑΠΟΣΤΟΛΗ – ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ
Ηταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Την προηγούμενη Δευτέρα ξεκίνησε στην Αλόννησο, έδρα του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου και Βορείων Σποράδων, η πρώτη συνάντηση εκπροσώπων από φορείς διαχείρισης 11 θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών από όλη τη χώρα. Την ίδια ημέρα εντοπίστηκε από τη Δίωξη Ναρκωτικών του Λιμενικού περίπου ένας τόνος χασίς, κρυμμένος σε κιβώτια σε μια σπηλιά στη βραχονησίδα Πιπέρι. Το Πιπέρι και η γύρω θαλάσσια περιοχή σε απόσταση τριών ναυτικών μιλίων είναι η Α΄ ζώνη απόλυτης προστασίας του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου, εκεί όπου απαγορεύονται τα πάντα.
Πέρα από τα αναμενόμενα αστεία που κυκλοφόρησαν σε όλο το νησί για… τις φώκιες και τα ναρκωτικά, η είδηση προβλημάτισε τους συμμετέχοντες στη συνάντηση. «Πριν από μερικά χρόνια είχε προταθεί να τοποθετηθεί ραντάρ στο εθνικό πάρκο», εξηγεί ο πρόεδρός του –και αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας– Στέφανος Παρασκευόπουλος. «Αρχικά αντέδρασαν οι αλιείς, θεωρούσαν ότι ήταν ένα μέτρο εναντίον τους. Κατόπιν, όταν τους εξηγήσαμε ότι στόχος μας ήταν οι τράτες και όποιος άλλος επιχειρεί να ψαρέψει παράνομα ή να προσεγγίσει το Πιπέρι, συμφώνησαν. Ομως, πλέον δεν μπορούσαμε να βρούμε χρηματοδότηση. Με δύο ραντάρ στις βραχονησίδες Ψαθούρα και Δύο Αδέλφια θα είχαμε καλύψει όλο το πάρκο. Αυτό όμως από μόνο του δεν λύνει το ζήτημα. Πρέπει το Λιμενικό να έχει την υποδομή να επέμβει. Πώς να προλάβεις κάποιους που έχουν μηχανή μεγάλου κυβισμού; Η απόσταση της Αλοννήσου από το Πιπέρι είναι 20 μίλια. Το σκάφος του φορέα χρειάζεται πάνω από τρία τέταρτα για να φθάσει, ένα πιο γρήγορο σκάφος, μισή ώρα. Μέχρι να πλησιάσεις θα έχουν φύγει στα διεθνή ύδατα».
Πριν από λίγους μήνες τοποθετήθηκε πιλοτικά στο Πιπέρι με χρηματοδότηση από το Ιδρυμα «Θάλασσα» μια κάμερα 3G, η οποία όμως καλύπτει μόνο τη μία πλευρά. Ο ίδιος μη κερδοσκοπικός οργανισμός διέθεσε στον φορέα δύο ταχύπλοα (καλύπτοντας καύσιμα και τέσσερα άτομα προσωπικό) για περιπολίες, καθώς η υποχρηματοδότηση έχει περιορίσει σημαντικά τις δυνατότητες του φορέα. Η δε σχέση του φορέα του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Αλοννήσου με τα θαλάσσια μέσα αγγίζει τα όρια της ιλαροτραγωδίας. Οπως ανέφερε στη συνάντηση ο συντονιστής του φορέα, Σπύρος Ιωσηφίδης, το 2013 η χρηματοδότηση για τα έξοδα λειτουργίας των σκαφών ήρθε… τον Νοέμβριο, το 2015 η χρηματοδότηση ήρθε εγκαίρως, αλλά πλέον δεν υπήρχαν σκάφη, γιατί κατασχέθηκαν λόγω οφειλών προς τους φύλακες. Το 2017 είχε αποκτηθεί από τον φορέα με κοινοτική χρηματοδότηση ένα πανάκριβο (αλλά ακατάλληλο, όπως αποδείχθηκε, αφού προϋπέθετε ειδικό πλήρωμα και πολλά καύσιμα) σκάφος, όμως πλέον δεν υπήρχαν χρήματα. Ακόμα και το σκάφος που διέθεσε το Ιδρυμα «Θάλασσα» δόθηκε στον φορέα με χρησιδάνειο, ειδάλλως θα είχε κατασχεθεί και αυτό. Διατρέχοντας τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί την τελευταία δωδεκαετία για παράνομες δραστηριότητες στο εθνικό πάρκο, οι χρονιές εκείνες που τα πρόστιμα απογειώθηκαν ήταν όταν οι περιπολίες του φορέα γίνονταν μαζί με έναν λιμενικό. «Ο φορέας δεν είναι αστυνομικό όργανο. Αν διαπιστώσει κάτι, πρέπει να κάνει καταγγελία στο Λιμεναρχείο και μετά να τρέχουν οι υπάλληλοι από την Αλόννησο στον Βόλο για τα δικαστήρια, όπου η κάθε υπόθεση μπορεί να πάρει και μερικές αναβολές», ανέφερε ο κ. Ιωσηφίδης.
Η διήμερη συνάντηση των φορέων (που επίσης διοργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το Ιδρυμα «Θάλασσα») είχε ως στόχο να υποστηρίξει τη συνεργασία ανάμεσα στους πιο έμπειρους (τους φορείς των Εθνικών Θαλάσσιων Πάρκων Αλοννήσου και Ζακύνθου) με όλους τους υπόλοιπους, που απέκτησαν μόλις πριν από ένα έτος θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές.
Φώκια με το μικρό της στο Θαλάσσιο Πάρκο Αλοννήσου.
Δύσκολα τα καλοκαίρια
Στη Ζάκυνθο, για παράδειγμα, τα ζητήματα είναι εντελώς διαφορετικά από την Αλόννησο. «Το καλοκαίρι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πολύ δύσκολη κατάσταση», αναφέρει ο αντιπρόεδρος του φορέα, Λοράν Σούρμπες. «Η Ζάκυνθος είχε πέρυσι 800.000 αφίξεις μόνο μέσω τσάρτερ, είναι ένας από τους μεγαλύτερους προορισμούς μαζικού τουρισμού στην Ελλάδα. Εχουμε όλα τα θεσμικά εργαλεία στα χέρια μας, αλλά πρόβλημα στην εφαρμογή τους. Είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε ιεράρχηση, δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους πάντες».
Σε άλλους φορείς το πρόβλημα είναι συγκεκριμένες δραστηριότητες. «Είχαμε την πρωτιά η Αλυκή Κίτρους στην Πιερία να αναδειχθεί η πιο ρυπασμένη ανάμεσα σε 22 παράκτιες περιοχές της Μεσογείου», ανέφερε η πρόεδρος του φορέα Θερμαϊκού, Αθηνά Παναγιώτου. «Σε έναν καθαρισμό συγκεντρώσαμε 7 τόνους απορριμμάτων, εκ των οποίων το 80% προέρχεται από τις μυδοκαλλιέργειες, από βαρέλια και πλαστικά σχοινιά έως κοινά απορρίμματα – πετούν τα πάντα στη θάλασσα». Για τους νέους φορείς διαχείρισης το ζήτημα είναι ότι πρέπει να ξεκινήσουν σχεδόν από το μηδέν. «Η προστατευόμενη περιοχή των Κυκλάδων περιλαμβάνει περίπου 30 μικρές περιοχές, διάσπαρτες στα νησιά», λέει στην «Κ» ο Παν. Βούρος, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του φορέα. «Ο φορέας δεν έχει περιβαλλοντικές μελέτες, εκτός από τη Γυάρο (όπου έγινε πολυετές κοινοτικό πρόγραμμα) και τη Μήλο (λόγω της απειλούμενης οχιάς). Τώρα προσπαθεί να οργανωθεί και ταυτόχρονα έχει πλήθος αιτημάτων, κυρίως για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και μεγάλα τουριστικά projects. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι αδύναμοι. Η τουριστική ανάπτυξη είναι τέτοια, που καθιστά ιδιαίτερα δύσκολη –και ενίοτε ενοχλητική– τη συζήτηση για προστασία της θάλασσας και των παράκτιων περιοχών».
«Να μπει τέλος στην ανεξέλεγκτη αλιεία»
Την ανάγκη δημιουργίας ενός δικτύου προστατευόμενων περιοχών στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, ως μέσου περιορισμού της υπεραλίευσης υποστηρίζουν τόσο οι ειδικοί επιστήμονες όσο και οι αλιείς. «Σήμερα όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με γνώμονα όχι την κατάσταση των θαλασσών, αλλά το εισόδημα των μεγάλων αλιέων. Η έννοια της θαλάσσιας προστασίας έχει αρχίσει μόλις τα τελευταία χρόνια να μπαίνει στη συζήτηση», λέει στην «Κ» ο Θανάσης Τσίκληρας, καθηγητής θαλάσσιας βιολογίας στο ΑΠΘ. «Η υπεραλίευση των θαλασσών μας είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη για όλους, εκτός από το υπουργείο, που επισήμως θεωρεί ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη πίεση στα ιχθυοαποθέματα και ότι υπάρχει ακόμα περιθώριο ανάπτυξης της αλιείας. Η μόνη κίνηση του υπουργείου είναι να παίρνει μέτρα για τη μείωση του αριθμού των αλιευτικών σκαφών με κοινοτική επιδότηση, κάτι που δεν έχει πια νόημα, αφού η τεχνολογία στην αλιεία έχει βελτιωθεί και η πίεση είναι ίδια ή μεγαλύτερη με λιγότερα σκάφη».
«Σήμερα πλέον καταλαβαίνουμε ότι αν δεν υπήρχε το Εθνικό Πάρκο, δεν θα υπήρχε αλιεία εδώ, όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές στο Αιγαίο», λέει ο Θεόδωρος Μαλαματένιας, αλιέας, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του φορέα της Αλοννήσου και αντιδήμαρχος. «Σήμερα έρχονται να ψαρέψουν στις περιοχές μας από την Κάλυμνο ή τη Χαλκιδική. Αν είχαν γίνει και άλλα θαλάσσια πάρκα, η κατάσταση στο Αιγαίο θα ήταν καλύτερη και οι ψαράδες δεν θα αναγκάζονταν να αναζητούν μεροκάματο σε άλλες περιοχές».
Οι αλιείς της Αλοννήσου εκτιμούν ότι ο αποκλεισμός της μέσης αλιείας (λ.χ. μηχανότρατες) από τα όρια του Εθνικού Πάρκου έχει αποδώσει. «Δεν είναι μόνο οι μηχανότρατες, είναι και οι υποτιθέμενοι ερασιτέχνες που κάνουν μεγάλη ζημιά, το Πιπέρι είναι πόλος έλξης. Ερχονται, βγάζουν ποσότητες μεγάλων ψαριών και τα πωλούν είτε στο νησί ή αλλού. Κατά τη γνώμη μου πρέπει η αλιεία στα εθνικά θαλάσσια πάρκα να επιτρέπεται μόνο στους ντόπιους ψαράδες ως αντισταθμιστικό μέσο. Επίσης να αποζημιωνόμαστε για τις ζημιές στα εργαλεία μας από τις φώκιες».
Την τελευταία ημέρα της συνάντησης στην Αλόννησο, οι φορείς κατέληξαν σε ένα κοινό ψήφισμα. Μεταξύ άλλων, ζητούν να παραμείνει και να ενισχυθεί το σημερινό καθεστώς των φορέων διαχείρισης (το υπουργείο Περιβάλλοντος εξετάζει την κατάργησή τους και τη μετακίνηση της αρμοδιότητας στις Περιφέρειες), να θεσμοθετηθούν άμεσα ρυθμίσεις αλιείας και να δημιουργηθεί ένα δίκτυο ελληνικών θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών. «Τελικά είναι καλύτερο να αφήσεις μια περιοχή όπως είναι παρά να τη φυλάξεις για ένα διάστημα και μετά να την εγκαταλείψεις», εκτιμά ο πρόεδρος της Εταιρείας για την Προστασία και τη Μελέτη της Μεσογειακής Φώκιας (MOm) Πάνος Δενδρινός. «Πρέπει να υπάρξει επιτέλους μια σταθερή πολιτική, να έχουν οι φορείς διαχείρισης μια σταθερή παρουσία. Ειδάλλως περνά μία δεκαετία και δεν βλέπεις αποτέλεσμα».