Οι επενδυτές συνυπολογίζουν το γεγονός ότι δεν υπήρξαν ρήξεις μεταξύ της κυβέρνησης και της Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό του 2020.

Οι επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων έχουν νικήσει φέτος και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, με το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου να υποχωρεί κατά περισσότερο από 72% από τις αρχές του 2019 και με τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων όλων των διαρκειών να διαμορφώνονται πλέον σε ιστορικά χαμηλά, ενώ στην πρόσφατη δημοπρασία εντόκων το επιτόκιο υποχώρησε υπό το μηδέν, κάτι που οδήγησε ακόμα και τον Μάριο Ντράγκι να το χαρακτηρίσει «ξεκάθαρη επιτυχία της χώρας». Αυτό το πρωτοφανές ράλι επιταχύνθηκε μετά τις εκλογές, με το ρίσκο της χώρας (country) να έχει ουσιαστικά εκμηδενιστεί. Πόσα περιθώρια έχει όμως για να συνεχιστεί;

Οπως εκτιμά μιλώντας στην «Κ» ο Σεμπάστιεν Γκάλι, ανώτερος μακροοικονομικός αναλυτής της Nordea Asset Management, το ράλι των ελληνικών ομολόγων θα συνεχιστεί με την απόδοση του 10ετούς να φθάνει στα επίπεδα του αντίστοιχου ιταλικού τίτλου. Σημειώνεται πως την Παρασκευή η απόδοση στο ελληνικό 10ετές διαμορφώθηκε στο 1,23%, ενώ στο ιταλικό άγγιξε τα όρια του 1%.

Σύμφωνα με τον κ. Γκάλι, το περιβάλλον χαμηλών αποδόσεων στην Ευρωζώνη, οι καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, ο χαμηλότερος πιστωτικός κίνδυνος γύρω από την Ελλάδα και η βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης θα στηρίξουν αυτήν την καλή πορεία για τους ελληνικούς τίτλους.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, πέντε είναι οι παράγοντες που θα καθορίσουν την πορεία των ελληνικών ομολόγων το επόμενο διάστημα.

1. Πολιτική ΕΚΤ, διεθνές περιβάλλον. Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και η αναμενόμενη συνέχισή της υπό την Κριστίν Λαγκάρντ θα στηρίξουν την αγορά ομολόγων της περιοχής. Οπως σημειώνει στην «Κ» η Μέλανι Ντεμπόνο, οικονομολόγος για την Ευρώπη στην Capital Economics, αν και το QE σε αυτήν τη φάση δεν «αφορά» την Ελλάδα, οι ελληνικοί τίτλοι θα επωφεληθούν από το γενικότερα θετικό κλίμα στα ομόλογα και από το γεγονός ότι προσφέρουν από τις ελκυστικότερες αποδόσεις στην περιοχή. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, η απόδοση των ελληνικών 10ετών ομολόγων μπορεί να αυξηθεί προς τα τέλη του έτους από το σημερινό 1,23% σε 1,50%, καθώς ο οίκος αναμένει ότι οι εμπορικές εντάσεις θα αναζωπυρωθούν και ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβαρυνθεί και θα προκαλέσει νέα περίοδο αποφυγής του ρίσκου αργότερα. Επιφυλακτική εμφανίζεται η Bank of America. Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, επικεφαλής στρατηγικής της αγοράς συναλλάγματος της τράπεζας, το έντονο ράλι των ελληνικών ομολόγων είναι δύσκολο να συνεχιστεί στο τρέχον περιβάλλον. «Αν μη τι άλλο, ανησυχούμε για τις υπερβολικές long θέσεις που υπάρχουν σήμερα στην παγκόσμια αγορά επιτοκίων, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπιεστούν, ειδικά εάν η Fed δεν μειώσει τα επιτόκια ξανά μετά τον Οκτώβριο».

2. Το μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας που διατηρεί η Ελλάδα μειώνει τους κινδύνους γύρω από τη χώρα. Αυτό, μαζί με τη μακρά μέση ωριμότητα του συνολικού χρέους της Ελλάδας, καθιστά τα ελληνικά ομόλογα ελκυστικά έναντι των άλλων χωρών. Στόχος του ΟΔΔΗΧ, όπως έχει γράψει η «Κ», είναι η διατήρηση και η «θωράκιση» του cash buffer μέχρι η Ελλάδα να μπει στο κλαμπ των χωρών που έχουν «επενδυτική βαθμίδα». Στον ΟΔΔΗΧ γνωρίζουν πως ύπαρξη, πάντως, αυτού του cash buffer είναι καθοριστική για τις αγορές και προσφέρει σημαντικό δίχτυ ασφαλείας για τη χώρα, έστω και εάν κοστίζει 500 εκατ. ευρώ ετησίως.

3. Η σχέση της κυβέρνησης με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και η πρόοδος στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν προαναγγελθεί. Οπως σημειώνει η κ. Ντεμπόνο, εξηγώντας το ράλι των ελληνικών ομολόγων το τελευταίο διάστημα, οι αγορές πιθανώς εκφράζουν την ικανοποίησή τους για το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ρήξεις μεταξύ της κυβέρνησης και της Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό 2020 που πρότεινε η ελληνική πλευρά. Οσο συνεχίζονται οι καλές σχέσεις με τους θεσμούς, οι αποδόσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να υποχωρήσουν περαιτέρω.

4. Αναβαθμίσεις. Η βελτίωση της πρόσβασης στις αγορές μετά και τις τέσσερις εξόδους που έχει πραγματοποιήσει ο ΟΔΔΗΧ (5ετές, 10ετές, 7ετές, επανέκδοση 10ετούς) και η ενίσχυση των προοπτικών της ανάπτυξης της οικονομίας εκτιμάται από την αγορά πως θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης, και την αρχή την έκανε η S&P την Παρασκευή προχωρώντας στην πρώτη «μετεκλογική» αναβάθμιση της Ελλάδα. Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο Γενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτής της αγοράς ομολόγων της Danske Bank, για να έρθει η επόμενη μεγάλη κίνηση στα ελληνικά ομόλογα, θα πρέπει η αξιολόγηση της Ελλάδας από τους οίκους να κινηθεί υψηλότερα. Μάλιστα, εάν η Ελλάδα περάσει το όριο της «επενδυτικής βαθμίδας», τότε τα ελληνικά ομόλογα θα κινηθούν πολύ ταχύτερα, καθώς θα ανοίξει η πόρτα συμμετοχής στο QE της ΕΚΤ και θα μπουν στο ραντάρ πολλών επενδυτών, αφού θα συμπεριληφθούν σε διάφορους δείκτες ομολόγων. Δεδομένης της ισχυρής πτώσης του κόστους χρηματοδότησης της Ελλάδα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αυτό να συμβεί το 2020.

5. Αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών. Σημαντικός παράγοντας στην ενίσχυση της επενδυτικής εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα και άρα στην αύξηση του ενδιαφέροντος των επενδυτών για τα ελληνικά assets, όπως τα ομόλογα, είναι η βελτίωση του τραπεζικού κλάδου. Η έγκριση του «Ηρακλή» ήταν πολύ καλό βήμα και σήμα για την αγορά, καθώς θα βοηθήσει σημαντικά στις προσπάθειες των τραπεζών για τη μείωση των NPLs/NPEs. Ωστόσο, σύμφωνα με τους αναλυτές, χρειάζεται να εφαρμοστούν και άλλες πρωτοβουλίες, έτσι ώστε οι δείκτες NPEs των ελληνικών τραπεζών να μειωθούν σε επίπεδα κάτω του 10% και κοντά στον ευρωπαϊκό μέσον όρο, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

Αναβάθμιση από την S&P 

Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε «ΒΒ-» από «Β+», με θετικές προοπτικές προχώρησε η Standard and Poor’s, όπως αναμενόταν ευρέως από την αγορά. Οπως σημειώνει ο οίκος, οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτήν την κίνηση είναι η πλήρης άρση των capital controls –η οποία και θα βελτιώσει την εμπιστοσύνη στην οικονομία– καθώς και η σημαντική μείωση των κινδύνων γύρω από τον προϋπολογισμό μετά τις αποφάσεις του ΣτΕ για τις μεταρρυθμίσεις του παρελθόντος σχετικά με τις συντάξεις του Δημοσίου. Οπως επισημαίνει, προβλέπει ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα κυμανθεί στο 2,5%, κατά μέσον όρο, το 2019-2020, με οδηγό την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, ενώ αφήνει ανοικτή την πόρτα για νέα αναβάθμιση. Οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε τέτοια κίνηση τους επόμενους 12 μήνες είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση των προοπτικών της ανάπτυξης, η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, καθώς και η σημαντική μείωση των NPΕs των ελληνικών τραπεζών.

kathimerini.gr