Το περασμένο Σάββατο 19/10 οι συντάκτες της «Καθημερινής» Ηλ. Μαγκλίνης («Οι επενδύσεις και οι μισθοί») και Βασ. Νέδος («Ποιότητα εργασίας(;)») έφεραν με τα σημειώματά τους, με ειλικρίνεια, ευαισθησία και τόλμη, τα οικονομικά – μισθολογικά – εργασιακά ζητήματα της χώρας, από τις οικονομικές σελίδες, στις πολιτικές σελίδες της «Καθημερινής».

Περιγράφοντας βασικά συμπτώματα στη σημερινή αγορά εργασίας (π.χ. καθήλωση μεγάλου αριθμού εργαζομένων σε αμοιβές 500-700 ευρώ, νέα κατάσταση του «έρπειν», «αυτό το ελεεινό σούρσιμο χωρίς προοπτική και χωρίς ανταμοιβή προς τους άριστους») προβληματίστηκαν για την προοπτική των πραγμάτων.

Κατ’ ουσίαν περιέγραψαν συμπτώματα του σημαντικότατου κινδύνου που αντιμετωπίζει –και υφίσταται– τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα: τον εγκλωβισμό και την καθήλωση της οικονομίας της στις χώρες περιορισμένης παραγωγικής βάσης, χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χαμηλών ειδικοτήτων, χαμηλής απασχόλησης και χαμηλών μισθών.

Ναι μεν η περιγραφή και η κατανόηση αυτών των φαινομένων ανήκει στην αρμοδιότητα των οικονομικών και των τεχνικών αναλύσεων και σελίδων, αλλά η αντιμετώπισή τους ανήκει στη σφαίρα της πολιτικής.

Η τεχνική λεπτομέρεια και ανάλυση μας λέει ότι πράγματι υπάρχει μισθολογική καθήλωση σε αμοιβές αυτού του εύρους, αλλά αυτή εντοπίζεται κυρίως σε ορισμένους κλάδους και σε ορισμένη κατηγορία επιχειρήσεων. Δεν πληρώνει ολόκληρη η ελληνική ιδιωτική οικονομία μισθούς των 700 ευρώ. Ο μέσος μισθός είναι περί τα 1.200 ευρώ. Δηλαδή, άλλοι κλάδοι και άλλες επιχειρήσεις πληρώνουν υψηλότερους του μέσου όρου μισθούς.

Οι κάτω του μέσου όρου μισθοί εντοπίζονται κυρίως σε κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο, η εστίαση, και κυρίως στις μικρές επιχειρήσεις αυτών καθώς και άλλων κλάδων. Στις επιχειρήσεις που απασχολούν έως 50 άτομα απασχολούνται τρεις από τους τέσσερις αμειβόμενους με χαμηλούς μισθούς. Στις μεσαίες επιχειρήσεις ο λόγος αυτός γίνεται 1 στους 2 και στις μεγάλες επιχειρήσεις 1 στους 10 εργαζομένους.

Οι άνω του μέσου όρου μισθοί κατά 15%-25% εντοπίζονται, αν αφήσουμε εκτός τον πάλαι ποτέ ευρύτερο δημόσιο τομέα, κυρίως στη μεταποίηση και στις επιχειρήσεις τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας. Δηλαδή, στους κλάδους που είναι ανοιχτοί στον διεθνή ανταγωνισμό και όπου οι βελτιώσεις της παραγωγικότητας είναι κεφαλαιώδους σημασίας, καθώς η επιχείρηση παραγωγός και οι εργαζόμενοι αυτής, προκειμένου να παραμείνουν στην αγορά, πρέπει να λειτουργούν ανταγωνιστικά και να κινούνται πλησίον του «τεχνολογικού συνόρου».

Αυτοί είναι κλάδοι των λεγόμενων διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών (μεταποιητικοί κλάδοι, τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας, μεταλλευτικές, διεθνείς μεταφορές, οργανωμένος τουρισμός, ανταγωνιστική γεωργία / αγροδιατροφή). Εκεί οι μισθοί είναι συγκριτικά υψηλότεροι, οι θέσεις εργασίας κυρίως πλήρους απασχόλησης και, με την εξαίρεση του τουρισμού, δεν είναι εποχικές.

Το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια, με την εξαίρεση του τουρισμού, η δημιουργία θέσεων εργασίας σε αυτούς τους κλάδους δεν ήταν ισχυρή, εξ ου και η παραγωγική καθήλωση. Η πλειονότητα των νέων θέσεων εργασίας την τελευταία πενταετία εντοπίζεται σε χαμηλά αμειβόμενη απασχόληση κυρίως στο εμπόριο και στην εστίαση. Αναγκαίες μεν, αλλά όχι ικανές.

Είναι γι’ αυτό θέμα πολιτικής επιλογής: η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στους κλάδους των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, ώστε να αποκτήσει αντίκρισμα η αδήριτη ανάγκη για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας. Είναι ακριβώς αυτοί οι κλάδοι, αυτές οι επιχειρήσεις που φέρνουν καλύτερα πληρωμένες δουλειές πλήρους απασχόλησης στη χώρα, δίνουν τη δυνατότητα στους νέους ανθρώπους με υψηλές δεξιότητες και προσόντα να παραμείνουν στην Ελλάδα και, εν συνεχεία, δίνουν προοπτική οργανωμένης και αξιοπρεπούς εργασίας στον ευρύτερο πληθυσμό.

Αυτοί οι κλάδοι, αν και τα τελευταία χρόνια η οικονομία κρατιέται σε θετικό πρόσημο λόγω της δικής τους παραγωγής, των δικών τους επενδύσεων, των δικών τους εξαγωγών, παραμένουν συγκριτικά με τις ευημερούσες ανεπτυγμένες κοινωνίες συγκριτικά ισχνοί. Είναι όμως η Ελλάδα που παράγει, και αυτή ορίζεται από κλάδους, από επιχειρήσεις και από επαγγέλματα, και σε αυτή θεωρούμε ότι πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας αν επιθυμούμε να βγούμε ως κοινωνία από την «κανονικότητα» της παραγωγικής καθήλωσης που περιέγραψαν οι κ. Ηλ. Μαγκλίνης και Βασ. Νέδος. Δύσκολο μεν, αναγκαίο δε, διότι δεν υπάρχει άλλη οδός.

* Ο κ. Χρήστος Α. Ιωάννου είναι διευθυντής του τομέα Απασχόλησης και Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ.

kathimerini.gr