Σημαντική τάση ανόδου της θερμοκρασίας των υδάτων στο Αιγαίο από το 1990 και μετά καταγράφει πρωτότυπη μελέτη ερευνητικής ομάδας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, που φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα η «Κ». Συγκεκριμένα, αναλύοντας όλα τα διαθέσιμα στοιχεία των τελευταίων ετών, η ερευνητική ομάδα Φυσικής Ωκεανογραφίας και Αριθμητικών Μοντέλων του ΕΚΠΑ κατέγραψε πως από το 1990 μέχρι το 2017 η θερμοκρασία της θάλασσας αυξάνεται στο Αιγαίο με ετήσιο ρυθμό περίπου 0,1° C το έτος. Ωστόσο, πρόκειται για μια τάση που αθροιστικά είναι ισχυρή. Ειδικά από το 2004 και μετά οι καμπύλες καταγραφής των μέσων θερμοκρασιών είναι έντονα αυξητικές στο Αιγαίο, διαμορφώνοντας μια ετήσια μέση θερμοκρασία στα επιφανειακά ύδατα (μέχρι 10 μέτρα βάθος) περίπου 20 βαθμούς Κελσίου.
Θερμότερες είναι οι θάλασσες που βρέχουν τα ελληνικά παράλια και στην περιοχή του Ιονίου και στο Κρητικό πέλαγος. Αξιοσημείωτο είναι πως η ερευνητική ομάδα της Φυσικής Ωκεανογραφίας δεν επεξεργάζεται στοιχεία μόνο για τα επιφανειακά ύδατα, που προφανώς επηρεάζονται περισσότερο από τις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, αλλά αντλούν δεδομένα από διάφορα βάθη και μέχρι τις 4.000 μέτρα. Η τάση ανόδου της θερμοκρασίας μοιάζει να κάνει… μακροβούτι και παρατηρείται και στη θαλάσσια στήλη από τη φωτεινή επιφάνεια μέχρι τον σκοτεινό βυθό, αν και με μικρότερη ένταση.
Τα θαλάσσια ρεύματα
Γιατί όμως θερμαίνονται τα νερά στο Αιγαίο τις τελευταίες δεκαετίες και ποια είναι η σχέση με τα θαλάσσια ρεύματα στη Μεσόγειο; Η ερευνητική ομάδα έχει μελετήσει και τις θερμοκρασιακές τάσεις στη Μεσόγειο, όπου καταγράφεται από το 1960 και μετά μια γενική τάση θέρμανσης των υδάτων, η οποία κατά μέσον όρο φτάνει τον 0,5 βαθμό Κελσίου στα σχεδόν 60 χρόνια μελέτης. Δεν πρόκειται για μια ομοιόμορφη τάση. Η θερμοκρασία αυξάνεται περισσότερο στη Δυτική Μεσόγειο, ενώ στη νοτιοανατολική λεκάνη παρατηρήθηκε ψύξη, όπως και στη Βόρεια Αδριατική και στον Κόλπο της Σύρτης (μεταξύ 1980-2017).
Τα μυστήρια της Μεσογείου και του Αιγαίου και τη σχέση αυτών των φαινομένων με τη διαδικασία της κλιματικής αλλαγής φωτίζει η «Κ» συζητώντας με τρεις συντελεστές της ερευνητικής ομάδας Φυσικής Ωκεανογραφίας και Αριθμητικών Μοντέλων, τον κ. Σαράντη Σοφιανό, επίκουρο καθηγητή στον τμήμα Φυσικής του ΕΚΠΑ και συντονιστή της ομάδας, τον δρα Βασίλη Βερβάτη επιστημονικό συνεργάτη του ΕΚΠΑ και την κ. Μαριλία Μαυροπούλου, υποψήφια διδάκτορα.
Παρότι η γενική τάση είναι η αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας, προκαλεί έκπληξη η μεγάλη ποικιλία μεταβολών στις διάφορες περιοχές της Μεσογείου. «Στην εποχή της κλιματικής αλλαγής καταγράφονται διαφορετικές τάσεις θέρμανσης, αλλά και ψύξης μεταξύ θαλάσσιων περιοχών. Καταρρίπτεται η απλοϊκή εικόνα μιας γενικευμένης και αργής θέρμανσης του πλανήτη και των ωκεανών. Οι μηχανισμοί που λειτουργούν είναι σύνθετοι. Για παράδειγμα, στους χάρτες που παρατίθενται, η Βόρεια Αδριατική παρουσιάζει έντονες τάσεις ψύξης σε αντίθεση με το Βόρειο Αιγαίο (και όλες τις θαλάσσιες περιοχές γύρω από την ηπειρωτική Ελλάδα), όπου τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφονται έντονες τάσεις θέρμανσης (κοντά στο 0,1° C ανά χρόνο), ύστερα από μία περίοδο σημαντικής ψύξης την περίοδο 1960-1990. Η διακύμανση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αλλαγών, που πέρα από τις ατμοσφαιρικές συνθήκες περιλαμβάνουν αλλαγές στην κυκλοφορία των νερών της Μεσογείου και επίδραση των σχετικά γλυκών νερών της Μαύρης Θάλασσας, που εισέρχονται στο Αιγαίο από το στενό των Δαρδανελλίων», λέει στην «Κ» ο κ. Σοφιανός.
Οι κλιματικές ταλαντώσεις
«Στην όλη παραπάνω διαδικασία πρέπει να συμπεριλάβουμε και την επίδραση των λεγόμενων φυσικών διακυμάνσεων του κλίματος, των κλιματικών ταλαντώσεων. Αυτές δεν οφείλονται άμεσα στις ανθρωπογενείς δραστηριότητες, αλλά αλληλοεπιδρούν με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής και περιπλέκουν την ατμοσφαιρική επίδραση και την κυκλοφορία μέσα στη Μεσόγειο», συμπληρώνει ο κ. Σοφιανός.
«Η κυρίαρχη κυκλοφορία των νερών στη Μεσόγειο Θάλασσα θυμίζει μια “αντίστροφη εκβολή ποταμού”, επειδή χάνει σταθερά νερό, καθώς οι απώλειες από εξάτμιση είναι πολύ μεγαλύτερες από την είσοδο νερού λόγω βροχής και ποταμιών. Επίσης αποβάλλει και θερμότητα προς την ατμόσφαιρα. Η αναπλήρωση του νερού γίνεται μέσω του στενού του Γιβραλτάρ, όπου εμφανίζεται επιφανειακή εισροή νερών (με σχετικά χαμηλή αλατότητα) του Βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού. Τα νερά αυτά ταξιδεύουν ανατολικά και γίνονται πιο αλμυρά και ψυχρά λόγω έντονης εξάτμισης και ψύξης. Η διεργασία αυτή δημιουργεί πυκνά νερά τα οποία βυθίζονται στις βαθιές λεκάνες της Μεσογείου, ενώ μέρος τους εκρέει μέσω των βαθύτερων σημείων του Γιβραλτάρ στον Ατλαντικό Ωκεανό», εξηγεί ο δρ Βερβάτης.
Τα βαθιά νερά, σε αντίθεση με τα επιφανειακά, δεν δέχονται την άμεση επίδραση της ατμόσφαιρας. Παρ’ όλα αυτά παρατηρούνται κι εκεί έντονες και απότομες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, σημειώνουν τα μέλη της ερευνητικής ομάδας, κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους της Μεσογείου. Στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε απότομη αύξηση της θερμοκρασίας σε βάθη μεγαλύτερα των 500 μέτρων (ύστερα από μια περίοδο απότομης ψύξης).
«Ο πολυσύνθετος χαρακτήρας των φαινομένων που διαμορφώνουν τη θαλάσσια θερμοκρασία στη Μεσόγειο καθιστά πολύπλοκη τόσο την καταγραφή όσο και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων των μετρήσεων. Ενας επιπλέον παράγοντας που δυσχεραίνει τη μελέτη και κατανόηση των αλλαγών που συμβαίνουν και τη σχέση τους με την κλιματική αλλαγή είναι η σποραδική και ανομοιόμορφη κατανομή των μετρήσεων. Υπάρχουν περιοχές της Μεσογείου με ικανοποιητικό αριθμό μετρήσεων και άλλες με ελάχιστες, ακόμη και ανύπαρκτες μετρήσεις», σημειώνει η κ. Μαυροπούλου.
Το δίκτυο των μετρήσεων
Η ερευνητική ομάδα του ΕΚΠΑ χρησιμοποίησε όλες τις διαθέσιμες επιτόπιες μετρήσεις των τελευταίων 58 ετών, με στόχο την ομογενοποίησή τους. Οι μετρήσεις προέρχονται κατά κύριο λόγο από ωκεανογραφικούς πλόες (μετρήσεις από ωκεανογραφικό σκάφος), ενώ τις τελευταίες δεκαετίες εμπλουτίστηκαν σημαντικά από αυτόνομους πλωτήρες, όργανα που αφήνονται στη θάλασσα και ανεβοκατεβαίνουν στην υδάτινη στήλη. «Για την κάλυψη των κενών στις μετρήσεις αξιοποιήθηκαν σύγχρονες αξιόπιστες στατιστικές μέθοδοι ανάλυσης δεδομένων, ώστε τα αποτελέσματα να μπορούν να “αναπτυχθούν” σε όλη τη Μεσόγειο», εξηγεί η κ. Μαυροπούλου.
Πίσω από το πολύ σημαντικό αυτό έργο βρίσκονται 20 χρόνια δουλειάς της ερευνητικής ομάδας Φυσικής Ωκεανογραφίας και Αριθμητικών Μοντέλων, η οποία δραστηριοποιείται και στη συστηματική παρακολούθηση και πρόγνωση του θαλάσσιου περιβάλλοντος με έμφαση στην Ανατολική Μεσόγειο και τις ελληνικές θάλασσες (συστήματα ALERMO και TRITON).