Οι Ευρωπαίοι δανειστές ανησυχούν και για τη χρηματοδότηση των κυβερνητικών μέτρων προκειμένου να εφαρμοστούν οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ.
Ενα νέο κύμα αναδρομικών διεκδικήσεων από δημοσίους υπαλλήλους, εν αναμονή μιας νέας δικαστικής απόφασης από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συμβουλίου, φαίνεται πως φοβίζει την Κομισιόν, στην τέταρτη έκθεση ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, την οποία έδωσε χθες στη δημοσιότητα. Μάλιστα, οι Ευρωπαίοι δανειστές εκφράζουν την ανησυχία τους και όσον αφορά τη χρηματοδότηση των κυβερνητικών μέτρων που αναμένεται να προωθηθούν προς ψήφιση στη Βουλή, σε εφαρμογή των πρόσφατων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).
Τα εργασιακά
Στον τομέα των εργασιακών, η έκθεση αποκαλύπτει ότι η επόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού θα πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο του 2020, έπειτα από διαδικασία διαβούλευσης που πρέπει να ξεκινήσει τον Φεβρουάριο, αλλά και το γεγονός ότι θα διενεργηθεί αξιολόγηση της διαδικασίας και των εξελίξεων στην αγορά εργασίας, με την τεχνική υποστήριξη της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αναφορά γίνεται και στις πρόσφατες αλλαγές που ψηφίστηκαν με τον αναπτυξιακό νόμο, με την Ε.Ε. να κρατάει στάση αναμονής, επισημαίνοντας ότι θα φανεί στην πράξη πώς οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις θα επηρεάσουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις στη χώρα μας.
Στον τομέα της πρόνοιας, τέλος, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αναφέρονται στην καθυστέρηση που παρατηρείται όσον αφορά την αξιολόγηση του πιλοτικού προγράμματος για την πιστοποίηση της αναπηρίας, λόγω «τεχνικών» προβλημάτων που είχαν ως αποτέλεσμα να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμη η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά και στην εν αναμονή αναθεώρηση των επιδοτήσεων σε ειδικές ομάδες πολιτών (ΑμεΑ, φοιτητές, άνεργοι, άτομα άνω των 65 ετών κ.λπ.) για τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
«Αγκάθι» φαίνεται πως είναι και η διαδικασία επανένταξης των δικαιούχων του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης στην αγορά εργασίας, με την κυβέρνηση να έχει ήδη δεσμευθεί για αναθεώρηση των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ με στόχο τον σχεδιασμό νέων προγραμμάτων. Οι προωθούμενες αλλαγές ήδη δοκιμάζονται σε πιλοτικό πρόγραμμα, ώστε αυτό να επεκταθεί σε εθνικό επίπεδο, σταδιακά, μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου του 2020.
Ειδικά για το ασφαλιστικό, στην έκθεση της Κομισιόν, αφού αναλύονται οι πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ, αναφέρεται η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να προωθήσει προς νομοθέτηση προτάσεις για την αντιμετώπιση των μέτρων που κρίθηκαν αντισυνταγματικές και σημειώνεται ότι υπάρχει δέσμευση ώστε «να βρεθούν λύσεις που να περιλαμβάνουν το κόστος της απαραίτητης τροποποίησης στον προϋπολογισμό του υπουργείου Εργασίας για το 2020». Κάτι που, σύμφωνα με τους Ευρωπαίους συντάκτες της έκθεσης, «θα είναι δύσκολο». Βέβαια, ξεκαθαρίζεται πως είναι πολύ νωρίς για να αξιολογηθεί εάν αυτό θα συμβεί, καθώς δεν έχει κατατεθεί συγκεκριμένο σχέδιο νόμου. Πρόσθετη αβεβαιότητα βεβαίως προκαλεί στους δανειστές η πρόσφατη απόφαση του 2ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου που έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις για την εισφορά αλληλεγγύης στους συνταξιούχους του δημόσιου τομέα, τα ποσοστά αναπλήρωσης της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης του 2016 και την ένταξη των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων του δημόσιου τομέα στον ΕΦΚΑ. Το θέμα έχει παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του δικαστηρίου και, σύμφωνα με τους εκπροσώπους των δανειστών, δεν αποκλείεται να φθάσει και έως το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Οι συντάξεις
Η Κομισιόν αναφέρεται και στις αυξήσεις των συντάξεων χηρείας και την παροχή «13ης σύνταξης» που νομοθέτησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και υλοποίησε η Ν.Δ., που καταργούν σημαντικά στοιχεία των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων του 2012 και του 2016 και οδηγούν σε αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.