Ο νέος νόμος του υπουργείου Υγείας δίνει τη δυνατότητα συμψηφισμού των επενδύσεων έρευνας και ανάπτυξης με τις υψηλές υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα.

Ενα από τα θέματα που μας άφησε η κρίση είναι η εμμονή που καλλιεργήθηκε σχετικά με τους δείκτες και τους συντελεστές. Δείκτες και συντελεστές που στην πλειονότητά τους οι πολίτες δεν κατανοούν σε βάθος, παρά μόνο χρησιμοποιούνται ως εργαλεία πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ομως η σημαντική δουλειά που γίνεται από τη νέα κυβέρνηση σε επίπεδο πρωτοβουλιών, με στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας, δεν πρέπει να βρει προσκόμματα σε τυχόν εμμονές. Στέκομαι στην άμεση μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 28% στο 24%. Μέτρο σωστό αλλά σε πρώτη φάση κυρίως επικοινωνιακό αναφορικά με τις επενδύσεις. Η άμεση μείωση που δρομολογείται, σε αντιπαραβολή με μια σταδιακή μείωση του συντελεστή στο 24% (ίσως εντός 3ετίας), δεν ενισχύει το (ήδη αυξημένο μετά τις εκλογές) ενδιαφέρον ξένων επενδυτών.

Ξεχνάμε ενίοτε πως για να πληρώσει μια επιχείρηση φόρους, πρέπει πρώτα από όλα να έχει κέρδη! Δυστυχώς για εμάς όμως, μόλις το 0,6% των επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα αποδίδει το 66% των φορολογικών εσόδων, ενώ στη συντριπτική τους πλειονότητα οι εγχώριες εταιρείες έχουν φορολογικές ζημίες. Μια άμεση φοροελάφρυνση λοιπόν ίσως έχει ένα πολύ μικρό αντίκτυπο για ελάχιστες μόνο εταιρείες ενώ τυχόν νέες επενδύσεις θα χρειαστούν χρόνο ωρίμανσης (αρκετών ετών) προτού φτάσουν να έχουν φορολογητέα κέρδη.

Αντίθετα, μια σταδιακή εφαρμογή της μείωσης θα μπορούσε μέσα στα επόμενα δύο ή τρία χρόνια (με ίδιο κόστος στον προϋπολογισμό) να επιτρέψει την αποπληρωμή των συσσωρευμένων υποχρεώσεων του κράτους προς τις επιχειρήσεις. Αυτό θα είχε διττή αναπτυξιακή χρησιμότητα: ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά που θα οδηγούσε και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ενώ συγχρόνως θα έστελνε ένα πιο ηχηρό μήνυμα στην επενδυτική κοινότητα – αυτό της αξιοπιστίας!

Σίγουρα υπάρχουν επικοινωνιακά οφέλη από την άμεση μείωση, τα οποία όμως πρέπει να αξιολογούνται με ρεαλισμό. Στα 16 συνολικά χρόνια εργασίας μου, εκ των οποίων τα 12 σε μεγάλες αγορές του εξωτερικού, κανένα fund και καμία πολυεθνική, με τα οποία συνεργάστηκα, δεν αξιολόγησε μια πιθανή επένδυση στην Ελλάδα (ή άλλη χώρα) με κύριο γνώμονα τον ονομαστικό φορολογικό συντελεστή.

Βασικούς άξονες επενδυτικών αποφάσεων αποτελούν:

1) Οι προοπτικές τις οικονομίας.

2) Η πολιτική σταθερότητα και το σταθερό νομικό πλαίσιο.

3) Η πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση.

4) Το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό.

Ακόμα και όταν η ανάλυση στην οποία και βασίζονται οι τελικές αποφάσεις φτάνει στο κομμάτι των φόρων, κανένας επενδυτής δεν χρησιμοποιεί τον ονομαστικό συντελεστή παρά μόνο τον πραγματικό συντελεστή (effective tax rate) ώστε να αξιολογήσει τις προοπτικές της επένδυσής του. Χωρίς να επεκταθώ, θα επισημάνω πως ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής στην Ελλάδα είναι πολλαπλάσιος του ονομαστικού και αυτό οφείλεται κυρίως στην κουλτούρα των ελέγχων, στην αδυναμία του κράτους να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του δημιουργώντας ανάγκες ακριβού δανεισμού στις επιχειρήσεις και σε άλλες μορφές φορολογίας, όπως χαρτόσημα, ειδικός φόρος ακινήτων κ.λπ.

Συνολικότερα όμως, η ευρύτερη πολιτική μείωσης της φορολογίας και η αναπτυξιακή agenda της νέας κυβέρνησης είναι χωρίς αμφιβολία προς τη σωστή κατεύθυνση. Τους τελευταίους άλλωστε μήνες έχουν υπάρξει νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες μπορούν κατά τη γνώμη μου να δημιουργήσουν μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική, έστω και αν υστερούν επικοινωνιακά σε σχέση με τη μείωση των συντελεστών. Ανάμεσα σε αυτές τις πρωτοβουλίες ξεχωρίζω τις νέες διατάξεις σχετικά με τα κίνητρα για τη διεξαγωγή κλινικών μελετών στην Ελλάδα.

Ο νέος νόμος του υπουργείου Υγείας δίνει τη δυνατότητα συμψηφισμού των επενδύσεων έρευνας και ανάπτυξης με τις υψηλές υποχρεωτικές επιστροφές (clawback) που καταβάλλουν οι φαρμακευτικές εταιρείες στην Ελλάδα. Ετσι, δημιουργούμε ίσως το πιο ελκυστικό πλαίσιο (μαζί με την Πορτογαλία) στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μπαίνοντας για τα καλά στο επενδυτικό μικροσκόπιο φαρμακευτικών κολοσσών.

Ο φαρμακευτικός κλάδος στην Ελλάδα δέχθηκε δριμεία επίθεση στα χρόνια της κρίσης, τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και σε επικοινωνιακό. Παρά ταύτα, οι διεθνείς φαρμακευτικές εταιρείες και οι πρωτοπόρες ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες ετοιμάζονται να επενδύσουν στη χώρα μας εκ νέου, δημιουργώντας πολλαπλά άμεσα και έμμεσα οφέλη για την οικονομία.

Οι αριθμοί σε αυτή την περίπτωση αποτυπώνουν απολύτως το δυνητικό όφελος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, συνολικά στην Ε.Ε. οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν σε κλινικές μελέτες περί τα 34 δισ. ευρώ και, ενώ μια χώρα του μεγέθους του Βελγίου απορροφά 2,8 δισ. ευρώ ετησίως, η Ελλάδα προσελκύει μονάχα 42 εκατ. ευρώ, τη στιγμή που η Κύπρος προσελκύει σχεδόν τα διπλάσια. Οφείλει να είναι πλέον εθνικός μας στόχος το να πλησιάσουμε απλά τον ευρωπαϊκό μέσον όρο, κάτι που θα μεταφραζόταν σε επενδύσεις 500 εκατ. ευρώ ετησίως.

Προκειμένου να προχωρήσουν τέτοια επενδυτικά σχέδια, θα πρέπει πρωτίστως να πειστούν οι εταιρείες του κλάδου για την ορθότητα και ταχύτητα των ευρύτερων διαδικασιών που σχετίζονται με τις καινούργιες διατάξεις. Οι προτάσεις λοιπόν που έρχονται από την αγορά αφορούν:

1) Την ταχύτατη έκδοση των σχετικών υπουργικών αποφάσεων,

2) Τη δημιουργία μιας ομάδας εργασίας που θα παρακολουθεί την πορεία διεξαγωγής των κλινικών μελετών, λύνοντας άμεσα τα προβλήματα που προκύπτουν και μειώνοντας σημαντικά τους απαιτούμενους χρόνους των εγκριτικών διαδικασιών (ειδικά στο επίπεδο του νοσοκομείου).

3) Την επιτάχυνση των διαδικασιών δίνοντας τη δυνατότητα επαλήθευσης από ελεγκτικές εταιρείες των φακέλων έρευνας και ανάπτυξης που υποβάλλονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες (μέτρο το οποίο έχει ήδη αξιολογηθεί από το υπουργείο Ανάπτυξης στο πλαίσιο των αναπτυξιακών έργων).  

Οι κλινικές μελέτες, εκτός του ότι θα συμβάλουν ριζικά στον επαναπατρισμό επιστημονικού δυναμικού, αποτελούν την επιτομή των άμεσων ξένων επενδύσεων, μιας και χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από τις μητρικές εταιρείες του εξωτερικού (μέσω συμβάσεων υπηρεσιών με τις εγχώριες θυγατρικές), και συνεπώς αυτή η ευκαιρία είναι πραγματικά μεγάλη και σημαντική για να μην αξιοποιηθεί.

* Ο κ. Αγγελος Μπένος είναι Tax Partner στην PwC Greece.

kathimerini.gr