Στην Ελλάδα, η δυναμική του ΤΠΔ παραμένει ανεκμετάλλευτη, αποτελώντας μονόδρομο η ανεμπόδιστη ανάδειξή του ως ενός εκ των βασικών πυλώνων χρηματοδότησης των έργων υποδομών και των έργων των τοπικών κοινωνιών.
Η ελληνική οικονομία στον ανοδικό κύκλο της βιώσιμης ανάπτυξης είναι αναγκασμένη να απορροφήσει νέα επενδυτικά κεφάλαια και να προλάβει τις εξελίξεις της επερχόμενης παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης. Σε τραπεζοκεντρικές χώρες όπως είναι η Ελλάδα, η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού τομέα αποτελεί προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων. Ωστόσο, την εποχή που ο τραπεζικός κλάδος, λόγω των κόκκινων δανείων, αδυνατεί να ανταποκριθεί άμεσα στον διαμεσολαβητικό του ρόλο και να παράσχει την απαραίτητη ρευστότητα, το ΤΠΔ αποτελεί τη φωτεινή εξαίρεση, καθώς χωρίς το βάρος των κόκκινων δάνειων μπορεί να αποτελέσει έναν εκ των βασικών πυλώνων παροχής ρευστότητας.
Στις ευρωπαϊκές χώρες όπως Γαλλία και Ιταλία, ο αντίστοιχος οργανισμός αποτελεί βασικό πυλώνα χρηματοδότησης, με σημαντικό μερίδιο αγοράς, μέσω της στρατηγικής τους τοποθέτησης στην περιφερειακή ισόρροπη ανάπτυξη, με καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία, αποτελώντας τον συνδετικό χρηματοδοτικό κρίκο ανάμεσα στις ελλείψεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, η δυναμική του ΤΠΔ παραμένει ανεκμετάλλευτη, αποτελώντας μονόδρομο η ανεμπόδιστη ανάδειξή του ως ενός εκ των βασικών πυλώνων χρηματοδότησης των έργων υποδομών και των έργων των τοπικών κοινωνιών. Η υλοποίηση των ανωτέρω μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός σχεδίου που περιλαμβάνει δύο βασικούς αλληλένδετους πυλώνες μέσα από ένα ενιαίο ταμείο, χωρίς τον διαχωρισμό του κλάδου των παρακαταθηκών. Η υλοποίηση του σχεδίου μπορεί να διοχετεύσει άμεσα στην αγορά ρευστότητα που θα ξεπεράσει το 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 2 δισ. ευρώ.
Ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει την πλήρη μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στο ΤΠΔ. Το σχέδιο αυτό θα δημιουργήσει αμοιβαία ασφάλεια ανάμεσα στις χρηματοδοτήσεις του ΤΠΔ, αλλά και στα προσδοκώμενα έσοδα των ΟΤΑ, θα δημιουργήσει το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» που απαιτείται στις πιστοδοτήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα μπορέσει να αντισταθμίσει-μειώσει τις ανομοιότητες εσόδων του ΕΝΦΙΑ ανάμεσα στους ΟΤΑ. Η ασφάλεια αυτή θα αυξήσει τη μόχλευση και εν γένει το επενδυτικό ρίσκο, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από επενδυτικά κεφάλαια και χρηματοοικονομικούς οργανισμούς για τη χρηματοδότηση νέων έργων.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η δημιουργία συμμετοχικού κεφαλαίου ανάμεσα στο ΤΠΔ, στους ΟΤΑ και σε επενδυτικούς αναπτυξιακούς οργανισμούς ή μη, όπου μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις παροχής ρευστότητας περίπου 2 δισ. ευρώ. Η υλοποίηση των ανωτέρω σχεδίων με τη μέθοδο του Project finance μπορεί να διοχετεύσει άνω των 20 δισ. ευρώ «φρέσκο» χρήμα μέχρι το 2030. Η υλοποίηση του καινοτόμου αυτού μοντέλου θα ωφελήσει όλους τους εμπλεκομένους και ιδίως την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς θα αυξήσει τις χρηματοδοτήσεις, την αξιολόγηση των νέων επενδυτικών έργων, ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξει από τους ΟΤΑ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την επιτυχία των νέων επενδύσεων, αφού θα εξαρτώνται τα έσοδά τους.
Οι ανωτέρω πυλώνες θα αποδεσμεύσουν κρατικούς πόρους του Π/Υ προς άλλες χρήσεις, ενώ ταυτόχρονα το ελληνικό Δημόσιο θα μπορέσει να βάλει στα ταμεία του τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ σε βάθος 3ετίας. Ωστόσο, το πιο σημαντικό όφελος, πέραν της περιφερειακής ανάπτυξης που αναμφισβήτητα θα ωφελήσει την ελληνική οικονομία, είναι η αλλαγή φιλοσοφίας και νοοτροπίας με την πλήρη και οριστική απεξάρτηση της χρηματοδότησης των ΟΤΑ από το κράτος. Η χρηματοοικονομική λειτουργία τους θα γίνεται με κριτήρια αγοράς, σπάζοντας οριστικά τον ομφάλιο λώρο ανάμεσα σε ΟΤΑ και κεντρική διοίκηση, που αποτέλεσε μία εκ των παθογενειών του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του.
* Ο δρ Παναγιώτης Ν. Σχίζας είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης του τμήματος Τραπεζικής και Χρηματοοικονομικών.