Μετά την οικονομική κρίση, ο ιδιωτικός τομέας των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων χωρών μπόρεσε να αξιοποιήσει τη δεξαμενή ρευστότητας που δημιουργήθηκε αυξάνοντας κατακόρυφα τις εισροές κεφαλαίων για τραπεζικό δανεισμό και εταιρικά ομόλογα. Κατά την ίδια περίοδο, οι ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις παρέμειναν αποκλεισμένες από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων και το κόστος δανεισμού τους αυξήθηκε υπέρμετρα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ (A Capital Market Union for Europe, Σεπτέμβριος 2019), το μέσο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων το 2015 ήταν 200 μ.β. υψηλότερο από το αντίστοιχο των γερμανικών, ενώ στην περίπτωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το κόστος δανεισμού ήταν 350 μονάδες βάσης υψηλότερο από το αντίστοιχο κόστος των γαλλικών.

Η σταδιακή αποκατάσταση της πρόσβασης ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στις αγορές κεφαλαίων αποτέλεσε μια από τις επενδυτικές προτεραιότητες της EBRD στην Ελλάδα από το 2016 μέχρι σήμερα. Οπως προκύπτει από τη διεθνή εμπειρία διαχείρισης συστημικών κρίσεων, η έκδοση κατάλληλα δομημένων χρεογράφων από τον ιδιωτικό τομέα ενισχύει τη φερεγγυότητα των εγχώριων επιχειρηματικών φορέων και αποτελεί το πρώτο βήμα ανάπτυξης δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, με θετικές επιπτώσεις στον περιορισμό της απομόχλευσης, στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και στην ανάκαμψη των επενδύσεων.

Η EBRD έχει επενδύσει συνολικά 502 εκατ. ευρώ σε 17 εκδόσεις ομολόγων από ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, η EBRD έχει επενδύσει σε 3 καλυμμένα ευρωομόλογα τραπεζών, σε 2 τιτλοποιήσεις δανείων, σε 6 εγχώρια και σε 6 διεθνή εταιρικά ομόλογα, με την ίδια συμμετοχή να κυμαίνεται από 2,9% μέχρι 25%, ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς και την εκδηλωθείσα ζήτηση ιδιωτών επενδυτών.

Το όλο εγχείρημα αξιολογείται ως επιτυχές. Τα χαρακτηριστικά (διάρκεια και τιμή) των εκδόσεων παρουσιάζουν βελτίωση, οι τράπεζες άρχισαν να εκδίδουν ομόλογα κεφαλαιακής ενίσχυσης και υπάρχει ενδιαφέρον για νέες εκδόσεις από εγχώριες επιχειρήσεις. Η αξιοπιστία των εκδόσεων έχει επιβεβαιωθεί από τις σχετικές εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης. Ειδικότερα, οι συστημικές τράπεζες μπόρεσαν γρήγορα να ανακτήσουν τη συμμετοχή τους σε διατραπεζικές πράξεις προσωρινής εκχώρησης και στη συνέχεια να αποκτήσουν πρόσβαση στις γραμμές αναχρηματοδότησης μηδενικού κόστους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Παράλληλα, η συνεργασία με την EBRD αποτέλεσε κίνητρο για στοχευμένη αύξηση της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οσον αφορά τους επιχειρηματικούς ομίλους, η απευθείας πρόσβαση στις αγορές αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για αναβάθμιση της εταιρικής διακυβέρνησης και διαμόρφωση αξιόπιστης στρατηγικής οργανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Επιπροσθέτως, οι πρόσφατες εκδόσεις εταιρικών ομολόγων αφορούν κατά κύριο λόγο νέες επενδύσεις, καθώς κλείνει ο κύκλος αναχρηματοδότησης των δανείων υψηλού κόστους από την περίοδο της κρίσης.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, οι εκδόσεις ομολόγων τραπεζών και επιχειρήσεων κατά την επόμενη τριετία θα ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ. Δεν προβλέπεται να προκύψουν προβλήματα υπερπροσφοράς, διότι τα χρεόγραφα που θα διατεθούν απευθύνονται σε επενδυτές με διαφορετικές αντοχές ανάληψης κινδύνου. Η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης θα καθορίσει τα όρια έκθεσης θεσμικών επενδυτών, ενώ η ομογενοποίηση των διαδικασιών και τα κίνητρα για επενδύσεις ιδιωτών μέσω της εγχώριας κεφαλαιαγοράς θα μπορούσαν να περιορίσουν τις εξωγενείς διακυμάνσεις από τη συνεχιζόμενη αύξηση της αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικοί εκδότες πρέπει να γνωρίζουν ότι το κόστος πρόσβασης στις αγορές θα επηρεαστεί από τις διαθέσεις των επενδυτών ως προς τις αμοιβές κινδύνου και κατά περίπτωση από τις επενδυτικές προοπτικές των εγχώριων τραπεζών και επιχειρήσεων. Το μακροοικονομικό όφελος από την εμβάθυνση της αγοράς ομολόγων θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο αν συνδυαστεί με την αξιοποίηση της μεταφοράς των SMP-ANFA στον ελληνικό προϋπολογισμό. Η αγορά ομολόγων προσφέρει στους επενδυτές μια αξιόπιστη διαδικασία αποτίμησης των προοπτικών κερδοφορίας του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα και μπορεί να αξιοποιηθεί κατά την αναζήτηση πόρων για τη γεφύρωση του χάσματος επενδυτικής χρηματοδότησης στην ελληνική οικονομία.

* Ο κ. Αντώνης Μπαρτζώκας είναι μέλος του Δ.Σ. της EBRD και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

kathimerini.gr