Τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερο αδερφό παρουσιάζουν χειρότερες γλωσσικές επιδόσεις από αυτά που έχουν μεγαλύτερη αδερφή , σύμφωνα με νέα γαλλική έρευνα.

Τα αποτελέσματα της μελέτης, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Psychological Science», έδειξαν ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν με μεγαλύτερο αδερφό παρουσιάζουν καθυστερημένη γλωσσική ανάπτυξη, ενώ αυτή είναι ιδανική για εκείνα που έχουν μεγαλύτερη αδερφή.

Αν και είναι πράγματι ελκυστικό να σκεφτούμε ότι τα παιδιά που έχουν μεγαλύτερο αδερφό ή αδερφή θα μιλήσουν γρηγορότερα, δεδομένου ότι θα βρίσκονται σε ένα περιβάλλον με περισσότερα γλωσσικά ερεθίσματα, οι πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι συμβαίνει το αντίθετο.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν 1.000 παιδιά, από την ομάδα EDEN, από τη γέννηση τους μέχρι και τα πεντέμισι χρόνια. Οι γλωσσικές τους ικανότητες αξιολογήθηκαν στα 2 στα 3 και στα 5,5 έτη, μετρώντας διαφορετικούς τομείς της γλώσσας (λεξιλόγιο, σύνταξη, κατανόηση κειμένου).

Βρέθηκε ότι τα παιδιά που είχαν μεγάλο αδερφό είχαν μια περίπου δίμηνη καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη συγκριτικά με εκείνα που είχαν μεγάλη αδερφή.

Υπάρχουν δύο πιθανές υποθέσεις που εξηγούν αυτό το εύρημα:

Πρώτον, τα κορίτσια είναι πολύ πιο πρόθυμα να μιλάνε στα μικρότερα τους αδέρφια απ’ ότι τα αγόρια, αντισταθμίζοντας έτσι τη μικρότερη διαθεσιμότητα των γονιών.

Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση τα κορίτσια ανταγωνίζονται πολύ περισσότερο απ’ ότι τα αγόρια με τα αδέρφια τους για την προσοχή των γονέων.

Βέβαια και οι μεγάλοι αδερφοί έχουν να προσφέρουν πολλά στα μικρότερα αδέρφια, όπως προστασία από δυνάμει ‘τραμπούκους’ στις παιδικές χαρές και απόσπαση του θυμού των γονέων, αλλά επηρεάζουν αρνητικά την γλωσσική ανάπτυξη.

Οι ερευνητές φιλοδοξούν να εξετάσουν και την επίδραση της κουλτούρας, ιδιαίτερα της συγκεκριμένης γεωγραφικής καταγωγής σε αυτά τα αποτελέσματα.

Η έρευνα διεξήχθη σε συνεργασία του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας (CNRS), του νοσοκομείου του Παρισίου AP-HP, του ιδρύματος ερευνών EHESS, του πανεπιστημίου του Παρισίου ENS και του γαλλικού ερευνητικού ιδρύματος INSERM.

Πηγή