Στην πέμπτη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. βρίσκεται πλέον η ελληνική αγορά κατοικίας, με βάση τον ρυθμό ανόδου των τιμών κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου του 2019. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat για την Ε.Ε., μόνο τέσσερις χώρες κατέγραψαν ταχύτερο ρυθμό ανόδου των τιμών σε σχέση με την Ελλάδα, όπου η αύξηση κατά τους δείκτες της Τράπεζας της Ελλάδος διαμορφώθηκε σε 9,1%. Ειδικότερα, υψηλότερη άνοδος τιμών συγκριτικά με την ελληνική αγορά κατοικίας παρατηρήθηκε μόνο σε Λετονία (13,5%), Σλοβακία (11,5%), Λουξεμβούργο (11,3%) και Πορτογαλία (10,3%). Πρόκειται για εκ διαμέτρου αντίθετη εικόνα σε σχέση με εκείνη που παρουσίαζε η ελληνική αγορά κατοικίας τα προηγούμενα χρόνια, όταν στην αντίστοιχη σύγκριση του δείκτη τιμών της Eurostat αποτελούσε μια από τις ελάχιστες χώρες όπου οι τιμές υποχωρούσαν. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι ο ρυθμός ανόδου των τιμών στην Ελλάδα επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια του 2019. Ειδικότερα, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΤτΕ, οι τιμές κατά το πρώτο τρίμηνο του 2019 αυξήθηκαν κατά 5,3% σε ετήσια βάση, ενώ κατά το δεύτερο τρίμηνο η άνοδος άγγιξε το 7,7%. Συνολικά, κατά το εννεάμηνο του 2019 σε πανελλαδικό επίπεδο, η αύξηση άγγιξε το 7,4%, ενώ στην Αθήνα η άνοδος των τιμών κατά το ίδιο διάστημα ανήλθε σε 10,3%. Αντίστοιχα, το 2018 η μέση άνοδος δεν είχε ξεπεράσει το 1,8%.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς ακινήτων, καθοριστικό ρόλο στην ανάκαμψη αυτή, η οποία χρονολογείται από τις αρχές του 2018 αλλά έλαβε στοιχεία έντονης ανόδου κυρίως πέρυσι, έχουν διαδραματίσει οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό για την απόκτηση ακινήτων, κυρίως στον τομέα των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Συγκεκριμένα, το 2018 σημειώθηκε αύξηση των εισροών κατά 172,1% σε συνολικά 1,12 δισ. ευρώ, έναντι 414,7 εκατ. ευρώ το 2017. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία), καθώς σημειώθηκε άνοδος κατά 94,6% σε 736,6 εκατ. ευρώ, από 378,5 εκατ. ευρώ κατά την αντίστοιχη περίοδο του έτους που προηγήθηκε. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη συνεχιζόμενη βελτίωση των επιδόσεων του τουριστικού κλάδου, στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα και στην προσδοκία των επενδυτών για περαιτέρω αύξηση των αποδόσεων των κεφαλαίων τους χάρη στην υψηλή απήχηση του κλάδου των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Σε σχετική ανάλυσή της η Alpha Bank αναφέρει ότι, πέραν της δεδομένης βελτίωσης του οικονομικού κλίματος στη χώρα, αλλά και των προσδοκιών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, καθοριστική συμβολή στην ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων στην Ελλάδα διαδραμάτισε κατ’ αρχάς η εντυπωσιακή ανάπτυξη της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων στη χώρα και το λανσάρισμα του προγράμματος χορήγησης αδειών παραμονής σε πολίτες χωρών εκτός Ε.Ε. μέσω της απόκτησης ακινήτων αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ.
Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι τα οφέλη από την ανάκαμψη αυτή της αγοράς ακινήτων στην οικονομία. Κατ’ αρχάς, σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, οι υψηλότερες αξίες των ακινήτων μεταφράζονται σε άνοδο των ενέχυρων των δανείων των τραπεζών, βελτιώνοντας έτσι την κεφαλαιακή τους θέση. Επίσης, ενισχύεται και η αξία των δικών τους ακινήτων, ενώ θετική είναι η συνεισφορά (των υψηλότερων τιμών) και στα χαρτοφυλάκια των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δεύτερον, σύμφωνα με την Alpha Bank, υπάρχει σημαντικό όφελος και για τον πλούτο των νοικοκυριών, δεδομένου του υψηλού ποσοστού ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα (73%).
Οι αξίες των κατοικιών παραμένουν υποτιμημένες
Συνολικά από το τέταρτο τρίμηνο του 2017 και μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2019, οι τιμές πώλησης κατοικιών στην Ελλάδα έχουν ανακάμψει κατά 11,5%, ανακτώντας με τον τρόπο αυτό ένα μέρος των απωλειών της τάξεως του 42,5%, οι οποίες σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο και η σχετική ανάλυση της Alpha Bank σημειώνει ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα παραμένουν υποτιμημένες σήμερα.
Εν τω μεταξύ, σε σχετική έρευνα η Eurostat ανέφερε χθες ότι η ελληνική αγορά αποτελεί μία από τις πλέον υποτιμημένες μεταξύ των υπολοίπων χωρών της Ε.Ε. Συγκεκριμένα, παρατηρώντας τη διαχρονική πορεία των τιμών πώλησης κατοικιών και των ενοικίων από το 2007 μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2019, προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, ενώ οι τιμές των ενοικίων (πλην της Ελλάδας) ακολουθούν σταθερά ανοδική πορεία, οι τιμές πώλησης εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Ειδικότερα, έπειτα από μια σημαντική πτώση μετά τη διεθνή οικονομική ύφεση ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης της Lehhman Brothers το 2008, οι τιμές των κατοικιών στην Ε.Ε. ακολούθησαν, σε μεγάλο βαθμό, σταθεροποιητική πορεία από το 2009 έως το 2014. Από το 2015 κινούνται ανοδικά, και μάλιστα με σημαντικά ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τα ενοίκια. Η μεγαλύτερη αύξηση από το 2007 έως και το τρίτο τρίμηνο εντοπίζεται στην Αυστρία με 85,5%, ενώ ακολουθούν το Λουξεμβούργο με 80,6% και η Σουηδία με 80,3%. Αντιθέτως, στην Ελλάδα το ίδιο χρονικό διάστημα οι τιμές υποχώρησαν κατά 40%. Ανάλογη εικόνα καταγράφεται και στις τιμές των ενοικίων, με το σύνολο των χωρών της Ε.Ε. να σημειώνουν αύξηση, πλην της Ελλάδας όπου τα ενοίκια μειώθηκαν κατά 17,5%.