Οι άρον άρον ρυθμίσεις των ασφαλιστικών οφειλών τους στις οποίες προχώρησαν την περασμένη εβδομάδα οι ελληνικές επιχειρήσεις καζίνο, αλλά και οι ανακλήσεις αδειών που επέβαλε την περασμένη Πέμπτη η Επιτροπή Ελέγχου και Εποπτείας των Παιγνίων (ΕΕΕΠ), κατέδειξε το μέγεθος του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί στην εγχώρια αγορά των καζίνο. Σύμφωνα δε με όλες τις ενδείξεις, τους επόμενους μήνες πρόκειται να δημιουργηθούν στη χώρα μας νέες επιχειρήσεις «κουφάρια», με εκατοντάδες απλήρωτους εργαζόμενους που θα οδηγηθούν στην ανεργία και με οφειλές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ προς ασφαλιστικά ταμεία και Δημόσιο και πιθανόν προς τρίτους.
Για τη δημιουργία αυτού του ζοφερού σκηνικού, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Πρωτίστως, ήταν η υποτίμηση των επιπτώσεων του Διαδικτύου και των online υπηρεσιών του. Η πορεία που έλαβε το Διαδίκτυο από το 2006 και μετά ήταν κατακλυσμιαία, και όπως αναφέρει έμπειρο στέλεχος της αγοράς καζίνο, δύσκολα μπορούσε να προβλεφθεί. «Δεν περιμέναμε αυτή την απότομη στροφή. Μέσα σε πέντε με δέκα χρόνια, οι παίκτες να σηκωθούν από τα τραπέζια και να στραφούν στο κινητό τηλέφωνο», λέει χαρακτηριστικά.
Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες. Για παράδειγμα, την εποχή που γιγαντώνεται η χρήση του Internet, ταυτόχρονα η χώρα εισέρχεται στο τούνελ της ύφεσης. Σχεδόν το 25% του εισοδήματος των Ελλήνων θα χαθεί τα επόμενα 4-5 χρόνια, καθιστώντας τις επισκέψεις των Ελλήνων στα καζίνο πιο ακριβές και πιο αραιές.
Την αρνητική αυτή κατάσταση για τους επιχειρηματίες των καζίνο, επέτεινε η ιδιωτικοποίηση του ΟΠΑΠ. Η τελευταία για να καταστεί πιο ελκυστική σε μια δύσκολη εποχή, προικίστηκε από την κυβέρνηση με νέα παιχνίδια και δικαιώματα. Το γεγονός δε ότι την πρώην κρατική επιχείρηση την ανέλαβε ένας δυναμικός και αποτελεσματικός παίκτης (Sazka Group), αποτέλεσε άλλη μια εξέλιξη που δεν πρόβλεψαν οι επιχειρηματίες των καζίνο. Ετσι ο ιδιωτικός ΟΠΑΠ κατάφερε να προσαρμοστεί καλύτερα απ’ ό,τι οι επιχειρήσεις καζίνο. Οι τελευταίες είδαν στο τέλος της κρίσης να χάνουν πάνω από τα 2/3 των ακαθάριστων εσόδων τους και από περίπου 777 εκατ. ευρώ που ήταν το 2007, υποχώρησαν σε 253 εκατ. ευρώ το 2017.
Ευθύνες, όμως, υπάρχουν και στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Οι τελευταίες στο όνομα της διατήρησης των θέσεων εργασίας –αν όχι για άλλους λόγους π.χ. ψηφοθηρικούς κ.λπ.– άφηναν «χαλαρές» τις επιχειρήσεις, είτε όφειλαν σε προσωπικό, είτε σε ασφαλιστικά ταμεία ή ακόμη και στο ελληνικό Δημόσιο. Το τελευταίο κάθε φορά που επιχειρούσε να «σφίξει τα λουριά», είχε θεαματικά αποτελέσματα.
Αυτό συνέβη το 2013, με τη ρύθμιση που έφερε η Επιτροπή Παιγνίων (ΕΕΕΠ) να καταβάλλεται αυθημερόν ο φόρος των παιγνίων μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής. Η ποινή της μη καταβολής του φόρου στο τέλος της ημέρας, ήταν ανάκληση της άδειας του καζίνο. Εκτοτε, κανένα καζίνο δεν καθυστέρησε την οφειλή του προς το Δημόσιο.
Το ίδιο συνέβη και την περασμένη εβδομάδα. Μόλις τα καζίνο συνειδητοποίησαν ότι επίκειται ανάκληση αδειών, έτρεξαν να ρυθμίσουν τις οφειλές τους. Ετσι περιχαρής η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας την περασμένη Παρασκευή έκανε λόγο για ρύθμιση του 60% των οφειλών των καζίνο. «Αν η πίεση αυτή ασκούνταν πιο συχνά, πιθανώς οι (ασφαλιστικές) οφειλές των καζίνο να μην έφταναν τα 100 εκατ. ευρώ και οι διοικήσεις τους να ήταν πιο συνεπείς και προσεκτικές», παραδέχεται στέλεχος της αγοράς.
Οι πιο σημαντικές ευθύνες, ωστόσο, βρίσκονται στις ίδιες τις διοικήσεις των επιχειρήσεων. Αυτές δεν διέγνωσαν εγκαίρως την αλλαγή του περιβάλλοντος και κυρίως, όταν άρχισαν οι δύσκολες ημέρες της κρίσης, δεν στήριξαν επαρκώς τις επιχειρήσεις τους. Οι επενδύσεις μετά το 2010 ήταν σχεδόν μηδαμινές, ενώ παράλληλα οι περικοπές προσωπικού που έγιναν ήταν πολύ μικρές σε σχέση με τη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων τους.
Λίγοι και ισχυροί παίκτες στη νέα αγορά των καζίνο
Το νέο τοπίο στην αγορά καζίνο που ξημερώνει θα είναι εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Η αγορά που σχηματίζεται σήμερα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα περιλάβει λιγότερους, αλλά καλύτερους παίκτες. Επιπλέον, οι επισκέπτες των σύγχρονων ναών της «θεάς τύχης» θα αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά που είχαν οι παίκτες των πρώιμων ελληνικών καζίνο: «βαθιές τσέπες» και υψηλές απαιτήσεις για την εμπειρία που θα τους παρέχεται κατά την παραμονή τους σε αυτά.
«Το “gambling (στοιχηματισμός)” των καζίνο θα αντικατασταθεί από το “entertainment (διασκέδαση)”», παραδέχεται έμπειρο στέλεχος της αγοράς. Ο ίδιος επικαλείται την εμπειρία της αμερικανικής αγοράς, η οποία ήδη έχει μετασχηματιστεί σε αυτή την κατεύθυνση. Ο νέος πελάτης του καζίνο δεν επιδιώκει μόνον την πρόκληση της τύχης αλλά τη συνολική εμπειρία, μέρος της οποίας μπορεί να είναι το ρίξιμο των ζαριών, το τράβηγμα ενός χαρτιού κ.ο.κ. «Ακόμη και στο Λας Βέγκας, μόνο το 25% των εσόδων των καζίνο προέρχεται από τα τυχερά παίγνια σήμερα», προσθέτουν οι ειδικοί, σημειώνοντας ότι το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι ελληνικές επιχειρήσεις, όσες από αυτές επιβιώσουν. Οι πιο πολλές από αυτές σήμερα δεν διαθέτουν καν ιστότοπο σε άλλες γλώσσες πλην της ελληνικής. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι έχουν έδρα σε προορισμούς που θεωρούνται κατ’ εξοχήν τουριστικοί (π.χ. Κέρκυρα, Ρόδος). Οι περισσότερες επιχειρήσεις συνεχίζουν να απευθύνονται σε ένα περιορισμένο κοινό της χώρας, που πιθανώς και να είναι εθισμένο στα τυχερά παίγνια.
Η σύγχρονη αγορά καζίνο θα πρέπει όμως να αποκτήσει και κάποια ελιτίστικα ή/και κοσμοπολίτικα χαρακτηριστικά, αντίστοιχα με εκείνα της περιόδου προ της δεκαετίας του ’90. Αυτό αναμένεται να συμβεί τόσο στην περίπτωση του καζίνο στο Ελληνικό, αλλά και στη μετεγκατάσταση του καζίνο της Πάρνηθας. Οι δύο ενδιαφερόμενοι επενδυτές θα τοποθετήσουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου να προσελκύσουν προσωπικότητες αναγνωρισμένες με μεγάλη οικονομική άνεση, πολλές από τις οποίες δεν θα προέρχονται από την Ελλάδα, κ.λπ. Αυτό όμως, όπως αναφέρουν οι άνθρωποι της αγοράς, δεν σημαίνει ότι δεν θα δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους και οι λιγότερο προνομιούχοι Ελληνες. Οι τελευταίοι θα αναμετρούνται με την τύχη τους στο Διαδίκτυο και στα σημεία πώλησης του ΟΠΑΠ. Αντίθετα, στα νέα καζίνο που πρόκειται να δημιουργηθούν σε Αττική, Μύκονο, Κρήτη, Σαντορίνη κ.α., εκτιμάται ότι θα βρίσκουν καταφύγιο Ελληνες και ξένοι με μεγάλα πορτοφόλια και υψηλές απαιτήσεις.
Η κρίση της περασμένης δεκαετίας δημιούργησε μια μικρή στρατιά επισκεπτών καζίνο, που έχοντας περιορισμένο εισόδημα κατευθύνθηκαν κυρίως στα αποκαλούμενα «φρουτάκια» (slot machines ή VLTs). Ο συνωστισμός αυτός αποδίδεται στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα παίγνια επιτρέπουν υψηλότερη ανακύκλωση κερδών. Αυτό σημαίνει ότι ο παίκτης παίζει περισσότερη ώρα και με λιγότερα χρήματα. Το καζίνο, όμως, κερδίζει λιγότερα.
Αντίθετα στα παραδοσιακά παιχνίδια σε τραπέζια (ρουλέτα, black jack κ.λπ.), όπου το ρίσκο είναι μεγαλύτερο για τους παίκτες, η επισκεψιμότητα είναι χαμηλή. Σύμφωνα με την ΕΕΕΠ, ο τζίρος στις ρουλέτες κατά την περίοδο 2008-2017 περιορίσθηκε κατά 75%, στα τραπέζια black jack κατά 73% και στα τραπέζια πόκερ κατά 48%. Στα «φρουτάκια» ο τζίρος περιορίσθηκε μόλις 20%. Πλέον, το 70% του τζίρου πραγματοποιείται στις συγκεκριμένες μηχανές με το 2017 να ξεπερνά το 1,12 δισ. ευρώ, σε σύνολο 1,58 δισ. ευρώ.
Μεγάλο μέρος της συγκεκριμένης αγοράς τώρα μετακινείται στα Opap Play που (γεωγραφικά) είναι πιο προσιτή. Υπό την έννοια αυτή, η δημιουργία των Opap Play μετασχηματίζει σήμερα την αγορά των καζίνο ριζικά. Στην πράξη, τα καταστήματα του ΟΠΑΠ αποτέλεσαν το εισιτήριο «εισόδου» των καζίνο στον αστικό ιστό των πόλεων, αφού η λειτουργία τους κατέστησε αχρείαστο τον εξοβελισμό τους εκτός των πόλεων, για λόγους προστασίας του κοινού. Προς την ίδια κατεύθυνση συνέβαλε και το καζίνο του Ελληνικού που θα ανεγερθεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Το Ελληνικό, από τη στιγμή που ο προτιμητέος επενδυτής (Lamda Development) έθεσε ως βασική προϋπόθεση τη δημιουργία καζίνο στην αξιοποίηση της έκτασης, είναι ο τρίτος κατά σειράν παράγοντας που μετασχηματίζει την αγορά αυτή στη χώρα μας. Το καζίνο αυτό όχι μόνον κατευθύνει τα υπόλοιπα στις πόλεις, αλλά επιπλέον οδηγεί στον εξορθολογισμό της αγοράς.