Αυτό το άρθρο διερευνά το πρόβλημα της δημοσίευσης ή μη των ισολογισμών στο τέλος κάθε λογιστικού έτους. Αφορά κυρίως τους υφιστάμενους και πιθανούς επενδυτές/δανειστές, τους ορκωτούς ελεγκτές και τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές για τη νέα δεκαετία. Ενα πιθανό κενό λογιστικής πληροφόρησης, όμως, θα μειώσει την αποτελεσματικότητα τόσο του πρόσφατου νόμου «Επενδύω στην Ελλάδα» όσο και του αναμενόμενου νόμου για την «Εταιρική Ευθύνη».

Σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο λογιστικής της χώρας μας – τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα (ΕΛΠ, ν. 4308/2014) αναφέρουν ότι:

«Οι παρακάτω οντότητες εφαρμόζουν τις ρυθμίσεις αυτού του νόμου: α) Α.Ε., ΕΠΕ, Ε.Ε. κατά μετοχές και ΙΚΕ. β) Νομικά πρόσωπα που έχουν τη μορφή της Ο.Ε. ή Ε.Ε., όταν όλοι οι άμεσοι ή έμμεσοι εταίροι των προσώπων αυτών έχουν περιορισμένη ευθύνη. γ) Ε.Ε., Ο.Ε., ατομική επιχείρηση».

Αυτή η διαφοροποίηση των περιπτώσεων β, γ συνδυάστηκε με νομοθετικές διατάξεις στα επόμενα χρόνια που προκαλούν τα παρακάτω δύο προβλήματα σχετικά με:

1. Την υποχρέωση δημοσίευσης ή δημοσιοποίησης των χρηματoοικονομικών καταστάσεων.

2. Την υποχρέωση ελέγχου από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές ή ελεγκτικές εταιρείες.

Συγκεκριμένα, τόσο ο ν. 4403/2016 όσο και ο ν. 4635/2019 υποχρεώνουν σε δημοσιοποίηση ισολογισμών μόνο τις περιπτώσεις α, β των ΕΛΠ, ενώ ο ν. 4336/2016 προβλέπει «τακτικό έλεγχο από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές (ΟΕΛ) μόνο για τις περιπτώσεις α, β των ΕΛΠ. Ετσι, παρουσιάζονται τα δύο προαναφερθέντα προβλήματα στην περίπτωση γ των ΕΛΠ, όπου περιλαμβάνονται και οντότητες με τεράστια μεγέθη (έσοδα, αριθμός εργαζομένων, ενεργητικό) που δεν έχουν τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις.

Σύμφωνα με τις βάσεις δεδομένων του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) για το 2019, επί συνόλου 781.994 οντοτήτων, οι περιπτώσεις α, β των ΕΛΠ ανέρχονται σε 99.366 (13%) και η περίπτωση γ των ΕΛΠ ανέρχεται σε 679.135 (87%). Από τις 679.135 οντότητες, όσες τηρούν διπλογραφικό σύστημα δεν υποχρεούνται να δημοσιοποιούν χρηματοοικονομικές καταστάσεις και όσες είναι μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους δεν υποχρεούνται σε έλεγχο από ορκωτούς.

Επομένως, ανάλογα με τη νομική μορφή της επιχείρησης και τη συχνή ή όχι αλλαγή των καταστατικών τους, επιτρέπεται σε αρκετές επιχειρήσεις με «απεριόριστη ευθύνη» (περίπτ. γ: ατομικές, Ο.Ε., Ε.Ε.) να «αποφεύγουν» τη δημοσιοποίηση και τον έλεγχο.

Τότε, προκύπτει ότι στην ποσότητα και στην ποιότητα των παρεχομένων πληροφοριών από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις διαπιστώνεται σημαντικό κενό λογιστικής πληροφόρησης. Αυτό προέρχεται από:

α) τη μη υποχρεωτική δημοσιοποίηση ισολογισμών σημαντικού αριθμού οντοτήτων που ξεπερνούν τα προβλεπόμενα όρια ακαθαρίστων εσόδων,

β) τον μη υποχρεωτικό έλεγχο από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές σημαντικού αριθμού οντοτήτων που ξεπερνούν τα προβλεπόμενα όρια μεγέθους και

γ) τη μη εφαρμογή της υποχρεωτικής δημοσιοποίησης ισολογισμών προς το ΓΕΜΗ από το 39% των κεφαλαιουχικών οντοτήτων (Α.Ε., ΕΠΕ, ΙΚΕ), όπως τονίστηκε και στο 18ο Συνέδριο του Συνδέσμου Επιστημόνων Χρηματοοικονομικής και Λογιστικής Ελλάδος (HFAA 2019).

Το κενό αφορά την επαρκή αποκάλυψη, την ουσιαστικότητα, τη συγκρισιμότητα, την αντικειμενικότητα και την επαληθευσιμότητα των ισολογισμών, των αποτελεσμάτων χρήσεως και των χρηματορροών. Ετσι, διαχρονικά δεν αξιολογούνται σημαντικές μεταβολές ως προς το αν αποτελούν ευνοϊκές ή δυσμενείς μεταβολές και ως προς το αν εκφράζουν κάποια γενικότερη επιχειρηματική ή επενδυτική ή χρηματοδοτική πολιτική της επιχείρησης.

Χρειάζεται εναλλακτικά ή συνδυαστικά η διενέργεια διαχρονικών ή και διαστρωματικών συγκρίσεων για να εξεταστεί η συμπεριφορά λογαριασμών και ομάδας λογαριασμών βάσει καταστάσεων κοινών μεγεθών ή και τάσης ή και αριθμοδεικτών. Τότε, αξιοποιείται περισσότερο η εφαρμογή οικονομικών διατάξεων, αφού βελτιώνεται η πληροφόρηση σχετικά με τη ρευστότητα, τη δραστηριότητα, την αποδοτικότητα και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

* Ο κ. Παναγιώτης Παπαδέας είναι πρόεδρος Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ) και καθηγητής Λογιστικής.

kathimerini.gr