Το ισχυρό ράλι ην περασμένη εβδομάδα έφερε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων σε νέα ιστορικά χαμηλά, με το 10ετές να «βλέπει» σε απόσταση αναπνοής το 1%.
Τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να εντυπωσιάζουν με τις επιδόσεις τους, ενώ βρίσκονται στην κορυφή της επενδυτικής στρατηγικής πολλών διεθνών οίκων, έχοντας καταγράψει ένα ισχυρό ράλι το οποίο την περασμένη εβδομάδα έφερε τις αποδόσεις τους σε νέα ιστορικά χαμηλά, με το 10ετές να «βλέπει» σε απόσταση αναπνοής το 1%. Η Ελλάδα είχε και έχει την «τύχη» να απολαμβάνει ένα άκρως ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, όπου η νομισματική πολιτική «εξασφαλίζει» τις χαμηλές αποδόσεις των τίτλων της Ευρωζώνης και τη συρρίκνωση των spreads.
Φυσικά, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει αυτό το θετικό κλίμα αν και η ίδια δεν είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο σε μέτωπα-κλειδιά, τα οποία και «παρακολουθούν» οι επενδυτές. Η ενίσχυση των προοπτικών της ανάπτυξης και των επενδύσεων, τα υψηλά επίπεδα καταναλωτικής και οικονομικής εμπιστοσύνης, η δημοσιονομική σύνεση, η κινητοποίηση για τη συστημική αντιμετώπιση των NPEs και η συνεχής εκδοτική παρουσία της στις αγορές σε συνδυασμό με το υψηλό cash buffer, έχουν συνθέσει έναν ενάρετο κύκλο για τη χώρα.
Για πόσο ακόμη, όμως, μπορεί να διατηρηθεί αυτή θετική δυναμική; Τι θα συμβεί εάν το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον πάψει να είναι τόσο… ευνοϊκό. Θα μπορέσουν τα ελληνικά ομόλογα να διατηρήσουν αυτά τα σημαντικά «κεκτημένα» και να συνεχίσουν να βρίσκονται στο ραντάρ των επενδυτών; Σε αυτά τα ερωτήματα απαντούν αναλυτές που μίλησαν στην «Κ».
Οσο η Ελλάδα διατηρεί ένα ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα και αξιοπρεπή ρυθμό ανάπτυξης για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, οι επενδυτές θα συνεχίσουν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, σημειώνει στην «Κ» ο Σεμπάστιεν Γκάλι, ανώτερος μακροοικονομικός αναλυτής της Nordea Asset Management. Επιπλέον, η ανάκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας» θα αποτελέσει ένα σημαντικό επίτευγμα, αλλά και θα δώσει πρόσβαση σε ένα νέο γκρουπ κεφαλαίων, το οποίο θα «τροφοδοτήσει» τη βελτίωση της δημοσιονομικής δυναμικής, των τραπεζών και της ανάπτυξης.
Ακόμη, ωστόσο, και να «αλλάξει» το ευνοϊκό κλίμα, η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει την παρουσία της στο ραντάρ των επενδυτών. Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο Μάθιου Κερνς, αναλυτής της Rabobank, η Ελλάδα βρίσκεται στον σωστό δρόμο εδώ και καιρό, και όσο η χώρα μπορεί να συνεχίσει να διατηρεί έναν υγιή «ισολογισμό» μειώνοντας ταυτόχρονα το χρέος της, οι οίκοι αξιολόγησης και οι επενδυτές θα συνεχίσουν να της δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης. Η Ελλάδα αναμφίβολα επωφελείται από το σημερινό περιβάλλον της νομισματικής πολιτικής, ωστόσο το να διατηρηθεί η θετική δυναμική της χώρας ασφαλώς δεν εξαρτάται μόνο από αυτό. «Οταν οι αποδόσεις των ομολόγων γενικότερα αρχίσουν να αυξάνονται, οι επενδυτές θα αναζητήσουν υψηλότερες αποδόσεις σε σταθερές οικονομίες που έχουν διαχειρίσιμους δείκτες χρέους/ΑΕΠ», τονίζει.
Πάντως, κατά τη Ραφαέλα Τενκόνι, ιδρύτρια της Αda Economics και επικεφαλής οικονομολόγο της Wood & Co, σημαντική επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος δεν βρίσκεται στον ορίζοντα και για τουλάχιστον δύο χρόνια η Ελλάδα θα συνεχίσει να απολαμβάνει τις θετικές διαθέσεις της αγοράς. «Το σημαντικό είναι ότι πλέον βλέπουμε πως ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας αυξάνεται και πλησιάζει το 2%. Αυτό είναι ένα πολύ υψηλό επίπεδο για την Ε.Ε. και μαζί με τα χαμηλά επιτόκια σημαίνει ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει βελτιωθεί σε τεράστιο βαθμό και είναι μεταξύ των καλύτερων που υπάρχουν στην Ε.Ε.», σημειώνει στην «Κ».
Δύο παράγοντες καθορίζουν τα spreads
Για τον επικεφαλής ανάλυσης της αγοράς σταθερού εισοδήματος της Deutsche Bank, Ιωάννη Σώκο, δύο είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τα spreads: ο πιστωτικός κίνδυνος (π.χ. αξιολογήσεις οίκων) και η αποτίμηση της αγοράς για τον κίνδυνο μιας χώρας.
Ο πρώτος σχετίζεται με την οικονομική κατάσταση: ισχυρή ανάπτυξη, χαμηλή ανεργία, πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική πειθαρχία, αποθέματα ρευστότητας, ισχυρό τραπεζικό σύστημα. Ο δεύτερος έχει να κάνει με την όρεξη των επενδυτών, η οποία επηρεάζεται από τη στάση της νομισματικής πολιτικής – που επηρεάζει και τις αποδόσεις των ομολόγων και τη διάθεση των επενδυτών για ρίσκο. Οπως εξηγεί ο κ. Σώκος στην «Κ», η Ελλάδα και όλα τα άλλα κράτη με σχετικά υψηλό πιστωτικό κίνδυνο επωφελούνται από το τρέχον περιβάλλον, με άλλα λόγια οι επενδυτές δεν απαιτούν υψηλά spreads προκειμένου να αναλάβουν τον επιπλέον πιστωτικό κίνδυνο.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην πολύ ευνοϊκή στάση της νομισματικής πολιτικής, καθώς και στις αρνητικές αποδόσεις πολλών «ασφαλών» ομολόγων. Πρόκειται για μεταβλητές που δεν ελέγχονται από την Ελλάδα. Ωστόσο, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην αγορά αναμένουν ότι η ευνοϊκή στάση νομισματικής πολιτικής θα συνεχιστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δηλαδή οι αγορές δεν αποτιμούν αυξήσεις επιτοκίων.
Η Ελλάδα, όμως, «ελέγχει» τον δικό της πιστωτικό κίνδυνο. Εάν επανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, σημαίνει αυτόματα ότι θα ενταχθεί στους μεγαλύτερους διεθνείς δείκτες, έτσι δημιουργεί αυτόματα μια νέα ζήτηση που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Παράλληλα, η μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα έχει να κάνει με το τραπεζικό της σύστημα, την περαιτέρω μείωση των NPLs. Η ύπαρξη του cash buffer είναι επίσης σημαντική, αλλά σταδιακά θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την εμπιστοσύνη της αγοράς για τη δημοσιονομική πειθαρχία και την πολιτική σταθερότητα της Ελλάδας.