Αμοιβή -που μπορεί να φθάσει  και το 10% επί της υποδεικνυόμενης περιουσίας-  σε όσους ιδιώτες αποκαλύψουν προς τις αρμόδιες αρχές ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία τα οποία δεν εμφανίζουν κληρονόμο και άρα θα έπρεπε να περιέλθουν στην κατοχή του Δημοσίου, προβλέπει απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών.

Η απόφαση του κ. Βεσυρόπουλου καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις καταβολής αμοιβής σε πρόσωπα που καταδεικνύουν περιουσιακά στοιχεία στη Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών και Σχολαζουσών Κληρονομιών.

Σύμφωνα με όσα ορίζονται στη σχετική απόφαση οποιοοσδήποτε γνωρίζει περιπτώσεις κοινωφελών περιουσιών ή κληρονομιών οφείλει να τις γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση την Διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών του ΥΠΟΙΚ, ενέργεια για την οποία δικαιούται χρηματική αμοιβή που μπορεί να ανέρχεται σε ποσοστό έως 10% επί της αξίας της εκκαθαρισθείσας περιουσίας.

Αναλυτικά, σύμφωνα με την απόφαση:

– Κάθε πρόσωπο που γνωρίζει στοιχεία ή πληροφορίες σχετικά με περιουσίες του Κώδικα Κοινωφελών Περιουσιών και Σχολαζουσών Κληρονομιών, οφείλει να το δηλώσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στη διεύθυνση οινωφελών Περιουσιών του υπουργείου Οικονομικών. Η δήλωση αυτή θα πρέπει να περιέχει κατά το δυνατόν ακριβή στοιχεία, και κάθε άλλη χρήσιμη λεπτομέρεια σχετικά με την καταδειχθείσα περιουσία.

– Εφόσον η δήλωση γίνει σε άλλη δημόσια αρχή, η αρχή αυτή υποχρεούται άμεσα και εντός δέκα ημερών το αργότερο από την περιέλευση σε αυτή, της σχετικής πληροφορίας, να τη διαβιβάσει στην ανωτέρω διεύθυνση Κοινωφελών Περιουσιών.

– Η χρηματική αμοιβή καταβάλλεται στο δικαιούχο πρόσωπο, μετά την εκκαθάριση και την περιέλευση της περιουσίας στο Δημόσιο, ή τον φορέα εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού, με απόφαση της αρμόδιας, (κατά το άρθρο 1 του ν. 4182/2013), αρχής, ύστερα από γνώμη του αντίστοιχου Συμβουλίου Κοινωφελών Περιουσιών και εφόσον συντρέχει μία εκ των εξής προϋποθέσεων:

α) εάν έχει παρέλθει πενταετία από το θάνατο του διαθέτη ή δωρητή ή του κληρονομούμενου από το Δημόσιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου στην έκτη τάξη και η αρμόδια αρχή δεν έλαβε γνώση της ύπαρξης της περιουσίας αυτής, από άλλη πηγή,

β) εάν είναι δυνατή αναψηλάφηση δίκης ή ανατροπή τελεσίδικης απόφασης ή συμβιβασμού, ως αποτέλεσμα της υποδείξεως αδικήματος από τον καταδείκτη, επιδικασθεί δε, (με τελεσίδικη απόφαση ή βούλευμα), η περιουσία στο Δημόσιο ή σε Νομικά Πρόσωπα ή σε Ιδρύματα.

– Το ύψος της αμοιβής μπορεί να ανέρχεται σε ποσοστό έως 10% επί της αξίας της εκκαθαρισθείσας περιουσίας, ενώ για τον καθορισμό της λαμβάνονται υπόψη, αφενός η ακρίβεια και πληρότητα των παρεχόμενων από αυτόν πληροφοριών και στοιχείων, καθώς και οι κάθε είδους ενέργειές του, με τις οποίες τυχόν συνέβαλε στην ανάκτηση της περιουσίας.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ

kathimerini.gr