Η κατεύθυνση στήριξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων που πλήττονται ευθέως από την πανδημία δόθηκε στη χθεσινή σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, με τους CEO των ελληνικών τραπεζών.
Αναστολή στην καταβολή δόσεων για οφειλές από δάνεια σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε συγκεκριμένους κλάδους και πλήττονται από την πανδημία του κορωνοϊού, αναμένεται να ανακοινώσουν οι τράπεζες. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», το μέτρο της αναστολής καταβολής δόσεων θα είναι στο τμήμα του οφειλόμενου κεφαλαίου, δηλαδή όχι τους τόκους, και θα αφορά επιχειρήσεις από τους τομείς του τουρισμού, των μεταφορών, της εστίασης και του λιανεμπορίου. Η αναστολή της καταβολής χρεολυσίου –το τμήμα των τόκων θα πρέπει να καταβληθεί κανονικά– θα ισχύσει έως και τις 30 Σεπτεμβρίου και θα απευθύνεται μόνο σε όσες επιχειρήσεις ήταν συνεπείς στην αποπληρωμή των δανείων τους έως τα τέλη του 2019. Για το τμήμα του κεφαλαίου, η αποπληρωμή του οποίου θα μετατεθεί, θα υπάρξει παράταση της διάρκειας του δανείου.
Η κατεύθυνση στήριξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων που πλήττονται ευθέως από την πανδημία δόθηκε στη χθεσινή σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε υπό τον διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα με τους CEO των ελληνικών τραπεζών. Ανακοινώσεις αναμένονται ενδεχομένως και σήμερα από την Ελληνική Ενωση Τραπεζών, ενώ κάθε τράπεζα ξεχωριστά αναμένεται να εξειδικεύσει περαιτέρω την πολιτική της ανάλογα και με την έκθεση που έχει στους συγκεκριμένους κλάδους, αλλά και τις δυνατότητές της.
Στη χθεσινή σύσκεψη των επικεφαλής όλων των τραπεζών υπό τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, δόθηκε σαφής κατεύθυνση ανακούφισης των επιχειρήσεων, αλλά όχι με οριζόντιο τρόπο και όχι για όσες επιχειρήσεις ήταν ασυνεπείς στις δανειακές υποχρεώσεις τους. Με τον τρόπο αυτόν επιδιώκεται να αποτραπεί από το μέτρο της αναστολής των δόσεων να επωφεληθούν επιχειρήσεις «μπαταχτσήδες» που θα επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν την κρίση «φεσώνοντας» περαιτέρω τις τράπεζες. Στη βάση αυτή, τα μέτρα ανακούφισης που θα ανακοινωθούν θα αφορούν μόνον όσες επιχειρήσεις δεν έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές έως τα τέλη του προηγούμενου έτους.
Στη χθεσινή σύσκεψη και με δεδομένο ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας είναι μπροστά μας και θα αποκρυσταλλωθούν εντός του προσεχούς διμήνου, κυριάρχησε η άποψη πως τα μέτρα θα αφορούν κατ’ αρχήν συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονται άμεσα. Μεταξύ αυτών είναι ο τουρισμός, οι μεταφορές, η εστίαση και εμπορικές επιχειρήσεις όπως το λιανεμπόριο, με εξαίρεση φυσικά τον τομέα των σούπερ μάρκετ, που έχει συγκεντρώσει το μεγάλο μέρος της καταναλωτικής ζήτησης και το μεγαλύτερο μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας. Παράλληλα, οι τράπεζες δηλώνουν ότι θα σταθούν στο πλευρό όλων των επιχειρήσεων, ακόμη και αν δεν ανήκουν στους συγκεκριμένους κλάδους, και εκτός από τη διευκόλυνση στην καταβολή δόσεων, θα συμβάλουν στη διαχείριση της κρίσης, ενισχύοντας τη ρευστότητα στην οικονομία στη βάση και των κατευθύνσεων που έχουν δοθεί από την ΕΚΤ.
Ρευστότητα 5,5 δισ.
Η ρευστότητα που εκτιμάται ότι θα απελευθερωθεί για τις ελληνικές τράπεζες μετά και τη χαλάρωση των κριτηρίων που αποφασίστηκε σε επίπεδο ΕΚΤ, εκτιμάται κοντά στα 5,5 δισ. ευρώ και αναμένεται να ενισχυθεί και από τα κυβερνητικά μέτρα, όπως η αναστολή καταβολής των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Παράλληλα, αναμένονται και πρόσθετα μέτρα στήριξης της οικονομίας, όπως η ενεργοποίηση κοινοτικών προγραμμάτων, η παροχή ρευστότητας με ευνοϊκά επιτόκια ή η χαλάρωση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, που θα ανακοινωθούν το προσεχές διάστημα.
Οπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, η επίπτωση για το τραπεζικό σύστημα θα είναι σημαντική, καθώς αναμένεται αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση και ανατροπή των σχεδίων για τη μείωση των κόκκινων δανείων που έχουν εξαγγελθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δάνεια που δεν θα πληρωθούν το προσεχές διάστημα ακόμη και για λόγους αντικειμενικής αδυναμίας, θα προστεθούν στα κόκκινα δάνεια που έχουν ήδη στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες και δεν θα έχουν ευνοϊκή αντιμετώπιση από τον επόπτη, δηλαδή τον SSM, σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή επίπτωση που θα επιφέρουν. Ωστόσο, δεν θα απαιτηθεί από τις τράπεζες να καλύψουν άμεσα το όποιο κεφαλαιακό άνοιγμα υπάρξει, δηλαδή δεν θα υποχρεωθούν σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου.