Οι οικονομικές επιπτώσεις της επιδημίας του κορωνοϊού είναι τεράστιες και επηρεάζουν όλες τις χώρες του πλανήτη. Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, το ΑΕΠ ενδέχεται να συρρικνωθεί κατά 5-10% το 2020, το οποίο συνιστά ύφεση μεγαλύτερη από αυτήν της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-09. Η άμβλυνση, λοιπόν, των οικονομικών επιπτώσεων της επιδημίας πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα κάθε κυβέρνησης.
Η σημερινή οικονομική κρίση, όμως, είναι πολύ διαφορετική από μια «κανονική» ύφεση καθώς οφείλεται κυρίως στο εκτενές lockdown, το οποίο έχει (ορθά) επιβληθεί για να διαφυλαχθεί η δημόσια υγεία. Αυτό σημαίνει ότι οι συνήθεις κεϋνσιανές πολιτικές για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας είναι αναποτελεσματικές: πολιτικές αύξησης μισθών και συντάξεων, επέκτασης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή μείωσης των επιτοκίων δεν οδηγούν στην ανάπτυξη όταν τα μαγαζιά πρέπει να παραμείνουν κλειστά, ο κατασκευαστικός τομέας είναι ανενεργός και κανένας σώφρων επενδυτής δεν θέλει να δανειστεί και να επενδύσει. Συνεπώς, η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας δεν μπορεί να είναι στόχος της οικονομικής πολιτικής πριν, τουλάχιστον, υποχωρήσει η επιδημία.
Ποιοι, τότε, πρέπει να είναι οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής εν καιρώ κορωνοϊού; Πιστεύω, είναι οι βασικοί στόχοι είναι δύο. Πρώτον, να μειωθεί το άμεσο κόστος που επωμίζονται οι εργαζόμενοι, για να αμβλυνθούν οι κοινωνικές επιπτώσεις της επιδημίας. Αυτό θα δράσει συμπληρωματικά και με το lockdown επειδή νοικοκυριά χωρίς εισόδημα θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και μπορεί να αναγκαστούν να αναζητήσουν εργασία, ακόμα και αν αντιμετωπίσουν κίνδυνο μετάδοσης του ιού. Δεύτερον, να διατηρηθεί ανέπαφη, κατά το εφικτό, η παραγωγική δυνατότητα της χώρας για την επόμενη ημέρα. Επιχειρήσεις χωρίς έσοδα θα αναγκαστούν να απολύσουν εργαζομένους ή ακόμα και να χρεωκοπήσουν το οποίο, αν συμβεί μαζικά, θα δυσχεράνει αφάνταστα την επανεκκίνηση της οικονομίας και θα καθηλώσει τη χώρα σε μακροχρόνια ύφεση. Με άλλα λόγια, η παραγωγική δυνατότητα της χώρας πρέπει σήμερα να μπει «στην κατάψυξη», για να «αποψυχθεί» όταν λήξει το lockdown, το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να συμβεί τους επόμενους 1-2 μήνες. Η κυβέρνηση, λοιπόν, πρέπει να αναλάβει την άμεση στήριξη όχι μόνο των ανέργων αλλά και των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, το οποίο αποτελεί πρωτοφανή επέκταση του εύρους της οικονομικής πολιτικής.
Πώς μπορούν, όμως, να στηριχθούν εργαζόμενοι και επιχειρήσεις, ιδίως σε κλάδους που βιώνουν εκμηδένιση εσόδων, όπως το λιανικό εμπόριο, η εστίαση ή τα ξενοδοχεία; Οι κατάλληλες πολιτικές είναι αναπόφευκτα ριζοσπαστικές, λόγω της πρωτόγνωρης φύσης της κρίσης. Πρώτον, το κράτος πρέπει να αναλάβει τη μισθοδοσία (ενδεχομένως μερικώς) των εργαζομένων των οποίων η εργασία έχει σταματήσει λόγω της πανδημίας (π.χ. πωλητές, μάγειρες κτλ), καθώς και το πλήρες ασφαλιστικό τους κόστος, υπό την προϋπόθεση ότι η πληττόμενη επιχείρηση δεν θα προβεί σε μείωση θέσεων εργασίας. Αντίστοιχη στήριξη πρέπει να έχουν και οι αυτοαπασχολούμενοι. Δεύτερον, για να αντιμετωπιστεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, πρέπει προσωρινά να μειωθεί η φορολογία τους και να αναβληθεί η πληρωμή των φόρων, ενώ αντίστοιχη πρόνοια πρέπει να υπάρξει και για τα υπόλοιπα ανελαστικά κόστη, π.χ. δάνεια ή ενοίκια, με καταμερισμό του κόστους μεταξύ κράτους και πιστωτών. Τρίτον, πρέπει να επεκταθεί η επιδοματική στήριξη των ανέργων, καθώς και η πρόσβασή τους στο σύστημα υγείας. Τέλος, πρέπει να στηριχθούν και οι τράπεζες επειδή η οικονομική κρίση και το κόστος της ενδεχόμενης βοήθειας προς δανειολήπτες θα πλήξουν την βιωσιμότητά τους.
Οι πολιτικές που ανακοίνωσε πρόσφατα η κυβέρνηση βαίνουν σίγουρα προς την σωστή κατεύθυνση, καθώς προστατεύουν τους εργαζομένους και τις θέσεις εργασίας τους και διευκολύνουν τις επιχειρήσεις να επιβιώσουν στην κρίση. Θα ήταν προτιμότερο, όμως, το «επίδομα κορωνοϊού» να δοθεί οριζόντια σε όλους τους πληττόμενους εργαζομένους, ώστε να απλοποιηθεί η διαδικασία και να μην εξαρτάται η στήριξη από την, ενδεχομένως αυθαίρετη, αξιολόγηση του υπουργείου σχετικά με ποιος κλάδος πλήττεται περισσότερο και ποιος λιγότερο. Επίσης, το μέγεθος της βοήθειας ενδέχεται να αποδειχτεί ανεπαρκές αν η πανδημία διαρκέσει περισσότερο από ένα μήνα, όπως μοιάζει πιθανό.
Το τελευταίο, και σημαντικότατο, ερώτημα αφορά τη χρηματοδότηση των πολιτικών αυτών. Είναι, νομίζω, προφανές ότι οι πολιτικές που περιγράφω θα έχουν μεγάλο δημοσιονομικό κόστος. Πολλές χώρες που έχουν ανακοινώσει πακέτα στήριξης σε αυτή τη λογική τα έχουν κοστολογήσει σε δυσθεώρητα ύψη: 15% του ΑΕΠ στην Αγγλία, 20% στη Γερμανία. Καθώς, όμως, η απραξία θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος, η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους είναι μονόδρομος. Αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα για την επόμενη ημέρα.
*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.