Με τις εξελίξεις να είναι ραγδαίες σε καθημερινή βάση από την εξάπλωση του ιού CΟVID-19 παγκοσμίως, το πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία αναμένεται να είναι τεράστιο, με τα Ηνωμένα Εθνη να κάνουν λόγο για απώλειες ύψους 2 τρισ. δολ. ή και παραπάνω, καθώς τα αποτελέσματα αναθεωρούνται συνεχώς. Μεγάλοι ηττημένοι είναι ήδη κλάδοι όπως ο τουριστικός, οι αερομεταφορές, η εστίαση αλλά και το εμπόριο. Η αβεβαιότητα που επικρατεί πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και έχει ήδη τεράστια επίδραση στο σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας στην Ελλάδα, αλλά και στις τράπεζες, παρά τα πρώτα μέτρα υποστήριξης που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση. Τα μέτρα αυτά, χωρίς να υποτιμώνται, θα φανούν στο προσεχές μέλλον εάν λειτούργησαν σαν ασπιρίνη σε έναν βαριά ασθενή.
Ετσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκυρία κατά την οποία οι επιχειρήσεις καλούνται να αντεπεξέλθουν στην οικονομική κρίση που μάλλον θα κρατήσει καιρό, ενώ παράλληλα καλούνται να αποδείξουν και την υπευθυνότητά τους απέναντι στους εργαζομένους τους, στην κοινωνία και στην ασφάλεια των υπηρεσιών ή/και προϊόντων που προσφέρουν. Ο ιός δοκιμάζει με τον σκληρότερο τρόπο τις επιχειρήσεις ενώ αυτές καλούνται έμμεσα από τους καταναλωτές και την κοινωνία να επιδείξουν πόσο υπεύθυνες και βιώσιμες είναι. Αυτή η κρίση, δε, μπορεί να αποδειχθεί ίσως για πολλές από αυτές το «πιο αυστηρό τεστ» για την επιβίωσή τους, ενώ για κάποιες άλλες αντίστοιχα και το πιο «αυστηρό τεστ» για να δείξουν έμπρακτα την υπευθυνότητά τους.
Τα αποτελέσματα έρευνας που διεξήγαγε η Edelman κατέδειξαν ότι το 78% όσων απάντησαν περιμένει από τις επιχειρήσεις να δράσουν για την προστασία των εργαζομένων τους και των τοπικών κοινοτήτων. Το 79% περιμένει από τις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν τις λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας από το σπίτι, την ακύρωση όλων των εκδηλώσεων που δεν είναι απαραίτητο να γίνουν άμεσα, καθώς και των επαγγελματικών ταξιδιών.
Η υιοθέτηση φιλανθρωπικών δράσεων σήμερα διεθνώς θεωρείται μια άμεση αντίδραση σε φυσικές καταστροφές, όπως ο COVID-19. Εκτός του ότι θεωρείται καλή πρακτική για ηθικούς λόγους, υπάρχουν εμπειρικά εμπεριστατωμένοι συσχετισμοί μεταξύ φιλανθρωπικών δράσεων και μελλοντικών οικονομικών αποτελεσμάτων, βελτιωμένων σχέσεων με τις κυβερνητικές αρχές και ενίσχυση της φήμης. Οι εταιρείες που αναγνωρίζουν το στρες που δημιουργείται στα κοινωνικά συστήματα κατά τη διάρκεια επειγόντων ιατρικών καταστάσεων είναι πιθανότερο μετά την κρίση να τα πάνε καλύτερα από αυτές που δεν θα αντιδράσουν. Η επιχειρηματική φιλανθρωπία που θα επιδείξουν στις τοπικές κοινωνίες έχει ιδιαιτέρως δυνατό και θετικό αντίκτυπο. Οι εταιρείες πρέπει να τείνουν χείρα βοηθείας στο εξαιρετικά αδύναμο, εδώ και αρκετά χρόνια, εθνικό σύστημα υγείας, σε τοπικές ΜΚΟ και φορείς που υποστηρίζουν ευπαθείς ομάδες, καθώς η επιχειρηματική γενναιοδωρία έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο όταν δίνεται απευθείας στην τοπική κοινωνία.
Πώς όμως θα πρέπει να αντιδράσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις και τι περιμένουν από αυτές οι Ελληνες καταναλωτές;
Οι απαιτήσεις προς το παρόν από την κοινωνία είναι η παροχή βοήθειας σε ευπαθείς ομάδες και η συνεισφορά με εξοπλισμό στο εθνικό σύστημα υγείας, καθώς και το έμπρακτο ενδιαφέρον για τους εργαζομένους τους, μαζί με τη διασφάλιση επάρκειας της προμηθευτικής τους αλυσίδας.
Πρακτικές κοινωνικής ευθύνης είναι, παραδείγματος χάριν, η δημιουργία από τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ προγραμμάτων δωρεάν παράδοσης τροφίμων σε ευπαθείς ομάδες, ενώ ιδιωτικά ιατρικά κέντρα θα μπορούσαν να προσφέρουν μέσω τηλεϊατρικής διάγνωσης από απόσταση. Είναι εξαιρετικά ευχάριστο ότι ήδη στη χώρα μας κάποιες εταιρείες και μεγάλα φιλανθρωπικά ιδρύματα έχουν ξεκινήσει αντίστοιχες πρωτοβουλίες, αλλά θα χρειαστούν πολύ περισσότερες εταιρείες να δείξουν την έμπρακτη κοινωνική υπευθυνότητά τους στη σημαντική αυτή κρίση που αντιμετωπίζουμε. Πάντως, ακόμα και μια μικρή στοχευμένη συνεισφορά προς τα εκεί που υπάρχει η μεγαλύτερη ανάγκη μπορεί να κάνει τη μεγάλη διαφορά.
Αυτή την ιδιαιτέρως κρίσιμη, δύσκολη και πρωτόγνωρη περίοδο είναι απαραίτητο να επιδείξουμε ατομική αλλά και συλλογική ευθύνη.
* Ο κ. Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος του Κέντρου Αειφορίας (CSE) και επισκέπτης καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.