Οι αγοραστές δεν θα διακινδυνεύσουν να αποκτήσουν με αξίες των αρχών του 2020 ακίνητα τα οποία ενδέχεται να έχουν χαμηλότερα έσοδα από ενοίκια, για τα επόμενα 1-2 χρόνια, έως ότου η αγορά ανακάμψει εκ νέου.
Τις στρατηγικές που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της βαθιάς ύφεσης των αρχών της δεκαετίας του 2010 έχουν βγάλει από τα «συρτάρια» τους οι επικεφαλής των εταιρειών ακινήτων, «ξεσκονίζοντάς» τες ενόψει των δύσκολων μηνών που θα ακολουθήσουν για ακόμη μία φορά στην αγορά. Περιορισμός του επενδυτικού ρίσκου, χαμηλότερης αξίας προσφορές για αγορά ακινήτων και υψηλότερες αποδόσεις θα είναι το τρίπτυχο με το οποίο θα κινηθούν οι επενδυτές ακινήτων φέτος. Ηδη, οι διοικήσεις των ΑΕΕΑΠ αναθεωρούν τους στόχους που είχαν θέσει για την ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου τους το 2020, καθώς δεν αναμένουν τον ίδιο όγκο συναλλαγών, ενώ πολλά είναι και τα ερωτήματα αναφορικά με τις αποτιμήσεις που θα διαμορφωθούν στην αγορά.
Ταυτόχρονα, οι επικεφαλής των εταιρειών καλούνται να διαχειριστούν και τις απώλειες από τη διαφαινόμενη μείωση των ενοικίων για την οποία πιέζουν οι μισθωτές, η οποία μπορεί να επηρεάσει δυνητικά το σύνολο των επαγγελματικών ακινήτων, ιδίως όμως τα εμπορικά καταστήματα και τα ξενοδοχεία. Επιπλέον, ακόμη και επιχειρήσεις-μισθωτές, που δεν εντάσσονται στην κατηγορία των πληττομένων, έχουν ξεκινήσει να ζητούν αναδιαπραγμάτευση του μισθώματος προς τα κάτω, προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στην οικονομία.
Μια άλλη επιπλοκή ενδεχόμενης μείωσης ενοικίων είναι ασφαλώς και το πώς αυτή θα επηρεάσει τις αξίες των ακινήτων και συνεπώς και το τίμημα που θα είναι διατεθειμένες να προσφέρουν οι ΑΕΕΑΠ και άλλοι ενδιαφερόμενοι επενδυτές σε μελλοντικές δημοπρασίες ή διαγωνισμούς για την πώληση κτιρίων.
Οπως σημειώνουν ήδη στελέχη του κλάδου, ο βασικότερος παράγοντας για τον υπολογισμό της αξίας ενός ακινήτου εισοδήματος, όπως π.χ. ένα κτίριο γραφείων, ένα εμπορικό κέντρο ή κατάστημα, είναι ακριβώς το πόσα έσοδα μπορεί αυτό να προσφέρει στον ιδιοκτήτη του. Οταν τα μελλοντικά έσοδα από ενοίκια υποχωρούν, θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται προς τα κάτω και η αξία του ακινήτου.
Ετσι, είναι σαφές ότι θα πρέπει και οι προσφορές που θα δοθούν σε μελλοντικούς διαγωνισμούς πώλησης ακινήτων από τους ενδιαφερομένους να είναι χαμηλότερες, σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία.
Αυτό σημαίνει ότι ο όγκος των συναλλαγών ακινήτων θα μειωθεί σημαντικά κατά το τρέχον έτος, αφού θα ελαττωθεί αρκετά και η προσφορά κτιρίων προς πώληση, είτε από τις τράπεζες είτε από τα ξένα funds που αγόρασαν χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων με ενέχυρο ακίνητα τα προηγούμενα χρόνια.
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, θα μειωθούν οι ροές ακινήτων προς πώληση, καθώς θα επιχειρηθεί ο περιορισμός των απωλειών από τα χαμηλότερα τιμήματα που αναμένονται. Οπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, δεν αποκλείεται να παρατηρηθεί και πλήρης απραξία, μιας και οι μεν πωλητές δεν θα είναι πρόθυμοι να μειώσουν τις απαιτήσεις τους, οι δε αγοραστές δεν θα διακινδυνεύσουν να αποκτήσουν με αξίες των αρχών του 2020 ακίνητα τα οποία ενδέχεται να έχουν χαμηλότερα έσοδα από ενοίκια, όχι μόνο φέτος, αλλά και για τα επόμενα 1-2 χρόνια, έως ότου η αγορά ακινήτων ανακάμψει εκ νέου.
Σε σχετική ανάλυσή της, η BNP Paribas Real Estate, η οποία στην ελληνική αγορά συνεργάζεται με τον όμιλο Δανός & Συνεργάτες, ανέφερε ότι το 2020 θα καταγραφεί κατακόρυφη πτώση των διασυνοριακών συναλλαγών στην αγορά ακινήτων, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά συνολικά στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τους αναλυτές, τα επενδυτικά funds θα προτιμήσουν να τοποθετηθούν κυρίως στις αγορές απ’ όπου έλκουν την καταγωγή τους και όχι σε εκείνες του εξωτερικού. Μια τέτοια εξέλιξη ενδέχεται να προσφέρει και μια νέα επενδυτική ευκαιρία στις ΑΕΕΑΠ, οι οποίες, την τελευταία διετία, είχαν κληθεί να ανταγωνιστούν ξένα επενδυτικά funds με ιδιαίτερα επιθετική στρατηγική.