Σύμφωνα με το μηνιαίο οικονομικό δελτίο του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ), η απασχόληση θα μειωθεί σημαντικά στους κλάδους του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών.

Το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί το επόμενο διάστημα από την ελληνική κυβέρνηση, η αποτελεσματικότητά του αλλά και οι πιθανές επιπτώσεις που θα έχει μεσοπρόθεσμα το δημοσιονομικό σοκ της πανδημίας στο ρίσκο φερεγγυότητας και στο πιστωτικό ρίσκο του Δημοσίου, θα καθορίσουν και την πορεία της ανεργίας και κατά συνέπεια της ύφεσης. Στο μηνιαίο οικονομικό του δελτίο, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ), οι επιστημονικοί συνεργάτες της Συνομοσπονδίας, παρουσιάζει τρία σενάρια. Στο δυσμενές σενάριο που η ύφεση φτάσει στο 10%, η ανεργία θα εκτιναχθεί στο 21,6%, προσεγγίζοντας σημαντικά τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τα δύο επόμενα σενάρια είναι πιο «μετριοπαθή» και προσεγγίζουν τις προβλέψεις της Κομισιόν. Ετσι, σύμφωνα με το ΙΝΕ, στην περίπτωση που η ύφεση είναι 4%, η ανεργία θα αυξηθεί στο 19,02%, ενώ εάν η ύφεση φτάσει στο 7%, τότε η ανεργία θα ανέλθει στο 20,3%.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ διαπιστώνει ότι θα είναι πολύ πιθανή η σημαντική μείωση της απασχόλησης στον κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών. Μάλιστα, θεωρείται δεδομένο ότι είναι πολύ δύσκολο αυτή η μείωση να αντισταθμιστεί με ενδεχόμενη αύξηση της απασχόλησης σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι συγκριτικά με τις άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, το 2019 η Ελλάδα ήταν δεύτερη σε όρους προστιθέμενης αξίας που παράγει ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών. Αντιθέτως, είναι από τις τελευταίες όσον αφορά την παραγωγή προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση.   

Το ΙΝΕ εκτιμά πως τα αμέσως επόμενα τρίμηνα η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε μια νέα φάση ύφεσης και αντιμέτωπη με τους χρόνιους αναπτυξιακούς, μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς της. Η επεκτατική αποτελεσματικότητα του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί το επόμενο διάστημα και της μετάβασης της χώρας σε ελλειμματικό δημοσιονομικό ισοζύγιο θα κριθεί από το πόσο στοχευμένη θα είναι η στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης α) των νοικοκυριών και ειδικά των πιο ευάλωτων και εκείνων που θα πληγούν περισσότερο από τις συνέπειες της ύφεσης, και β) των επιχειρήσεων που είναι αντιμέτωπες με μεγάλο ρίσκο χρεοκοπίας και αναστολής της λειτουργίας τους.

Στην κατεύθυνση αυτή η κατανομή των δημοσιονομικών πόρων και κυρίως οι εξελίξεις στον όγκο της απασχόλησης, στους μισθούς, στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στη σταθερότητα και στη μεγέθυνση.

Τέλος, οι μελετητές επισημαίνουν ότι δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο κίνδυνος από την επίπτωση που πιθανά θα έχουν μεσοπρόθεσμα το δημοσιονομικό σοκ της πανδημίας και η ένταση της ύφεσης στο ρίσκο φερεγγυότητας και στο πιστωτικό ρίσκο του Δημοσίου και στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

kathimerini.gr