Η ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες είναι επαρκής για να βοηθήσει την οικονομία να αναχαιτίσει την ύφεση που πυροδοτεί η κρίση του κορωνοϊού και να επιστρέψει στην ανάπτυξη, διαβεβαιώνουν υψηλόβαθμα στελέχη των ελληνικών συστημικών τραπεζών που συμμετείχαν σε διαδικτυακή συζήτηση που οργάνωσε το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.

Οι όροι με τους οποίους μπορεί να διοχετευτεί η ρευστότητα αυτή από τις τράπεζες είναι ρεαλιστικοί, ενώ προτεραιότητα θα δοθεί στις επιχειρήσεις που έχουν πληγεί από την πανδημία.

Στη συζήτηση, που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη με θέμα Το τραπεζικό σύστημα και η χρηματοδότηση της επόμενης μέρας συμμετείχαν ο κ. Κωνσταντίνος Βασιλείου, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος και Επικεφαλής Group Corporate & Investment Banking της Eurobank, η κ. Ελένη Βρεττού, Ανώτερη Γενική Διευθύντρια Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Τράπεζας Πειραιώς, ο κ. Γιάννης Εμίρης, Γενικός Διευθυντής Επιχειρηματικής Τραπεζικής της Alpha Bank και ο κ. Βασίλης Καραμούζης, Γενικός Διευθυντής Εταιρικής και Επενδυτικής Τραπεζικής της Εθνικής Τράπεζας.

Ο κ. Βασιλείου σημείωσε πως η ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος βρίσκεται σε πάρα πολύ καλό σημείο και δίνεται η δυνατότητα να χρηματοδοτηθούν οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.

Σε αυτό έχει βοηθήσει η επιστροφή καταθέσεων στο σύστημα τα τελευταία 2-3 χρόνια, η πολύ καλύτερη θέση στην οποία βρίσκεται σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, αλλά και η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να δεχτεί τα ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρα για την παροχή ρευστότητας στο τραπεζικό μας σύστημα.

Ο κ. Βασιλείου αναφέρθηκε ειδικότερα στον δείκτη δανείων προς καταθέσεις που για όλες τις τράπεζες είναι σημαντικά χαμηλότερος του 1, καταδεικνύοντας ότι οι καταθέσεις είναι περισσότερες από τα δάνεια.

Σύμφωνα με το στέλεχος της Eurobank, η οικονομία χρειάζεται άμεσα ρευστότητα και κεφάλαια κίνησης αλλά και κεφάλαια που θα χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη. Είναι επιτακτικό να προχωρήσουν οι δημόσιες επενδύσεις και να αναμοχλευθούν.

Ξεχωριστά, ο κ. Βασιλείου τόνισε την ανάγκη στη χώρα μας να αναδείξουμε τη σημασία να έχεις ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα και μια αποτελεσματική εσωτερική κεφαλαιαγορά.

Ο κ. Βασιλείου χαρακτήρισε υγιή εξέλιξη, οι εταιρείες να έχουν απευθείας πρόσβαση και στις κεφαλαιαγορές και να μπορούν να δανείζονται και από το κοινό και κατ’ επέκτασιν να μπορούν να βγουν στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο ίδιος αναφέρθηκε και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, λέγοντας ότι βάζει ψηλά στην ατζέντα της το θέμα της ρευστότητας γιατί αυτή η κρίση, η οποιαδήποτε κρίση, πάντα μπορεί να είναι κρίση ρευστότητας.

Επίσης, δείχνει ένα άγχος της ΕΚΤ ότι οι τράπεζες συνολικά στην ΕΕ ίσως δεν διαθέτουν τη ρευστότητα που διαθέτουν σε όλο το κομμάτι της αγοράς. Άρα η ΕΚΤ προσπαθεί να δημιουργήσει κίνητρα και αντικίνητρα προκειμένου να διατίθεται η ρευστότητα. Αντικίνητρο δίνεται με τα αρνητικά επιτόκια και κίνητρο με τα LTRTOs (στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης).

Στο κόστος του χρήματος αναφέρθηκε από την πλευρά της η κ. Ελένη Βρεττού. «Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια συνετέλεσε στη μείωσή του, κάτι που φαίνεται και στην αγορά ομολόγων και στην πραγματική οικονομία. Τώρα το κόστος έχει αυξηθεί σε σχέση με τρεις μήνες πριν, ωστόσο δεν έχει φτάσει στα απαγορευτικά επίπεδα που ήταν πριν από κάποια χρόνια» σημείωσε η ίδια.

Όπως είπε, «η ελληνική κυβέρνηση, με προγράμματα χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, βοηθά να καλυφθεί μέρος της αύξησης του κόστους δανεισμού για να παραμείνει ανταγωνιστικός ο Έλληνας παραγωγός. Μετά την αναπάντεχη και απρόσμενη σε βάθος και διάρκεια κρίση, οι επενδυτές είναι λογικό να ζητούν μεγαλύτερο αντάλλαγμα για να διοχετεύσουν ρευστότητα, ωστόσο τα επιτόκια παραμένουν ελκυστικά».

Η κυρία Βρεττού χαρακτήρισε υγιές να υπάρχει μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης για τις εταιρείες, ειδικά σε μια εποχή όπως η σημερινή, αναφερόμενη στην αγορά των ομολόγων. «Όταν μιλάμε για επενδυτικά σχέδια πολλών δισ., οι δυνατότητες των τραπεζών είναι πεπερασμένες λόγων και των εποπτικών κανόνων», είπε.

Στους κλάδους που θα δοθεί προτεραιότητα για τη χρηματοδότηση των τραπεζών αναφέρθηκε ο κ. Γιάννης Εμίρης. Σε αυτή την έκτακτη συγκυρία και με δεδομένο ότι το αποτύπωμα της κρίσης είναι ακόμη άγνωστο, οι τράπεζες δεν δίνουν κατ’ ανάγκη στρατηγική κατεύθυνση της χρηματοδότησής τους σε κάποιον συγκεκριμένο κλάδο.

«Αποστολή μας είναι να χρηματοδοτήσουμε όλη την οικονομία και κυρίως τις επιχειρήσεις που πλήττονται από την κρίση ανεξαρτήτως κλάδου», ανέφερε χαρακτηριστικά. Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί ότι θα δώσουν πολύ αυξημένη και σοβαρή χρηματοδότηση στην οικονομία. Ο κ. Εμίρης υπενθύμισε τη δήλωση των CEOs των τραπεζών ότι φέτος θα διοχετευτούν περίπου 16 δισ. ευρώ από τις τράπεζες στην οικονομία -στόχος που δείχνει εφικτός.

Σύμφωνα με τον κ. Εμίρη, μεγάλο κομμάτι των χρημάτων που έχουν ήδη δοθεί μέχρι σήμερα έχει πάει στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων, το οποίο είναι σημαντικό δεδομένης της ανάγκης της ελληνικής οικονομίας να σχηματίσει πάγιο κεφάλαιο.

Στο εξής, έμφαση θα δοθεί στην παροχή ρευστότητας σε όλους τους κλάδους που πλήττονται, είπε ο κ. Εμίρης σημειώνοντας ότι κλάδοι που «ακουμπούν» πιο πολύ στον τουρισμό πλήττονται περισσότερο, το ίδιο και όσοι εξυπηρετούν ευρύτερα την τουριστική δραστηριότητα (rent a car, μεγάλες υποδομές, μεταφορές κοκ).

Αργότερα, μπορεί να υπάρξουν ανάγκες και σε άλλους κλάδους, όπως το εξαγωγικό εμπόριο. Αναφορικά με τις αμιγώς αναπτυξιακές χρηματοδοτήσεις, οι τράπεζες εστιάζουν στους τομείς που μέχρι σήμερα έχουν δείξει κάποια ανθεκτικότητα στην κρίση: ενέργεια, πράσινη ανάπτυξη, υποδομές, κάποιοι τομείς στο χώρο των ακινήτων, όπου το στοκ των ακινήτων είναι γερασμένο και δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας σύγχρονης οικονομίας, ενδεχομένως τα νοσοκομεία ή η ναυτιλία.

Το σημαντικότερο για τον κ. Εμίρη, είναι η χρηματοδότηση να διοχετευτεί γρήγορα στην οικονομία ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες ρευστότητας των επιχειρήσεων τα επόμενα χρόνια ανεξαρτήτως κλάδου.

Τη ζήτηση των δανείων περιέγραψε ο κ. Βασίλης Καραμούζης λέγοντας ότι αυτή τη στιγμή έχει δύο ταχύτητες: οι τράπεζες διαχειρίζονται αφενός τα αιτήματα εταιρειών οι οποίες έχουν υποστεί ζημιά και αναζητούν πρωτίστως κεφάλαια κίνησης, αφετέρου υπάρχει ακόμη ζήτηση για μεγάλες επενδύσεις στη χώρα.

«Υπάρχει ακόμη μεγάλη ζήτηση για επενδύσεις σε δίκτυα στη χώρα, στην ενέργεια γενικότερα, υπάρχει τρομερό ενδιαφέρον ξένων αλλά και Ελλήνων επενδυτών να παίξουν ρόλο στην απολιγνιτοποίηση οπότε στις ΑΠΕ ή στο φυσικό αέριο», εξήγησε ο κ. Καραμούζης.

Για το πού θα διοχετευτεί η ρευστότητα των τραπεζών, ο κ. Καραμούζης είπε πως στην Ελλάδα κλάδοι, όπως ο τουρισμός είναι σημαντικοί, αλλά γενικά πρέπει να στηριχθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αν το δούμε χρονικά, τους επόμενους 6 μήνες η ρευστότητα θα κατευθυνθεί σε βιώσιμες επιχειρήσεις που έχουν πληγεί πιο έντονα.

«Στα επόμενα 1-2 χρόνια, η ΕΤΕ έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την ενέργεια. Η χώρα μπορεί να γίνει ενεργειακός κόμβος, η ενέργεια να γίνει ένα παράλληλο νόμισμα με το κανονικό μας νόμισμα. Πιο μακροπρόθεσμα, πρέπει να υπάρξει ένας κοινός στρατηγικός σχεδιασμός στη χώρα, με γνώμονα το πώς θέλουμε να είναι η οικονομία σε 10 χρόνια, και εκεί να κατευθυνθεί η ρευστότητα μέσω και των επιδοτήσεων. Σε αυτήν την κρίση η λύση δεν μπορεί να είναι μόνο να φορτώνονται οι καλές επιχειρήσεις με δάνεια» τόνισε το στέλεχος της Εθνικής Τράπεζας.

Ο κ. Καραμούζης βλέπει εξάλλου θετικά την «προσφυγή» των επιχειρήσεων στα ελληνικά ομόλογα στο χρηματιστήριο μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, καθώς αποδείχθηκε άλλη μία εναλλακτική και για τις εταιρείες να βρουν νέες πηγές ρευστότητας αλλά και για τους μικροεπενδυτές να βρουν μια διέξοδο για επιστροφή στα κεφάλαιά τους ειδικά μετά τη φοβερή πτώση των επιτοκίων γενικά, αλλά και των καταθέσεων ειδικότερα.

Η αγορά αυτή επλήγη την περίοδο της πανδημίας, αλλά στο εξωτερικό έχει πάρει μπρος με δισεκατομμύρια εκδόσεων, με τον κ. Καραμούζη να εκτιμά ότι και οι Έλληνες εκδότες θα έχουν την ευκαιρία να βγουν στις αγορές και να εκδώσουν ομόλογα και δη με τη συνδρομή των τραπεζών

Πηγή