H Ε.Ε. πρέπει να αναθεωρήσει το πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων με γνώμονα το πώς θα εξασφαλίσει την οικονομική της αυτοκυριαρχία. Reuters
Η προσωρινή άρση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), παρόλο που ήταν απαραίτητη, έχει φέρει και σοβαρές παρενέργειες. Οι χώρες που έχουν τα μέσα, έχουν επιδιώξει να διασώσουν αδιακρίτως όλες τις εταιρείες που το ζήτησαν. Ετσι, η Ε.Ε. κινείται ταχύτατα από ένα ισορροπημένο πεδίο ανταγωνισμού που προωθεί την «επιβίωση του καταλληλότερου», σε έναν άνισο αγωνιστικό χώρο όπου μόνο εκείνοι με τους «πλουσιότερους γονείς» επιβιώνουν.
Η ενιαία αγορά θα καταλήξει μόνιμα μεταλλαγμένη, μακριά από το τωρινό της σημείο ισορροπίας. Χώρες στον Νότο με περιορισμένα μέσα θα χάσουν ένα σημαντικό μέρος του παραγωγικού τους ιστού. Αλλά και για τις χώρες του Βορρά, αυτή η αδιάκριτη βοήθεια θα καθυστερήσει τη φυσική διαλογή μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών επιχειρήσεων.
Η Ε.Ε. πρέπει να αντιστρέψει αυτή τη διαδικασία και να προστατεύσει όλες τις αγορές, επανεξετάζοντας τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και σημειώνοντας πρόοδο στη δημιουργία κεφαλαιαγορών.
Αρχικά πρέπει να επαναφέρουμε κάποια μορφή κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις το συντομότερο δυνατόν για να προστατεύσουμε την ακεραιότητα της ενιαίας αγοράς. Ωστόσο, η Ε.Ε. πρέπει να εκμεταλλευτεί τον χρόνο όσο οι κανόνες αυτοί δεν ισχύουν, και να χαράξει μια στρατηγική για το μέλλον της βιομηχανίας της.
Οι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις έχουν περιορίσει έως τώρα την Ε.Ε. να αυτοϋπερασπισθεί από τις αυξανόμενες παγκόσμιες διαρθρωτικές ανισορροπίες. Για όσο λοιπόν καιρό ακόμη εξακολουθούν αυτοί να μην ισχύουν, η Ε.Ε. πρέπει να αναθεωρήσει το πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων με γνώμονα πως θα εξασφαλίσει την οικονομική της αυτοκυριαρχία. Παρόλο που η χαλάρωση αυτών των κανόνων αποδεικνύεται επικίνδυνη, προσφέρει ωστόσο μια μοναδική ευκαιρία να ξανασκεφτούμε πώς πρέπει να τους προσαρμόσουμε σε μια νέα παγκόσμια τάξη. Και αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρέπει να υποκύψουμε στον προστατευτισμό.
Εν τω μεταξύ, οι εθνικές προσπάθειες «διάσωσης» θα πρέπει να γίνουν πιο στοχευμένα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η «διάσωση» δεν μπορεί να είναι οριζόντια, αλλά να γίνεται με κριτήριο την παραγωγικότητα των εταιρειών πριν από την πανδημία.
Σε εταιρείες που είναι αναμφισβήτητα παραγωγικές πρέπει να εξασφαλισθεί η ρευστότητά τους. Και αυτή η βοήθεια να είναι υπό τη μορφή χρηματοδότησης όσο το δυνατόν περισσότερο, και όχι δανεισμού, για να αποφευχθούν οι αρνητικές μελλοντικές συνέπειες της συσσώρευσης χρέους. Οι παραγωγικές εταιρείες θα κληθούν να προωθήσουν την ανάκαμψη, οπότε δεν πρέπει να έχουν περιοριστεί.
Αντίθετα, οι εταιρείες με πολύ επισφαλείς ισολογισμούς δεν πρέπει να διατηρηθούν. Οποια βοήθεια θα πρέπει να παρέχεται μόνο υπό τη μορφή επιδομάτων ανεργίας και υποβοήθειας για τη μετατόπιση των υπαλλήλων τους στην αγορά εργασίας.
Αλλά το πραγματικό πρόβλημα έγκειται σε μια τρίτη κατηγορία εταιρειών, που δεν είναι εύκολο να τοποθετηθούν σε καμία από τις άλλες δύο κατηγορίες. Και καθώς ο μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων στην Ε.Ε. εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, είναι και ο πραγματικός λόγος πίσω από την πολιτική της αδιάκριτης διάσωσης.
Αναγνωρίζοντας αυτό, πολλοί υποστηρίζουν τώρα τη συμβολή του κράτους έναντι συμμετοχής του σε εταιρικό κεφάλαιο. Η λογική αυτής της πρότασης είναι ότι εάν οι φορολογούμενοι επωμίζονται τις απώλειες σε περίοδο ύφεσης, τότε πρέπει να έχουν εξίσου μερίδιο στα κέρδη την περίοδο ανάπτυξης.
Αν και αυτός ο συλλογισμός ακούγεται δίκαιος, εξομοιώνει τον ρόλο του κράτους με αυτόν των αγορών. Το κράτος μπορεί να υποστηρίξει αυτούς που είναι σαφώς παραγωγικοί, προστατεύοντάς τους από πραγματικά απρόβλεπτες καταστάσεις. Αυτό όμως που δεν είναι σε θέση να κάνει, είναι να προσδιορίσει το ίδιο ποιοι είναι άξιοι διάσωσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συμμετοχή της σε αυτήν την τρίτη, προβληματική κατηγορία πρέπει να είναι μόνο υπό τη μορφή ενθάρρυνσης άλλων να το κάνουν.
Αυτόν τον ρόλο πρέπει να παίξουν οι κεφαλαιαγορές, όχι οι τράπεζες που περιορίζονται θεσμικά στο πόσο ρίσκο μπορούν να αναλάβουν. Δυστυχώς όμως εδώ η Ε.Ε. δεν είναι καλά προετοιμασμένη. Τώρα είναι που πρέπει να σημειώσει γρήγορη και απαραίτητη πρόοδο στη δημιουργία μιας ένωσης κεφαλαιαγορών.
Πρέπει να δημιουργηθεί, εσπευσμένα, ένα «28ο καθεστώς», μια ξεχωριστή νομική δικαιοδοσία εκ του μηδενός, ανεξάρτητη και ξεχωριστή από οποιοδήποτε εθνικό νομικό πλαίσιο. Αυτό πρέπει να σχεδιαστεί με σκοπό την ενθάρρυνση περισσότερης ιδιωτικής συμμετοχής κεφαλαίων, τόσο στο εσωτερικό κάθε χώρας όσο και μεταξύ κρατών-μελών. Και μπορεί να το κάνει, όπως έκανε και με την τραπεζική ενοποίηση, εν μέσω της προηγουμένης χρηματοοικονομικής κρίσης.
Οι αγορές είναι οι μόνες που μπορούν να ερμηνεύσουν και να ξεδιαλύνουν τα ρίσκα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ε.Ε. και να προσδιορίσουν ποιες παραγωγικές μονάδες είναι κατάλληλες για να επιβιώσουν. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Ε.Ε. είναι να παραχωρήσει την απαραίτητη νομική ασφάλεια, ώστε να μπορέσει αυτό να υλοποιηθεί.
* Η κ. Μαρία Δεμερτζή είναι υποδιευθύντρια στο Bruegel.