Μετά από σκληρή προσπάθεια όλων μας φτάσαμε επιτέλους στην «επόμενη μέρα» και τώρα που το υγειονομικό πρόβλημα φαίνεται να είναι πλέον διαχειρίσιμο η κυβέρνηση στρέφει την προσοχή της στη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας.

Τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν για τη στήριξη των εργαζομένων και των επιχειρήσεων ήταν απαραίτητα και προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε η οικονομία να μην πεθάνει την ώρα που δέχτηκε το πρώτο σοκ της υποχρεωτικής καραντίνας. Αλλά όπως και οι πρώτες βοήθειες, δεν μπορούν να συνεχιστούν επ’ αόριστον αφού και πολύ δαπανηρά είναι αλλά και δεν έχουν τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να ενθαρρύνουν μια μακροχρόνια ανάπτυξη. Η βιώσιμη και αειφόρος ανάπτυξη έρχεται μόνο όταν η οικονομία μπορεί να πατήσει πάνω στα πόδια της και όχι όταν βασίζεται σε μόνιμα οικονομικά «δεκανίκια» και έτσι τα επόμενα μέτρα που σκοπεύει να λάβει η κυβέρνηση θα πρέπει να είναι τα ανάλογα.

Αυτή η κρίση είναι πολύ διαφορετική από όσες μας χτύπησαν στο παρελθόν αφού τα αίτιά της δεν είναι ούτε δημοσιονομικά ούτε χρηματοδοτικά. Λόγω της καραντίνας, η οικονομία όλου του πλανήτη έχει μπει σε μια τεχνητή παύση με κύριο επακόλουθο την πολύ γρήγορη, σχεδόν βίαιη αλλαγή των καθημερινών μας συνηθειών. Από τη μία μέρα στην άλλη το λιανικό εμπόριο και πολλές υπηρεσίες μεταφέρθηκαν στο διαδίκτυο με τη ζήτηση κάποιων προϊόντων και υπηρεσιών να μηδενίζεται και κάποιων άλλων να εκτοξεύεται στα ύψη. Και ενώ η ζήτηση άλλαξε ακαριαία, η προσφορά, για πολλούς λόγους δεν μπορεί να προσαρμοστεί με τους ίδιους ρυθμούς, δημιουργώντας τα πολύ σημαντικά προβλήματα στην οικονομία.

Ένας σημαντικός λόγος αυτής της αργής προσαρμογής της προσφοράς είναι ότι σχεδόν σε όλους τους κλάδους της οικονομίας η παραγωγή συνδέεται άμεσα με τον αριθμό τον εργαζομένων και έτσι οι εταιρείες που χρειάζονται προσωπικό είτε δυσκολεύονται να βρουν, είτε διστάζουν να προσλάβουν ξέροντας ότι η αύξηση της ζήτησης θα είναι προσωρινή. Την ίδια ώρα, υπάρχει πληθώρα ικανών και πρόθυμων για εργασία ατόμων που προέρχονται από επιχειρήσεις που έπαυσαν υποχρεωτικά ή μείωσαν τις δραστηριότητές τους και η σύμβαση εργασίας τους έχει μπει σε αναστολή. Και ενώ αυτή την στιγμή διαβιούν με ένα επίδομα μικρότερο του μισθού τους, θα μπορούσαν να διατηρήσουν το εισόδημά τους προσφέροντας τις ειδικευμένες τους υπηρεσίες σε εταιρείες οι οποίες έχουν έλλειψη και τους χρειάζονται.

Σίγουρα δεν είναι καθόλου εύκολο να βρεθούν από τη μία μέρα στην άλλη πολύ εξειδικευμένα στελέχη όπως γιατροί. Εφόσον όμως και οι ανωτέρω εργαζόμενοι το επιθυμούσαν, δεν θα μπορούσαν για όσο διαρκεί αυτή η ανισορροπία στην προσφορά και ζήτηση «παροπλισμένα» από τις εργασίες τους στελέχη να βοηθήσουν σε τομείς που χρήζουν άμεσης ανάγκης απασχόλησης, όπως η υγεία, το ηλεκτρονικό εμπόριο και οι ταχυμεταφορές και έτσι να βοηθηθούν και οι ίδιοι; Δεν θα μπορούσαν για παράδειγμα, οδηγοί κάθε είδους τουριστικών οχημάτων, εργαζόμενοι σε ξενοδοχεία και εστίαση, αεροσυνοδοί, υπάλληλοι γραφείου και άλλοι να απασχοληθούν σε παρεμφερείς θέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, στη δημόσια υγεία ή στους κρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς;

Είναι προφανές ότι αν μπορούσε να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, τα πλεονεκτήματα θα ήταν πάρα πολλά για όλους. Οι εταιρείες που χρειάζονται προσωπικό θα το έβρισκαν γρήγορα και θα αντιμετώπιζαν την αυξημένη ζήτηση και αυτές που αντιμετωπίζουν μείωση της ζήτησης θα επιτύγχαναν τη μείωση του κόστους μισθοδοσίας με αποτέλεσμα μικρότερη ανάγκη για κρατική ενίσχυση. Παράλληλα θα υπήρχε μικρότερη αναστάτωση στους καταναλωτές αφού οι υπηρεσίες για τις οποίες η ζήτηση έχει αυξηθεί θα ήταν καλύτερα στελεχωμένες και όσοι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να εργαστούν με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να διατηρήσουν το εισόδημά τους. Τέλος, η πολιτεία θα εξοικονομούσε πολύτιμους πόρους για να τους διαθέσει αλλού και όλα αυτά θα μείωναν την αβεβαιότητα για το μέλλον με πολύ θετική επίπτωση στην ψυχολογία της οικονομίας και τελικά στο ΑΕΠ.

Όπως αυτή η κρίση είναι διαφορετική από τις προηγούμενες έτσι και οι λύσεις που θα πρέπει να βρεθούν θα πρέπει να είναι έξω από τα συνηθισμένα. Δυστυχώς όμως το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις εργασιακές σχέσεις δεν είναι συμβατό με την ανωτέρω πρόταση και έτσι, ακόμα και αν εργοδότης και εργαζόμενος ήθελαν να συνάψουν μια ανάλογη σύμβαση, δεν θα μπορούσαν να το κάνουν. Εάν αυτή η πρόταση βοηθά στους μακροπρόθεσμους στόχους της κοινωνίας, είναι άκρως απαραίτητο να παρέμβει η πολιτεία και να διαμορφώσει το νομικό πλαίσιο ώστε να μην γίνονται απαγορευτικές τέτοιου είδους προσωρινές μετακινήσεις. Είναι σίγουρο ότι τέτοια σχήματα είναι αδύνατο να εφαρμοστούν χωρίς την ύπαρξη ενός σοβαρού, αμερόληπτου και δυνατού ενδιάμεσου o οποίος μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα βλαφθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ζητήματα όπως ωράριο, ετήσιες άδειες, ρεπό, ασφάλιση, προϋπηρεσία πρέπει να ρυθμιστούν με τέτοιο τρόπο χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα του εργαζόμενου και δεν μπορούν να αφεθούν στην «ελεύθερη διαπραγμάτευση» αφού αυτά που διακυβεύονται είναι πολύ περισσότερα από τα συμφέροντα των άμεσα ενδιαφερομένων.

Όπως δείχνουν και από τα προβλήματα που βγήκαν ξανά στο προσκήνιο από την ξαφνική και γενικευμένη εφαρμογή της εξ αποστάσεως εργασίας, ο κορμός της εργατικής νομοθεσίας δεν φαίνεται ότι συμβαδίζει με τις συνθήκες και ανάγκες τις σημερινής οικονομίας αφού έχει διαμορφωθεί πριν από πολλές δεκαετίες και είναι προσαρμοσμένος να αντιμετωπίσει τα τότε προβλήματα και προτεραιότητες. Η σημερινή πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική και έτσι η εργατική νομοθεσία θα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτήν ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις νέες προκλήσεις που έρχονται και να συμβαδίσει με της ανάγκες των νέων γενεών όπως των Millennials και Gen Ζ οι οποίες θα βιώσουν κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου περισσότερες και σημαντικότερες αλλαγές από αυτές που βιώσαμε εμείς και οι γονείς μας.

Ανθεκτικότητα (Resilience) είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πολύ τα τελευταία χρόνια στον χώρο της  εργασιακής ψυχολογίας η οποία περιγράφει την αντοχή και επιβίωση στα δύσκολα και έχει γίνει το ζητούμενο από πολλές εταιρείες και οργανισμούς. Ενώ όμως η «Ανθεκτικότητα» βοηθά στο να αντέξει κάποιος τις μικρές ή μεσαίες αναταράξεις, στις μεγάλες αυτό που απαιτείται είναι η «Προσαρμοστικότητα» και «Ευελιξία». Οφείλουμε να δούμε την κρίση του κορωνοϊού σαν μια προειδοποίηση για όσα πρόκειται να έρθουν στο μέλλον αφού, εκτός από τις προσωρινές αλλαγές που φέρνουν τα μέτρα για την αντιμετώπιση πανδημιών, οι αλλαγές που έρχονται από την 4η βιομηχανική επανάσταση, την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης, τη ρομποτική και τη συμβίωση του ανθρώπου με τις μηχανές θα είναι πολύ μεγάλες και μόνιμες. Αν δεν αποκτήσουμε μια οικονομία η οποία να έχει στο σύνολό της την ικανότητα να προσαρμόζεται γρήγορα τότε είναι βέβαιο ότι μια μεγάλη μελλοντική κρίση θα την γκρεμίσει όπως στον μύθο η καταιγίδα έριξε την «ανθεκτική» βελανιδιά και όχι την «ευέλικτη» καλαμιά.

Το ανθρώπινο δυναμικό είναι, και όχι μόνο από πλευράς κόστους, ο σημαντικότερος παράγοντας για τη βιωσιμότητα μιας επιχείρησης αλλά και στην ανάπτυξη της οικονομίας. Είμαστε κοινωνία ανθρώπων και όχι μηχανημάτων και όλα θα πρέπει να έχουν στόχο τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Οτιδήποτε εμποδίζει τη σωστή λειτουργία της αγοράς εργασίας είναι ενάντια στη ευμάρεια του συνόλου και θα πρέπει να διορθωθεί.

Η κυβέρνηση και η πολιτεία μας με τη σοβαρότητα που έδειξαν τους τελευταίους μήνες και με την πρωτοφανή αποδοχή και εμπιστοσύνη που έχουν από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας είναι σε μοναδική θέση να νομοθετήσει αυτά που απαιτούνται και δεν θα πρέπει να αφήσει αυτήν τη μοναδική ευκαιρία να πάει χαμένη.

Το οφείλουμε στις γενιές που έρχονται.  

*Κώστας Κωνσταντίνου Διευθύνων Σύμβουλος Ορκωτοί Ελεγκτές, Μουρ Στήβενς ΑΕ

kathimerini.gr