Η κατάκτηση του Euro 2004 από την Ελλάδα συνιστά τη μεγαλύτερη έκπληξη όλων των εποχών σε επίπεδο εθνικών ομάδων και πιθανότατα τη σπουδαιότερη επιτυχία του ελληνικού αθλητισμού συνολικά. Ήταν το καλοκαίρι που η Λισαβόνα έγινε η… πρωτεύουσα της Ελλάδας, ο Θοδωρής Ζαγοράκης και οι συμπαίκτες του… Θεοί και ο Ότο Ρεχάγκελ ο πιο αγαπητός Γερμανός που υπήρξε ποτέ και αυτός που χώρισε την ιστορία της εθνικής ομάδας σε δύο εποχές. Στην προ και μετά Ρεχάγκελ.

Αυτό το καταλαβαίνουμε και τώρα, όταν όλες οι συζητήσεις που αφορούν στο αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα, συνήθως αρχίζουν με τη φράση «να μην επιστρέψουμε στην προ Ρεχάγκελ εποχή». Κι όμως, σε εκείνη την εποχή, υπήρξαν επιτυχίες, οι οποίες φέρουν τη σφραγίδα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Του Αλκέτα Παναγούλια

Οι νεότεροι ή και κάποιοι παλαιότεροι που δεν έχουν και ιδιαίτερη διάθεση να ασχοληθούν ιδιαίτερα, θα σταθούν σε εκείνη την κρυφή κάμερα που υπήρχε στα αποδυτήρια της Ελλάδας στο Μουντιάλ 1994, για λογαριασμό ενός ντοκιμαντέρ του BBC, για να απαξιώσουν την όλη κατάσταση και ειδικά τον προπονητή, ο οποίος εμφανίζεται σε βίντεο να βρίζει στα αποδυτήρια ζητώντας ένα γκολ, απλά ένα γκολ από τους παίκτες του, ή στο πούλμαν της ομάδας να απειλεί τον τότε πρόεδρο της ΕΠΟ, Κώστα Τριβέλα, ότι θα τον κατεβάσει…

Είναι αναμφίβολα cult σκηνές, οι οποίες όμως περιγράφουν όχι τον προπονητή Παναγούλια αλλά την κατάσταση που είχε προκαλέσει η Ομοσπονδία, μετατρέποντας την αποστολή της εθνικής ομάδας σε ένα περιφερόμενο θίασο για χάρη των ομογενών και του ενθουσιασμού τους. Μια κατάσταση που απείχε παρασάγγας από τον άνθρωπο Παναγούλια και τη λογική του. Όχι ότι δεν του άρεσε η καλοπέραση, από όλους άλλωστε παρουσιαζόταν ως ένας μποέμ τύπος, αλλά ήξερε πότε ήταν η ώρα για… χαβαλέ και πότε για δουλειά.

Το αμερικάνικο όνειρο

Αυτό το έδειξε όχι τόσο ως ποδοσφαιριστής, αν και τα πήγε καλά στον Άρη που λάτρευε τόσο ως αριστερός χαφ όσο και ως αριστερός αμυντικός, όσο με την απόφαση του να τα αφήσει όλα στα 28 του χρόνια και να πάει στις ΗΠΑ, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, αρπάζοντας την ευκαιρία που του έδωσε μια υποτροφία στο Upsala College στο East Orange του Νιου Τζέρσεϊ, για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες.

Πήγε και τελικά δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφαση του, αφού στις ΗΠΑ γνώρισε τη γυναίκα του και παράλληλα διεύρυνε τους ορίζοντες του, έγινε ένας άνθρωπος ο οποίος μπορούσε να μεταδίδει τις ιδέες του, να διαχειρίζεται σωστά τους ανθρώπους που ήταν δίπλα του, να τους δίνει στόχους. Χαρακτηριστικά όλα αυτά, για τα οποία στη συνέχεια θα… κατηγορηθεί ότι δεν του «επιτρέπουν» να γίνει κανονικός προπονητής. Και η αλήθεια είναι ότι αυτό ίσως να μην είναι και τόσο άστοχο.

Η ιστορία έδειξε ότι ο Παναγούλιας τα πήγε καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, στην εθνική ομάδα, όταν δε δούλευε καθημερινά με τους παίκτες, όταν δεν έπρεπε δηλαδή να χτίσει μια ομάδα από το μηδέν, αλλά να διαχειριστεί ποδοσφαιριστές. Ο αντίλογος σε αυτό, μπορεί να είναι τα δύο πρωταθλήματα που κατέκτησε με τον Ολυμπιακό, το 1982 και το 1987.

Και σε αυτό, όμως, υπάρχει… αντίλογος πάλι: Και στις δύο περιπτώσεις ο Αλκέτας ανέλαβε τους ερυθρόλευκους μετά την έναρξη της σεζόν και σε κακή κατάσταση, καταφέρνοντας με τον τρόπο του να μεταδώσει τις ιδέες του, να αλλάξει το κλίμα, να δώσει ώθηση. Και τις δύο φορές, τελικά, απομακρύνθηκε την επόμενη σεζόν, όταν έπρεπε να δουλέψει από το καλοκαίρι με τις προσθαφαιρέσεις στο ρόστερ, λόγω άσχημων αποτελεσμάτων…

Το Μαρακανά και το Euro 1980

Και έτσι να είναι, όμως, το γεγονός δεν αλλάζει: Με εξαίρεση τον Ρεχάγκελ, ο μόνος προπονητής που πέτυχε με την εθνική ομάδα ήταν αυτός. Και δεν πέτυχε μία φορά αλλά δύο. Ή… 2,5, αφού ο Μίμης Δομάζος ήταν άστοχος σε μια μεγάλη ευκαιρία που του είχε παρουσιαστεί στο Μαρακανά στις 28 Απριλίου 1974, όταν η Ελλάδα αποσπούσε 0-0 από τη Βραζιλία του Ριβελίνο, του Ζαϊρζίνιο και των άλλων αστέρων!

Σύμφωνα με τους… ιστορικούς, αυτή η ισοπαλία ήταν αυτή που άρχισε να βάζει τις φάσεις για την παρουσία της εθνικής ομάδας στα τελικά του Euro 1980 ή κυπέλλου Εθνών, όπως ονομαζόταν τότε. Έγινε στην Ιταλία και η Ελλάδα είχε ήττα στις λεπρομέρειες από την Ολλανδία, γκολ κόντρα στην Τσεχοσλοβακία και ισοπαλία κόντρα στη Γερμανία που κατέκτησε το τρόπαιο.

Η Ελλάδα, η οποία για πρώτη φορά εμφανιζόταν σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης, είχε πετύχει αυτό που ήθελε. Είχε πάρει βαθμό, είχε βάλει γκολ, είχε καλή παρουσία γενικά. Και ήταν η μία από τις μόλις οκτώ ομάδες που συμμετείχαν στη διοργάνωση, για να καταλάβει ο καθένας το μέγεθος της επιτυχίας…

Η αναγνώριση στις ΗΠΑ

Ένα χρόνο μετά, ο Παναγούλιας θα αποχωρούσε και θα επέστρεφε στις ΗΠΑ, όπου η αναγνώριση του διαχρονικά ίσως υπήρξε μεγαλύτερη από ό,τι στην Ελλάδα. Εκεί, άλλωστε, ανέλαβε επίσης προπονητής της εθνικής ομάδας, ανέλαβε προπονητής της Ολυμπιακής ομάδας στο Λος Άντζελες το 1984, ήταν αυτός πάνω στον οποίο οι Αμερικάνοι στήριξαν το πρότζεκτ τους για να μάθουν οι Ηνωμένες Πολιτείες το ποδόσφαιρο, το οποίο αυτοί αποκαλούν soccer, για να εξασφαλίσει τελικά τον τίτλο του ισόβιου μέλους της Ακαδημίας Αθλητισμού των ΗΠΑ και θέση στο ποδοσφαιρικό Hall of Fame της χώρας.

Ήταν, ουσιαστικά, η τελευταία πραγματικά μεγάλη στιγμή της επαγγελματικής ζωής του, την οποία μοίρασε ανάμεσα σε Αμερική και Ελλάδα, μέχρι που ήρθε η στιγμή αυτά τα δύο να τα… ενώσει με την πρόκριση στο Μουντιάλ 1994. Όπως και με το Euro του ’80, ήταν η πρώτη φορά που η εθνική μας ομάδα εμφανίστηκε σε Παγκόσμιο Κύπελλο.

Και μπορεί εκεί τα αποτελέσματα να μην ήταν καλά, μπορεί να έμεινε στην ιστορία το «4-4-2» κόντρα σε Αργεντινή (4-0), Βουλγαρία (4-0) και Νιγηρία (2-0), μπορεί το BBC με την κρυφή κάμερα του να έδωσε την εικόνα ενός προπονητή που ήταν εκτός ελέγχου, αλλά στην πραγματικότητα ο μόνος που δεν είχε ξεφύγει εκείνο το καλοκαίρι, ήταν αυτός.

Ο προπονητής που πάντα θα θυμόμαστε όταν βλέπουμε τη φάση με την κεφαλιά του Μαχλά κόντρα στη Ρωσία και τα δεκάδες καπνογόνα που ανάβουν σε ένα ΟΑΚΑ που φλέγεται. Η πιο χαρακτηριστική εικόνα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας όταν αναφερόμαστε στην εθνική ομάδα, αφήνοντας απ’ έξω την παράνοια του Euro 2004 με τον Ότο Ρεχάγκελ…

Πηγή