Ο λογαριασμός των μέτρων στήριξης της οικονομίας για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, καθώς μπαίνουμε στην «καρδιά» της ύφεσης, οπότε η κυβέρνηση θα ανακοινώσει και νέα μέτρα, το κόστος των οποίων δεν πρέπει να διασπαρεί στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους. (ΦΩΤ.ΑΠΕ)
Στα 9-10 δισ. ευρώ διαμορφώνεται μέχρι στιγμής η δημοσιονομική επίπτωση από τα μέτρα αντιμετώπισης του κορωνοϊού που έχει θέσει σε εφαρμογή η κυβέρνηση. Το κόστος, όμως, αναμένεται να μεγαλώσει περισσότερο. Πρώτον, διότι μπαίνουμε στην «καρδιά» της ύφεσης, οπότε η κυβέρνηση θα ανακοινώσει και νέα μέτρα για τον περιορισμό της: ήδη μέσα στις επόμενες ημέρες θα γίνουν νέες διευκολύνσεις για τους εκδότες επιταγών που εξακολουθούν να πλήττονται από την κρίση με παράλληλα μέτρα στήριξης για τους κατόχους των επιταγών.
Ο στόχος του πλεονάσματος
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το οικονομικό επιτελείο φέρεται αποφασισμένο να «φορτώσει» στον φετινό προϋπολογισμό όλα τα μεγάλα οικονομικά βάρη για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού. Και αυτό, διότι για το 2020 δεν υφίσταται κάποιος δημοσιονομικός στόχος. Αντίθετα, το 2021, μπορεί να μην υποχρεωθούμε να εκτελέσουμε προϋπολογισμό με στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% ωστόσο στην κυβέρνηση θεωρούν από τώρα δεδομένο ότι θα υπάρχει στόχος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι πρώτοι σχεδιασμοί για τον προϋπολογισμό του 2021 έχουν ήδη ξεκινήσει με αρχική «κατεύθυνση» την παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 1,5-2%. Τα πιο «δαπανηρά» μέτρα στήριξης που έχουν προϋπολογιστεί να εφαρμοστούν φέτος είναι:
1. Η επιστρεπτέα προκαταβολή (η δεύτερη φάση της οποίας ξεκινάει τη Δευτέρα) με προϋπολογισμό 2 δισ. ευρώ.
2. Η καταβολή του επιδόματος των 800 ευρώ (ή 600 ευρώ στους επιστήμονες ή 534 ευρώ σε όσους παρέμειναν σε αναστολή και για τον Μάιο και μετά), που έχει κοστίσει μέχρι στιγμής τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ και ενώ ο λογαριασμός συνεχίζει να ανεβαίνει.
3. Η διασφάλιση των ασφαλιστικών εισφορών όσων εργαζομένων μπήκαν σε καθεστώς αναστολής, με δημοσιονομικό κόστος περίπου 1,4 δισ. ευρώ.
4. Η αναστολή πληρωμής φόρων συνολικού ύψους περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
5. Το πρόγραμμα «Συν-Εργασία» για την επιδότηση της μερικής απασχόλησης, το οποίο είχε αρχικό προϋπολογισμό 800 εκατ. ευρώ, που όμως ανέβηκε ήδη στο 1 δισ. ευρώ μετά και την απόφαση να επιδοτηθούν οι εργοδοτικές εισφορές έως τέλος Ιουλίου.
Ο λογαριασμός είναι δεδομένο ότι θα αυξηθεί, καθώς η κυβέρνηση ήδη ετοιμάζεται να ανακοινώσει νέα μέτρα που δεν περιλαμβάνονται στο κονδύλι των 9 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η επιδότηση των δόσεων των στεγαστικών δανείων, πράσινων και κόκκινων. Η κυβέρνηση ξεκινά με φιλόδοξο στόχο να επιδοτήσει ακόμη και με 400-500 εκατ. ευρώ τους περίπου 330.000 δανειολήπτες, αλλά το τελικό ποσό θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για τον ορισμό των κριτηρίων που θα τεθούν.
Επιπλέον, με τη μείωση του συντελεστή προκαταβολής φόρου θα «χαθούν» αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από τον φετινό προϋπολογισμό καθώς η προκαταβολή με συντελεστή 100% ήταν προγραμματισμένο να αποδώσει δημοσιονομικά περί τα 2,4 δισ. ευρώ. Η έκπτωση για την εφάπαξ πληρωμή φόρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός μπορεί επίσης να κοστίσει αρκετές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ, αφού μπορεί ο συντελεστής να είναι χαμηλός (2%), όμως η «βάση υπολογισμού» (ΕΝΦΙΑ και φόρος εισοδήματος) είναι πολύ μεγάλη, ιδίως αν συμπεριληφθεί και ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων αλλά και ο ΕΝΦΙΑ (σ.σ. σε αυτή την περίπτωση το συνολικό ύψος των φόρων επί των οποίων θα μπορεί να επιβληθεί το 2%, θα φτάσει τα 10 δισ. ευρώ).
Ο προϋπολογισμός του 2021
Πώς προκύπτει η προσπάθεια να «προστατευθεί» ο προϋπολογισμός του 2021 και να φορτωθούν τα δημοσιονομικά βάρη στον φετινό προϋπολογισμό; Από την ανακοίνωση του πρωθυπουργού για την πληρωμή των φόρων που έχουν ανασταλεί φέτος σε 12 μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2021, γίνεται σαφές ότι θα χαθούν έσοδα από τον προϋπολογισμό του 2020, αλλά θα μεταφερθούν στον προϋπολογισμό του 2021. Αν μειωθεί φέτος ο συντελεστής της προκαταβολής για τις επιχειρήσεις, αποφεύγεται η «τρύπα» στον προϋπολογισμό του 2021 (η οποία θα δημιουργούνταν καθώς πολλές επιχειρήσεις θα διεκδικούσαν επιστροφές φόρου) και μεταφέρεται στον φετινό προϋπολογισμό.
Η έκπτωση φόρου που θεσπίστηκε για τους ιδιοκτήτες ακινήτων που έχασαν εισόδημα από το υποχρεωτικό «κούρεμα» των ενοικίων κατά 40% επίσης θα βαρύνει τον φετινό προϋπολογισμό. Οι ιδιοκτήτες, βέβαια, θα πληρώσουν λιγότερο φόρο του χρόνου, αφού θα εμφανίσουν μειωμένο εισόδημα. Ακόμη και το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής θα ευνοήσει δημοσιονομικά τον προϋπολογισμό του 2022, καθώς για το 2021 θα υπάρχει περίοδος χάριτος.
Εως τις 22 Ιουνίου αιτήσεις από ιδιοκτήτες ακινήτων
Αισιόδοξοι ότι το υποχρεωτικό «κούρεμα» των ενοικίων κατά 40% στο οποίο υποχρεώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες δεν θα επιφέρει απώλειες εισοδήματος μεγαλύτερες των 300 εκατ. ευρώ εμφανίζονται στο οικονομικό επιτελείο. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι το μέτρο της επιστροφής φόρου σε ιδιοκτήτες ακινήτων προϋπολογίζεται ότι θα έχει δημοσιονομικό κόστος μόλις 58-60 εκατ. ευρώ. Βέβαια, οι συγκεκριμένες εκτιμήσεις γίνονται ακόμη στα «τυφλά», καθώς δεν έχει ενεργοποιηθεί καν η ηλεκτρονική πλατφόρμα μέσω της οποίας οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα κληθούν να δηλώσουν τις πραγματικές απώλειες εισοδήματος. Οι μόνες πληροφορίες που έχει αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση προέρχονται από το σύστημα «Εργάνη». Μέσω αυτού όμως υπάρχει μια (όχι πλήρης) εικόνα μόνο για τον αριθμό των ενοικιαστών που έχουν κάνει χρήση του μέτρου και όχι για τα εισοδήματα που χάθηκαν. Η σχετική διάταξη ορίζει ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα δικαιούνται επιστροφή φόρου ίση με το 30% του εισοδήματος που έχασαν.
Οπως ανακοίνωσε η ΑΑΔΕ, οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να κάνουν τις αιτήσεις έως τις 22 Ιουνίου. Οι ενοικιαστές από την πλευρά τους θα πρέπει να επικυρώσουν τη δήλωση του ιδιοκτήτη μέχρι τις 26 Ιουνίου. Αν παραλείψουν τη διαδικασία της επικύρωσης θα θεωρείται ότι έχει υποβληθεί ειλικρινής δήλωση από τον ιδιοκτήτη ενώ αν εναντιώνονται, η υπόθεση θα παραπέμπεται για έλεγχο προκειμένου να αποδειχθεί ποια από τις δύο πλευρές έχει δίκιο. Εως τις 22 Ιουνίου θα πρέπει να υποβληθούν οι δηλώσεις για τις μειώσεις ενοικίων που είχαν ήδη γίνει μέχρι τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Για τις μειώσεις μετά τον Ιούνιο, οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να υποβάλουν σχετική δήλωση μέχρι την 26η ημέρα του μήνα στον οποίο αφορά η μείωση.