Ο νόμος 4685/2020 για τον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, που ψηφίστηκε πριν από λίγους μήνες, παρά το γενικά θετικό πρόσημό του δεν προχώρησε τελικά σε κάποια ώριμα και αναγκαία βήματα.

Ετσι, ενώ όντως περιόρισε τη θεσμική ασάφεια, την πολυνομία και την αβεβαιότητα που δηλητηριάζουν επί δεκαετίες το επιχειρηματικό οικοσύστημα της χώρας, ενώ όντως εισήγαγε μια ορθολογικότερη ισορροπία ανάμεσα στις δύο ανάγκες για προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και για βιώσιμη επιχειρηματική δράση, άφησε επιμέρους πτυχές εξειδίκευσης αυτής της σωστής φιλοσοφίας για το μέλλον.

Ενα χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι οι υπόγειες εκμεταλλεύσεις μαρμάρου. Ηδη –παρά την περί του αντιθέτου διαδεδομένη εικόνα– η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία για την εξορυκτική δραστηριότητα εντός των περιοχών Natura επιτρέπει, βεβαίως με αυστηρούς και συγκεκριμένους όρους, την εξόρυξη πρώτων υλών εντός προστατευόμενων περιοχών.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν σε αφθονία στη γειτονιά μας παραδείγματα τέτοιων εκμεταλλεύσεων που σέβονται απολύτως το περιβάλλον και παράγουν σημαντική προστιθέμενη αξία για τις τοπικές αλλά και την εθνική οικονομία.

Στην Ιταλία, για παράδειγμα, εδώ και δεκαετίες λειτουργούν χωρίς κανένα πρόβλημα υπόγειες εκμεταλλεύσεις σε προστατευόμενες περιοχές, όπως στις όχθες της λίμνης Ιζέο και στην πόλη της Βιτσέντσα, με περιορισμένο χώρο επέμβασης, ελάχιστη επιβάρυνση και ουσιαστικά καμία όχληση για τους κατοίκους και τους επισκέπτες των ωραίων αυτών περιοχών.

Ενώ λοιπόν τόσο το κανονιστικό πλαίσιο όσο και τα τεχνολογικά και εμπειρικά δεδομένα δίνουν ένα ξεκάθαρο πράσινο φως, ο εθνικός νομοθέτης επέλεξε ξανά να είναι αυστηρότερος από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό, θέτοντας τις εξορύξεις εκ των προτέρων εκτός των επιτρεπόμενων χρήσεων μέσα στις ζώνες προστασίας φύσης.

Ετσι, περίπου το 30% της έκτασης της χώρας, που περιέχει και μεγάλο μέρος του ορυκτού μας πλούτου, παραμένει μη αξιοποιήσιμο.

Την οικονομική σημασία αυτής της επιλογής υπογραμμίζουν τα πορίσματα έκθεσης που εκπόνησε η ICAP στα τέλη του 2019, σύμφωνα με την οποία στη χώρα μας δραστηριοποιούνται στον κλάδο της εξόρυξης και επεξεργασίας μαρμάρου 670 επιχειρήσεις με πάνω από 6.205 εργαζομένους, με συνολική συνεισφορά στο ΑΕΠ που υπερβαίνει τα 600 εκατ. ευρώ και με το 78% των πωλήσεών τους να αφορά εξαγωγές μεγάλης προστιθέμενης αξίας, δεδομένου του ότι η ποιότητα του ελληνικού μαρμάρου είναι πολύ υψηλή.

Στον νομό της Δράμας, μάλιστα, το μάρμαρο καλύπτει το 30% του συνολικού ακαθάριστου περιφερειακού προϊόντος.

Είναι βέβαιο πως αυτή η ήδη μεγάλη δυναμική του κλάδου μπορεί με τον εξορθολογισμό του ρυθμιστικού πλαισίου να συμβάλει ακόμη εντατικότερα στην οικονομική ανάπτυξη, καθώς πολλές εκμεταλλεύσεις είναι έτοιμες να επεκταθούν σε υπόγειες εξορύξεις.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός από τους σοβαρότερους και δυναμικότερους παραγωγούς μαρμάρου, που σήμερα έχει κύκλο εργασιών 20 εκατ. ευρώ, καταβάλλει ετήσια φορολογία τουλάχιστον 2 εκατομμυρίων και ετήσια μισθώματα για τα λατομεία ύψους 500.000 ευρώ, απασχολώντας 50 εργαζομένους σε άμεσες θέσεις εργασίας, ο οποίος σε περίπτωση που εγκριθεί η υπόγεια εξόρυξη σε 2 σημεία θα διπλασιάσει τους άμεσα απασχολουμένους και θα αυξήσει κατά τουλάχιστον 200 τις περιφερειακές θέσεις απασχόλησης.

Η νέα νομοθετική ρύθμιση, λοιπόν, που σύμφωνα με πληροφορίες ετοιμάζεται να προωθήσει η κυβέρνηση, μας δίνει μια σημαντική δεύτερη ευκαιρία για την ενίσχυση ενός δυναμικού και εξωστρεφούς παραγωγικού κλάδου, πάντα με απόλυτο σεβασμό στο μοναδικό φυσικό περιβάλλον της πατρίδας μας. Αυτή την ευκαιρία, λοιπόν, οφείλουμε αυτή τη φορά να την αξιοποιήσουμε.

* Ο κ. Ροδόλφος Δρακούλης είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης. 

kathimerini.gr