Ενώ στη Γερμανία η καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ εξαντλεί τη διαπραγματευτική δύναμή της για να επιτύχει έναν δύσκολο συμβιβασμό μεταξύ πολλών διαφωνούντων στο φιλόδοξο σχέδιο Next Generation EU, στην Ελλάδα το επιτελείο του πρωθυπουργού διαμορφώνει ήδη το πλαίσιο για την αξιοποίηση των 32 δισ. που προσδοκάται ότι θα κατανεμηθούν τελικά στη χώρα μας.

Το πλαίσιο βασίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, σε 6 κατευθύνσεις, για την εξειδίκευση των οποίων θα δημιουργηθούν αντίστοιχες υποομάδες:

1. Περιφερειακή ανάπτυξη.

2. Ψηφιακός μετασχηματισμός.

3. Πράσινη ανάπτυξη.

4. Ενίσχυση υποδομών.

5. Απασχόληση και κοινωνική συνοχή.

6. Εξυπνη επιχειρηματικότητα που αφορά κυρίως την καινοτομία στην παραγωγή.

Η άσκηση θα είναι σύνθετη, καθώς το πρόγραμμα που θα συνταχθεί και θα υποβληθεί προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να συνδυάζεται και να μην αλληλοεπικαλύπτεται με το νέο ΕΣΠΑ (από το οποίο υπολογίζεται ότι θα εισρεύσουν άλλα 19 δισ. ευρώ). Πάνω απ’ όλα, βεβαίως, πρέπει να καλύπτει ουσιαστικές ανάγκες για την ανάκαμψη της χώρας και να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να υλοποιηθεί, κάτι που κανονικά πρέπει να αφήνει ξάγρυπνους όσους το σχεδιάζουν στην προεδρία της κυβέρνησης και στην Επιτροπή Πισσαρίδη. Κι αυτό γιατί στο παρελθόν, τα μεγάλα σχέδια που αποτυπώνονταν στα χαρτιά κατέληγαν σε χαμηλή απορροφητικότητα και άρον άρον ανασχεδιασμούς και κατασπατάληση των διαθέσιμων πόρων του ΕΣΠΑ.

Η ιδέα που κερδίζει έδαφος στο πλαίσιο αυτό είναι να ξεκινάει το πρόγραμμα δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη χρηματοδότηση μεταρρυθμίσεων, φορολογικών ελαφρύνσεων και άλλων και να μεταθέτει προς το τέλος του τα μεγάλα έργα υποδομής, που χρειάζονται χρόνο ωρίμανσης. «Θα υποβάλουμε ένα τριετές σχέδιο. Δεν θα είναι άλλο ένα ΕΣΠΑ. Θα περιλαμβάνει σημαντικά έργα υποδομής, αλλά θέλουμε να αφορά και μεταρρυθμίσεις, τις οποίες σκοπεύαμε να εφαρμόσουμε, αλλά ο κορωνοϊός μάς στέρησε τα δημοσιονομικά περιθώρια», αναφέρει πηγή που συμμετέχει στον σχεδιασμό. Συγκεκριμένα, η πηγή σημειώνει ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει να εντάξει στο πρόγραμμα τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (που ως γνωστόν περιορίστηκε επί του παρόντος στο 0,9%, ενώ ο στόχος είναι να φτάσει το 5% στην τετραετία), την προώθηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (δεύτερος κεφαλαιοποιητικός πυλώνας), τη μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση της φορολογίας στην παραγωγή, στις εξαγωγές και στην ενέργεια και γενικά σε όσες επιβαρύνουν την παραγωγική οικονομία. Επίσης, τα σχέδιά της περιλαμβάνουν παρεμβάσεις για τον περιορισμό της παραοικονομίας, μέσω π.χ. ψηφιοποίησης των συναλλαγών, καθώς επίσης μεταρρύθμιση του φαρμακευτικού τομέα, που θα εξορθολογίζει τη φαρμακευτική δαπάνη αλλά και θα ενισχύει τη φαρμακευτική παραγωγή στη χώρα.

Το Ταμείο Ανάκαμψης, έτσι όπως έχει περιγραφεί από την Κομισιόν, δίνει τη δυνατότητα να χρηματοδοτούνται «δημόσιες επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις», αν και δεν είναι σαφές πώς θα μεταφραστεί η έννοια των μεταρρυθμίσεων.

Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι από τη στιγμή που δεν θα ξοδευτούν τα κονδύλια του προγράμματος σε επιδοματικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Αντιθέτως, υποστηρίζουν, οι μεταρρυθμίσεις που θέλει να χρηματοδοτήσει η κυβέρνηση είναι συμβατές με το μεταμνημονιακό πρόγραμμα ενισχυμένης εποπτείας της χώρας, το οποίο θα αποτελέσει, πιθανώς, την πυξίδα της Κομισιόν για τις εκταμιεύσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρότασή της, θα υπάρχουν «ορόσημα και στόχοι» που θα συμφωνήσει η Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιπες χώρες, μαζί της. Τα ορόσημα αυτά πρέπει να είναι συνεπή με τις «συστάσεις» που απευθύνονται, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, σε κάθε χώρα και στην περίπτωση της Ελλάδας εμπεριέχουν τις κατευθύνσεις της ενισχυμένης εποπτείας.

Ο στόχος της κυβέρνησης είναι να καταθέσει το 3ετές πρόγραμμα έως τις 15 Οκτωβρίου, ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος για τη διαπραγμάτευση με την Κομισιόν.

Η Επιτροπή Σοφών και η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής του Ιουλίου

Η Επιτροπή Σοφών, υπό την προεδρία του νομπελίστα οικονομολόγου Χριστόφορου Πισσαρίδη και με αναπληρωτή πρόεδρο τον καθηγητή και γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ Νίκο Βέττα, και μέλη με συντονιστικό ρόλο τους καθηγητές Δημήτρη Βαγιανό και Κωνσταντίνο Μεγήρ, θα υποβάλει έως τις 5-7 Ιουλίου ένα πρώτο κείμενο στρατηγικών κατευθύνσεων. Στη συνέχεια, θα το εξειδικεύσει έως τις αρχές Σεπτεμβρίου, χωρίς να φτάσει σε επιχειρησιακό επίπεδο. Παράλληλα, θα λειτουργούν οι 6 υποομάδες που προαναφέρθηκαν δίπλα, με τη συνδρομή των υπουργείων. Συντονιστικό ρόλο εξετάζεται να έχει μια εκτελεστική γραμματεία που θα συσταθεί στην προεδρία της κυβέρνησης, με συμμετοχή μελών της προεδρίας και των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης. Αυτή τη στιγμή δραστηριοποιούνται μεταξύ άλλων ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Ακης Σκέρτσος, ο επικεφαλής του οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Μιχάλης Αργυρού.

Πριν ξεδιπλωθούν τα σχέδια, βεβαίως, το επόμενο ορόσημο είναι η Σύνοδος Κορυφής στις 17-18 Ιουλίου. Αν δεν υπάρξει συμφωνία εκεί, δεν αποκλείεται μια νέα σύνοδος τον ίδιο μήνα. Οπως λέγεται, αν η απόφαση μετατεθεί για μετά το καλοκαίρι, οι αγορές δεν θα αντιδράσουν καλά.

Επισφαλής η πρόβλεψη των μεγεθών του 2021



Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους εκτιμούν ότι ο προϋπολογισμός του επόμενου έτους μπορεί να κλείσει κοντά σε μηδενικό πρωτογενές αποτέλεσμα (ελαφρώς ελλειμματικός ή ελαφρώς πλεονασματικός).

Αν ο προϋπολογισμός του 2020 πέρασε από πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ σε πρωτογενές έλλειμμα 3%-3,5% του ΑΕΠ (σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών), αυτός του 2021 είναι ακόμη στον αέρα.

Στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι μπορεί να κλείσει κοντά σε μηδενικό πρωτογενές αποτέλεσμα (ελαφρώς ελλειμματικός ή ελαφρώς πλεονασματικός, σύμφωνα με δύο εκδοχές), αλλά ακόμη τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Ο αρμόδιος υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής Θόδωρος Σκυλακάκης δεν κρύβει ότι διαχειρίζεται τη δυσκολότερη δημοσιονομική άσκηση των τελευταίων χρόνων, καθώς δεν βασίζεται σε καμία σχεδόν σταθερά.

Τα καλά νέα είναι ότι ο προϋπολογισμός του 2021 θα δεχθεί πιθανότατα μια ισχυρή τονωτική ένεση από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα εγκριθεί, αργά ή γρήγορα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και από το οποίο η Ελλάδα θα εισπράξει, καλώς εχόντων των πραγμάτων, 32 δισ. ευρώ. Το ερώτημα είναι τι μέρος από αυτό το ποσό θα μπορέσει να εισπράξει το 2021. Στο Γενικό Λογιστήριο εκτιμούν ότι θα μπουν στην οικονομία 5 δισ. ευρώ, δηλαδή 2,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Οι αναλυτές μεγάλης τράπεζας εκτιμούν ότι το ποσό θα είναι μικρότερο, περίπου 2,8 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε 1,5 ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ.

Μια μικρή καθυστέρηση στην απορρόφηση, άλλωστε, αλλάζει δραματικά την εικόνα. Με τους υπολογισμούς του υπουργείου Οικονομικών, αν χαθεί ένα τρίμηνο, το ΑΕΠ θα είναι αυτομάτως 1,5 δισ. ευρώ μικρότερο. Η όποια διαφοροποίηση του ΑΕΠ προφανώς επηρεάζει τα δημοσιονομικά μεγέθη και τους στόχους, που υπολογίζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Προς το παρόν, όμως, στην κυβέρνηση δεν μπορούν να εκτιμήσουν με ακρίβεια ούτε καν την ύφεση του 2020. Οι τελευταίες εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου την τοποθετούν, σύμφωνα με πληροφορίες, στο 6%-6,5% (έναντι 4,7% έως 7,9% του Προγράμματος Σταθερότητας), αλλά και πάλι ο τουρισμός δεν έχει δείξει ακόμη τα δόντια του και οι προβλέψεις είναι ως εκ τούτου αβέβαιες.

Ακόμη μεγαλύτερη εστία αβεβαιότητας θεωρούν, εξάλλου, στο Γενικό Λογιστήριο τη διοχέτευση της ρευστότητας 7 δισ. ευρώ από τις τράπεζες, με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, στην πραγματική οικονομία. Η ανησυχία είναι ότι τα ποσά θα κατευθυνθούν σε μεγάλο βαθμό σε επιχειρήσεις που δεν τα έχουν ανάγκη ώστε να τα ξοδέψουν άμεσα και να τονώσουν έτσι την ανάπτυξη.

Αυτό σημαίνει ότι το ΑΕΠ μπορεί να κλείσει φέτος στα 175 δισ. ευρώ, ενώ οι αρχικές προσδοκίες ήταν για 193 δισ. ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για απώλειες εσόδων και δημοσιονομικούς στόχους. Για φέτος, φυσικά, δεν τίθεται θέμα δημοσιονομικών στόχων, καθώς έχει αρθεί κάθε περιορισμός. Του χρόνου, όμως;

Στην κυβέρνηση, προς το παρόν αποκλείουν το ενδεχόμενο να επανέλθει ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, αλλά  πιθανολογούν ότι δεν θα ισχύσει και πάλι η ρήτρα γενικής διαφυγής, όπως φέτος. Είναι πιθανό να επιτραπεί μια απόκλιση από τον στόχο, που θα δεσμεύει μεν, αλλά δεν θα οδηγεί σε ασφυξία τη χώρα.

kathimerini.gr