Δεν έχω κανένα πρόβλημα να «προβλέψω» ότι τον Απρίλιο του 2021, η άνοδος στα τουριστικά έσοδα θα ξεπεράσει το 3.600%. Ακόμη όμως και αυτός ο εξωπραγματικός ρυθμός ανάπτυξης θα αποτελεί μια πολύ αρνητική εξέλιξη, καθώς τον έχω υπολογίσει θεωρώντας ότι τον Απρίλιο του 2021 τα τουριστικά έσοδα θα ανέλθουν σε 272 εκατ. ευρώ (Φωτ. ΑΠΕ).

Από τις αρχές Μαρτίου και ύστερα, οπότε και άρχισε να γίνονται αντιληπτά το μέγεθος της πανδημίας και η επίπτωσή της στην παγκόσμια και αναπόφευκτα στην ελληνική οικονομία, έχει υπάρξει μια πληθώρα απόψεων και προγνωστικών αναφορικά με το μέγεθος και τη διάρκεια της ύφεσης που θα προέλθει, καθώς και την ένταση της ανάκαμψης που θα επακολουθήσει.

Το πρόβλημα με όλες αυτές τις εκτιμήσεις είναι ότι σήμερα η μεταβλητότητα όλων των μακροοικονομικών μεγεθών έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι συγκρίσεις με το παρελθόν αντιβαίνουν την κοινή λογική, καθίστανται παραπλανητικές και ως εκ τούτου μπορεί να οδηγήσουν σε σειρά εσφαλμένων συμπερασμάτων. Για την αποφυγή αυτού του κινδύνου, θα ήθελα να καταθέσω 3 προτάσεις, οι οποίες –κατά την άποψη μου– μπορούν να συμβάλουν στην πιο σωστή και ορθολογική κατανόηση των εξελίξεων στο προσεχές μέλλον και προκύπτουν, εν πολλοίς, από την πρόσφατη εμπειρία μας από την κρίση 2010-19.

Πρόταση 1η: Από τώρα και για τα επόμενα τουλάχιστον δύο χρόνια, όλοι οι ρυθμοί μεταβολής θα είναι εντελώς παραπλανητικοί και πολύ εκτός του εύρους που έχουμε μάθει να θεωρούμε «φυσιολογικό». Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα θα είναι ο τουρισμός το 2021. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να «προβλέψω» ότι τον Απρίλιο του 2021, η άνοδος στα τουριστικά έσοδα θα ξεπεράσει το 3.600%. Ακόμα όμως και αυτός ο εξωπραγματικός ρυθμός ανάπτυξης θα αποτελεί μια πολύ αρνητική εξέλιξη, καθώς τον έχω υπολογίσει θεωρώντας ότι τον Απρίλιο του 2021 τα τουριστικά έσοδα θα ανέλθουν σε 272 εκατ. ευρώ, τα οποία σε σύγκριση με τα 7 εκατ. ευρώ του Απριλίου 2020 μας δίνουν ρυθμό αύξησης περίπου 3.600%. Ωστόσο τα 272 εκατ. ευρώ είναι ακριβώς τα μισά έσοδα του Απριλίου 2019. Ποιο από τα δύο νούμερα, το 3.600% ή το γεγονός ότι είναι πιθανόν τα έσοδα του 2021 να υστερούν των εσόδων του 2019 κατά το ήμισυ, ενέχει πιο σημαντικό πληροφοριακό περιεχόμενο;

Πρόταση 2η: Στο προσεχές διάστημα οποιαδήποτε σύγκριση οικονομικών μεγεθών θα πρέπει να αφορά σύγκριση επιπέδων οικονομικής δραστηριότητας και όχι ρυθμών μεταβολής. Και υπάρχουν δύο τρόποι να συγκρίνει κανείς επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας. Ο πρώτος και πιο αυτονόητος είναι με τα επίπεδα της προ-COVID 19 εποχής, δηλαδή το 2019, όπως παραπάνω έκανα με το παράδειγμα του τουρισμού. Ο δεύτερος τρόπος είναι να συγκρίνει κανείς τις προβλέψεις του ΑΕΠ για τα επόμενα χρόνια, οι οποίες ήταν διαθέσιμες την εποχή πριν από τον COVID 19, με τις τωρινές. Ειδικότερα, στις αρχές του έτους οι προβλέψεις μας για το ΑΕΠ την περίοδο 2020-2027 ήταν οι εξής: 2,5%, 2,6%, 2,5%, 2,5%, 2,3%, 2,1%, 1,8% και 1,4%, αντίστοιχα. Αντίθετα στο τρέχον σενάριο τις έχουμε αναθεωρήσει σε: -8,0%, 7,0%, 6,1%, 2,5%, 2,3%, 2,1%, 1,8% και 1,4%, αντίστοιχα.

Μια επιφανειακή σύγκριση των δύο προβλέψεων μπορεί να οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι το τρέχον σενάριο είναι –σε βάθος χρόνου– πολύ πιο αισιόδοξο και θετικό για την ελληνική οικονομία σε σχέση με το αρχικό. Το σφάλμα γίνεται προφανές εάν αθροίσουμε τα επίπεδα του ΑΕΠ (σε δισ. ευρώ) στις δύο αυτές εκδοχές της πραγματικότητας. Στο τρέχον σενάριο το σωρευτικό ΑΕΠ 2020-2027 ανέρχεται σε 1.657 δισ., έναντι 1.732 δισ. στο αρχικό μας σενάριο. Συνεπώς, η σωρευτική απώλεια πλούτου και εισοδήματος για όλους τους Ελληνες εξαιτίας της πανδημίας άνετα θα ξεπεράσει το ποσό των 75 δισ. ευρώ!!!

Η απώλεια αυτού του εισοδήματος μπορεί να απαλειφθεί μόνο εάν η ελληνική οικονομία κατορθώσει να καταγράψει πολύ πιο ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης και για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτές που εμείς υπολογίζουμε.

Πρόταση 3η: Η πραγματική ένταση της ύφεσης δεν θα εξαρτηθεί (μόνο) από την πτώση του ΑΕΠ το 2020 αλλά και από τη διάρκεια της ύφεσης. Η πρόταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την πρακτική των stress tests, όπου χρησιμοποιούνται ακραίες παραδοχές οικονομικής συρρίκνωσης για την τρέχουσα περίοδο. Αντίθετα, η πρότασή μας εδράζεται στην εμπειρία μας από την ελληνική οικονομία τη δεκαετία 2010-2019. Το συμπέρασμά μας από τη 10ετή περιπέτεια της ελληνικής οικονομίας είναι ότι αυτό που οδήγησε σε καταβαράθρωση την οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν το μέγεθος της ύφεσης σε κάποιο συγκεκριμένο έτος, αλλά η παρατεταμένη διάρκειά της.

Οι προτάσεις αυτές, πέρα από το γεγονός ότι δύναται να οδηγήσουν σε μια πιο ορθή ανάγνωση των μεσοπρόθεσμων εξελίξεων, έχουν και άμεση πρακτική εφαρμογή. Συγκεκριμένα, οι αναθεωρημένες προβλέψεις της Ε.Ε. για ύφεση 9% το 2020 και ανάκαμψη μόνο κατά 6% το 2021 συνεπάγονται πολύ μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος από τα 75 δισ. που έχουμε υποθέσει εμείς.

Συνεπώς, η παρούσα ανάλυση παρέχει επιπλέον επιχειρήματα στην ελληνική πλευρά στις διαπραγματεύσεις της σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για το πρόγραμμα των 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης.

Τέλος, η ανάγκη αποφυγής της παρατεταμένης ύφεσης επιβάλει και τη μη επαναφορά των παλαιών στόχων δημοσιονομικής πειθαρχίας και υπερβολικών πλεονασμάτων αλλά και τη μεγαλύτερη δυνατή χρονική μετάθεση των δανειακών και φορολογικών υποχρεώσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, παράγοντες οι οποίοι –ο καθένας ξεχωριστά, αλλά ακόμα χειρότερα συνδυαστικά– θα αποτελούσαν σημαντική τροχοπέδη στην προσπάθεια της χώρας για ανάκαμψη.

* Ο κ. Ηλίας Λεκκός είναι επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς.

kathimerini.gr