Οι Αγγλοσάξονες λένε πως υπάρχει μια συγκεκριμένη ερώτηση που… «κάνει τον κόσμο να γυρίζει» – «What’s in it for me?» ή ελληνιστί, «τι έχω να κερδίσω εγώ;». Το συγκεκριμένο δόγμα δημιουργεί μια ανταλλακτική συνθήκη, όπου τα μέλη μιας κοινωνίας λειτουργούν εντός ενός πλαισίου, μονάχα εφόσον έχουν κάτι να κερδίσουν.
Δηλαδή οι πολίτες συντάσσονται με αλληλοσεβασμό προς έναν κοινό σκοπό, μόνο όταν υπάρχει σχετική ανταπόδοση σε τυχόν επιβαλλόμενους, από το σύνολο, περιορισμούς. Για παράδειγμα, η καταβολή φόρων συνοδεύεται από την απαίτηση για καλύτερα σχολεία ή υπηρεσίες υγείας.
H συμπεριφορά του κοινωνικού μας συνόλου κατά την περίοδο της καραντίνας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για το πώς οι Ελληνες πολίτες μαζί με την κυβέρνηση υιοθέτησαν τη λογική της «ανταλλακτικής συμφωνίας». Απαντώντας στην παραπάνω ερώτηση οι πολίτες πείστηκαν από την κυβέρνηση (και την επιστημονική κοινότητα) πως σεβόμενοι τους περιορισμούς προστατεύουν την υγεία τους και των αγαπημένων τους, θα δουν αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας και μια πιο περιορισμένη κρίση συγκριτικά με οικονομίες που χτυπήθηκαν σκληρά από τον ιό. Τα αποτελέσματα γνωστά.
Μια τέτοια ανταποδοτική στρατηγική όμως δεν πρέπει να ανασύρεται από το συρτάρι μονάχα σε περιόδους κρίσης. Η κυβέρνηση οφείλει να την εφαρμόσει και σε άλλους ευαίσθητους τομείς που αναζητούν λύση για δεκαετίες. Αναφέρομαι στο θέμα της φοροδιαφυγής, όπου όμως λύσεις «οριζόντιων μέτρων» σχεδόν πάντα προκρίνονται ως ημίμετρα με αποδεκτό πολιτικό κόστος. Υπάρχει όμως το πολιτικό σθένος για ανταλλακτικές συμφωνίες με τους φορολογουμένους;
Εχουν κατά καιρούς γραφτεί πολλά σχετικά με την εκπεσιμότητα δαπανών των φυσικών προσώπων. Δηλαδή, οι ιδιώτες να απαλλάσσονται του αντίστοιχου φόρου εισοδήματος εφόσον προσκομίσουν αποδείξεις. Μια τέτοια φοροαπαλλαγή θα δημιουργούσε την απαιτούμενη ανταλλακτική συνθήκη δίνοντας πειστική απάντηση στο ερώτημα «τι έχω να κερδίσω εγώ;». Ταυτόχρονα το κράτος θα δημιουργούσε ένα σημαντικό αντικίνητρο για τη μη έκδοση αποδείξεων.
Οι φοροαπαλλαγές ίσως δημιουργούσαν κάποιο δημοσιονομικό κενό τα πρώτα χρόνια εφαρμογής – θα ήταν όμως πρόσκαιρο. Το κενό της αρχικής περιόδου θα μπορούσε να καλυφθεί αρχικά από το πακέτο στήριξης της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως διαρθρωτικό μέτρο και εν συνεχεία, συνδυαστικά με ένα ανταλλακτικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις με έμφαση στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, θα πετυχαίναμε την πολυπόθητη(;) διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Σε αυτή τη λογική η πολιτεία θα μπορούσε να εισαγάγει μια νέα επιχειρηματική μορφή όπου το 100% των συναλλαγών θα πραγματοποιείται ηλεκτρονικά («Cashless Business»). Αυτές οι επιχειρήσεις δεν θα πραγματοποιούν συναλλαγές με τη χρήση μετρητών παρά μόνο με τη χρήση καρτών ή άλλων ψηφιακών μέσων.
Εφαρμόζοντας το δόγμα του «τι θα κερδίσω εγώ;» αναλόγως, απαιτούνται συγκεκριμένα κίνητρα για τις επιχειρήσεις που θα επιλέξουν να μη χρησιμοποιούν μετρητά. Κίνητρα όπως π.χ. μειωμένος φορολογικός συντελεστής, μηδενική προκαταβολή φόρου, μειωμένη περίοδος παραγραφής ή και περαίωσης της χρήσης εφόσον μια «cashless» επιχείρηση λάβει «φορολογικό πιστοποιητικό» χωρίς επιφύλαξη. Αλλα κίνητρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι υπερ-εκπτώσεις (200%) δαπανών σχετικά με έξοδα τεχνολογίας ή και τραπεζικών εξόδων που επιβαρύνουν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Φυσικά όλες οι εταιρείες θα έχουν δικαίωμα να μετατραπούν σε Cashless Businesses και να επωφεληθούν των σχετικών κινήτρων.
Η εισαγωγή φορολογικών κινήτρων για ιδιώτες στην ελληνική νομοθεσία, συνδυαστικά με μια επιχειρηματική μορφή χωρίς τη χρήση μετρητών, θα δημιουργούσε ένα ανταποδοτικό πλαίσιο ανοιχτό για όλους τους ιδιώτες και όλες τις επιχειρήσεις που θα επέλεγαν να συνταχθούν στην προσπάθεια κατά της φοροδιαφυγής.
Εφτασε η ώρα να τελειώσει η αέναη συζήτηση και μετακύλιση ευθυνών. Από τη μια το κράτος και ο «ελλιπής ελεγκτικός μηχανισμός» και από την άλλη επιχειρήσεις και πολίτες «με απουσία φορολογικής συνείδησης». Καλώς ή κακώς η εμπιστοσύνη έχει διαρραγεί και απαιτούνται λύσεις με βάση την έννοια της ανταπόδοσης, όπου ο καθένας παίρνει ή πληρώνει αυτό που του αναλογεί χωρίς οριζόντια μέτρα που συνήθως πλήττουν δυσανάλογα τους νομοταγείς.
* Ο κ. Αγγελος Μπένος είναι Tax Partner της PwC Greece.