Η εν λόγω απόφαση έρχεται να επιβεβαιώσει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που είχε κρίνει ότι η ποινή στέρησης της σύνταξης σε δημοσίους υπαλλήλους που απολύονται λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι μη νόμιμη.
Με μια εξαιρετικά «δύσκολη» δικαστική απόφαση, το Ελεγκτικό Συνέδριο δικαίωσε υπάλληλο που είχε απολυθεί λόγω πλαστού πτυχίου αναγνωρίζοντας το δικαίωμά του στη σύνταξη και τη δυνατότητά του να πάρει αναδρομικά τόσο τη σύνταξή του όσο και το εφάπαξ, για τα οποία είχε καταβάλει εισφορές.
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω περίπτωση ο Σ.Μ. προσελήφθη στον Δήμο Καισαριανής ως τεχνίτης το 1988, μονιμοποιήθηκε δε στον κλάδο ΔΕ Τεχνιτών το 1994, αφού ελήφθη υπόψη ότι αυτός κατέχει τίτλο Γυμνασίου.
Παραιτήθηκε το 2014 ώστε να συνταξιοδοτηθεί, πλην όμως δεν ήταν γνήσιος ο τίτλος σπουδών Γυμνασίου. Ανακλήθηκε επομένως η πράξη διορισμού του και βάσει αυτής της ανάκλησης απορρίφθηκε η αίτησή του για σύνταξη καθώς κρίθηκε ότι δεν έχει καταβάλει εισφορές την περίοδο 1994-2014. Κατά της πράξης απόρριψης της αίτησής του για σύνταξη προσέφυγε με έφεση στο Ελεγκτικό Συνέδριο το οποίο και τον δικαίωσε απονέμοντάς του αναδρομικά τη σύνταξη από το 2014 που είχε αποχωρήσει.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά πλειοψηφία έκρινε ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση συνταξιοδότησης του συγκεκριμένου «έκπτωτου» υπαλλήλου, με την αιτιολογία ότι η υπηρεσία του στον Δήμο Καισαριανής δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ως συντάξιμη, λόγω της ανάκλησης του διορισμού του. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, η στέρηση της σύνταξης από υπάλληλο, του οποίου, όπως εν προκειμένω, ο διορισμός ανακλήθηκε μετά την πάροδο μακρότατου χρόνου, ανεξαρτήτως της τυχόν υπαιτιότητάς του κατά την πρόκληση ή υποβοήθηση του παράνομου διορισμού, αντίκειται στο Σύνταγμα και στις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της σαφήνειας, της προβλεψιμότητας και της αναλογικότητας. Ετσι, το Ελεγκτικό Συνέδριο απεφάνθη ότι το Δημόσιο οφείλει να εξετάσει εάν, με βάση τον χρόνο υπηρεσίας του εκκαλούντος, αυτός συμπληρώνει τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης ή όχι. Σε καταφατική δε περίπτωση, πρέπει να του δώσει τη σύνταξη που θα δικαιούνταν εάν δεν είχε γίνει η ανάκληση του διορισμού του.
Να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων για την υπόθεση, ακούστηκε και η αντίθετη γνώμη, σύμφωνα με την οποία το Δημόσιο θα όφειλε να αναγνωρίσει ως συντάξιμη τη μακροχρόνια υπηρεσία του εκκαλούντος προκειμένου να διαπιστώσει εάν πληροί, μαζί με τις λοιπές προσμετρητέες υπηρεσίες, τις προϋποθέσεις για την καταβολή σύνταξης. Σε καταφατική δε περίπτωση θα υποχρεούτο να κανονίσει σύνταξη στον εκκαλούντα ίση με τα 7/10 της σύνταξης που θα εδικαιούτο εάν δεν είχε χωρήσει η ανάκληση του διορισμού του. Η εν λόγω απόφαση έρχεται να επιβεβαιώσει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που είχε κρίνει ότι η ποινή στέρησης της σύνταξης σε δημοσίους υπαλλήλους που απολύονται λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι μη νόμιμη. Κι όπως μάλιστα επισημαίνουν έγκριτοι νομικοί, ανοίγει τον δρόμο για εκατοντάδες περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν μετά τη διαπίστωση ύπαρξης «πλαστών πτυχίων» να διεκδικήσουν τη σύνταξή τους, η οποία και τους είχε αποστερηθεί.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο δικηγόρος Διονύσης Ρίζος που χειρίστηκε τη συγκεκριμένη υπόθεση, «η απόφαση αυτή του Ελεγκτικού Συνεδρίου συστήνει μια εξαιρετική νομική βάση για τη δικαίωση όλων των δημοσίων υπαλλήλων που στερούνται τη σύνταξή τους λόγω πειθαρχικών παραπτωμάτων. Η τιμωρία τους άλλωστε είναι εξοντωτική καθώς, πέραν της στέρησης της σύνταξής τους, διώκονται ποινικά με κίνδυνο στέρησης της ελευθερίας τους, ενώ αναζητούνται από τη ΔΟΥ και χρήματα που έχουν λάβει ως μισθό ως παρανόμως καταβληθέντα».
Σύμφωνα με τον κ. Ρίζο, η εν λόγω απόφαση, πέραν του ότι θα δικαιώσει έναν άνθρωπο που δούλεψε πάνω από 35 χρόνια στη ζωή του και έχει αποστερηθεί κάθε εισοδήματος τα τελευταία 6 χρόνια, θα αποτελέσει και τη βάση δικαίωσης και των υπολοίπων περιπτώσεων.