Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) τον Μάρτιο του 2020 ανέρχονταν σε 15,5 δισ. ευρώ ή στο 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων.
Πληθαίνουν το τελευταίο διάστημα οι απόψεις αναλυτών και οικονομολόγων για την ανάγκη δημιουργίας «κακής τράπεζας» (bad bank) στην Ελλάδα, ως αποτελέσματα των σοβαρών αρνητικών επιπτώσεων που αναμένεται να προκαλέσει η κρίση λόγω πανδημίας στην ποιότητα του ενεργητικού, στα κεφάλαια και στην κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, εμποδίζοντας έτσι τον κλάδο να στηρίξει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Το γεγονός ότι ακόμα και με την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων και των σχεδίων για πωλήσεις δανείων ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) δεν θα υποχωρήσει κάτω από 25%, όπως προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος –χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη η αύξηση των κόκκινων δανείων που θα φέρει η τρέχουσα κρίση–, μια περαιτέρω λύση που θα βοηθήσει τον κλάδο να βελτιώσει το ενεργητικό και τα κεφάλαιά του, και που κυρίως αντιμετωπίζει τη μεγάλη πρόκληση του υψηλού επιπέδου της αναβαλλόμενης φορολογίας στα συνολικά τους κεφάλαια, θεωρείται ευπρόσδεκτη αν όχι απαραίτητη.
Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Αλεξ Μπουλουγούρης, συνεπικεφαλής έρευνας της Wood, καθώς η συμμετοχή στην bad bank θα είναι εθελοντική, οποιοδήποτε εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι ελληνικές τράπεζες για να μειώσουν τα NPLs πιο γρήγορα θα είναι «καλά νέα» για τον κλάδο, ακόμα και αν συνεπάγεται περαιτέρω πιέσεις στα κεφάλαια.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στην ετήσια έκθεσή του για την Ελλάδα, τόνισε πως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει επειγόντως να αναπτύξει και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη λύση για την αντιμετώπιση της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC) στους ισολογισμούς των τραπεζών, καθώς και των NPLs που θα παραμείνουν στο σύστημα. Ο «Ηρακλής», όπως σημείωσε, έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε σημαντική μείωση του αποθέματος NPLs, αλλά δεν αρκεί. «Η πρόταση της ΤτΕ έχει το προσόν τού ότι αντιμετωπίζει ταυτόχρονα και τα δύο προβλήματα των ισολογισμών των τραπεζών –τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια και την αναβαλλόμενη φορολογία– και για αυτό τον λόγο πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω και να τελειοποιηθεί», όπως τόνισε.
Αξίζει να σημειώσουμε πως, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) τον Μάρτιο του 2020 ανέρχονταν σε 15,5 δισ. ευρώ ή στο 54% των συνολικών εποπτικών κεφαλαίων. Οπως εκτιμά, στο επόμενο 12μηνο και χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή των DTCs στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75%.
Οπως προειδοποίησε και ο ΟΟΣΑ, τα DTCs αποθαρρύνουν τις τράπεζες από την πώληση NPLs, καθώς αυτό θα σήμαινε αυτόματα πρόσθετες καθαρές λογιστικές ζημίες, γεγονός το οποίο θα οδηγούσε στην έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου και συνεπώς σε αραίωση (dilution) των μετόχων, περιορίζοντας την ικανότητα των τραπεζών να αντλούν νέα κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές.
Σημειώνεται πως, εκτός από την αντιμετώπιση της απειλής των DTCs, η πρόταση της ΤτΕ για την bad bank βασίζεται και στα εξής τρία σημεία:
Πρώτον, δεν ανατρέπονται αλλά αντίθετα αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των NPLs.
Δεύτερον, ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα NPLs θα καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Ελληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Τρίτον, δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.
Το φθινόπωρο
Η HSBC εκτιμά πως το φθινόπωρο το θέμα της bad bank θα πρέπει να τεθεί στο «τραπέζι» της κυβέρνησης. Οπως επισημαίνει σε νέα έκθεσή της, έως τώρα η κυβέρνηση έχει επικεντρωθεί στην προστασία της πραγματικής οικονομίας, αλλά στη συνέχεια θα πρέπει να πάρουν σειρά οι τράπεζες. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα και η κρίση θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση, όπως προσθέτει, ενώ έχει ήδη καθυστερήσει την εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής». Ισως λοιπόν χρειαστούν περαιτέρω μέτρα, τονίζει η HSBC. O Ελληνας πρωθυπουργός δήλωσε πρόσφατα πως «μια εθνική κακή τράπεζα είναι μία επιλογή, αλλά δεν είναι απαραίτητη τώρα», ωστόσο το φθινόπωρο, κατά την άποψή της, το ζήτημα αναμένεται να συζητηθεί πιο σοβαρά, πιθανώς ακόμη και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Η ιδέα της δημιουργίας μιας bad bank κερδίζει έδαφος και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τον οίκο Moody’s πρόσφατα να επισημαίνει πως μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν θετική για το αξιόχρεο (credit positive) των ευρωπαϊκών τραπεζών. Οπως τόνισε και η JP Morgan, η δημιουργία μιας κακής τράπεζας σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να στηρίξει την ανάκαμψη των ελληνικών τραπεζών καθώς θα στηρίξει τα κεφάλαιά τους και θα προστατεύσει έτσι την κερδοφορία τους.