Στο οικονομικό επιτελείο σχεδιάζουν τη θέσπιση χαμηλότερων συντελεστών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος, μετά τον κατώτατο συντελεστή του 9% που ισχύει για τους έχοντες αποδοχές έως και 10.000 ευρώ.

Στροφή στην οικονομική πολιτική ώστε να μπουν στο πεδίο των  ενισχύσεων και οι ειλικρινείς φορολογούμενοι πραγματοποιεί η κυβέρνηση. Ηδη δίδονται δείγματα γραφής, τόσο με το πρόγραμμα «Γέφυρα» για την επιδότηση των στεγαστικών δανείων όσο και με τον νέο κύκλο του προγράμματος «Εξοικονομώ κατ’ οίκον».

Στο μεν πρόγραμμα «Γέφυρα» από το εισοδηματικό κριτήριο αφαιρούνται τόσο ο φόρος εισοδήματος όσο και η εισφορά αλληλεγγύης και το τέλος επιτηδεύματος, κάτι που σημαίνει ότι για πρώτη φορά σε κυβερνητική πολιτική εισάγεται η έννοια του «πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος».

Στο «Εξοικονομώ κατ’ οίκον», μπορούν να ενταχθούν ακόμη και φορολογούμενοι με πολύ υψηλό οικογενειακό εισόδημα άνω των 100.000 ευρώ ετησίως. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η «ειλικρίνεια» στο περιεχόμενο της φορολογικής δήλωσης δεν συνιστά πλέον λόγο αποκλεισμού από ένα πρόγραμμα επιδότησης. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα προγραμματίζεται να υπάρξει και συνέχεια σε αυτή την πολιτική. Ηδη στο οικονομικό επιτελείο έχει ανοίξει συζήτηση για το ενδεχόμενο να υπάρξει και πρόγραμμα «Γέφυρα 2» με αντίστοιχα χαρακτηριστικά με το πρόγραμμα «Γέφυρα». Το αν θα υπάρξει και δεύτερο μέρος (όπως συνέβη και με το πρόγραμμα της επιστρεπτέας προκαταβολής το οποίο σχεδιάζεται να φτάσει ακόμη και σε 4η φάση) θα εξαρτηθεί από την επιτυχία της 1ης φάσης αλλά και από τα αν «φουντώσει» εκ νέου η πανδημία.

Στόχοι

Στο πλαίσιο κατάρτισης του πολυετούς προϋπολογισμού για την περίοδο 2021-2023 προγραμματίζεται να ενσωματωθούν η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης και η θέσπιση νέου πλαισίου υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών υπέρ υγείας για τους μισθωτούς με τρόπο ώστε να ευνοούνται οι έχοντες υψηλότερες αποδοχές. Εξετάζεται επίσης η θέσπιση καινούργιας φορολογικής κλίμακας η οποία θα επιβραβεύει τα μεσαία και τα υψηλά εισοδήματα. Οι στόχοι που επιδιώκεται να επιτευχθούν με αυτή τη στροφή είναι πολλοί:

Να πάψουν να υπάρχουν τόσο πολλά «αντικίνητρα» στην Ελλάδα για την εμφάνιση των πραγματικών εισοδημάτων.

Να δημιουργηθούν οι οικονομικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία καλά πληρωμένων θέσεων εργασίας στην Ελλάδα. Αυτό συνιστά πλέον εθνικό στόχο τόσο για το παρόν της ελληνικής οικονομίας (σ.σ. με τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας διασφαλίζονται περισσότερα έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές) όσο και για το μέλλον, καθώς υψηλότερες αποδοχές σημαίνουν και εξασφάλιση μεγαλύτερου εισοδήματος κατά τη φάση της συνταξιοδότησης.  Καλά πληρωμένες θέσεις εργασίας δημιουργούν κίνητρο και για την αναστροφή του drain brain.

Να περιοριστεί το «ηθικό κενό» που έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της εφαρμογής ενίσχυσης μόνο των δανειοληπτών που αντιμετώπιζαν δυσκολίες με την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων. H πολιτική θέσπισης εισοδηματικών κριτηρίων στις κοινωνικές πολιτικές τα οποία δεν θα λαμβάνουν υπόψη τους φόρους υιοθετήθηκε στο πρόγραμμα «Γέφυρα» και είναι πολύ πιθανό να αποτελέσει «μοντέλο» και για επόμενες πολιτικές, καθώς εμπεριέχει πολλά στοιχεία δικαιοσύνης. Ο διαχωρισμός των κοινωνικών ομάδων σε «δικαιούχους» και «μη δικαιούχους» πρέπει να γίνεται με βάση το διαθέσιμο εισόδημα και όχι με βάση το ονομαστικό ύψος των αποδοχών. Φορολογούμενος με αποδοχές 15.000 ευρώ εμφανίζεται να ζει με τα μισά συγκριτικά με έναν φορολογούμενο το δηλωθέν εισόδημα του οποίου ανέρχεται στις 30.000 ευρώ. Ωστόσο, στην πράξη, οι μεικτές αποδοχές των 15.000 ευρώ οδηγούν σε καθαρό εισόδημα 12.000 ευρώ και οι μεικτές αποδοχές των 30.000 ευρώ σε καθαρό εισόδημα 20.860 ευρώ. Ετσι, η φαινομενική διαφορά των 15.000 ευρώ καταλήγει να είναι πραγματική διαφορά μόλις 8.860 ευρώ στις ετήσιες αποδοχές.

Η θέσπιση πραγματικών εισοδηματικών κριτηρίων (και όχι ονομαστικών) δεν εμποδίζει την κυβέρνηση να θέτει τα όρια με βάση τα δημιοσιονομικά περιθώρια που υπάρχουν κάθε φορά. Βέβαια, η θέσπιση πολύ χαμηλών εισοδηματικών κριτηρίων στα μέτρα κοινωνικής πολιτικής εντείνει το κίνητρο απόκρυψης φορολογητέας ύλης, καθώς εκτός από την εισφοροαποφυγή και τη φοροαποφυγή, μπαίνει και το θέμα αποκλεισμού από τα επιδόματα και τις λοιπές ελαφρύνσεις.

Αξιοποίηση πόρων

Στο οικονομικό επιτελείο ευελπιστούν ότι στο αναπτυξιακό σχέδιο που θα συντάξει η χώρα μέχρι τις 15 Οκτωβρίου το οποίο θα αφορά την περίοδο 2021-2023 και θα περιγράφει και τον τρόπο αξιοποίησης των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, θα υπάρξει ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος για να χρηματοδοτηθούν οι πολιτικές ελάφρυνσης των μεσαίων και υψηλών εισοδημάτων. Η πολιτική της υπερφορολόγησης στην Ελλάδα έχει περιορίσει τα δηλωθέντα εισοδήματα στα 73-75 δισ. ευρώ ενώ φέτος, λόγω και της πανδημίας, είναι πολύ πιθανό ότι θα πέσουμε κάτω από τα 70 δισ. ευρώ ή κατά περίπου 40 δισ. ευρώ σε σχέση με τα προ μνημονίων επίπεδα. Η ύφεση προφανώς και συνιστά τον σημαντικότερο λόγο για τον οποίο καταγράφηκε αυτή η πτώση. Ωστόσο, και η θέσπιση πολύ υψηλών συντελεστών και για τους φόρους αλλά και για τις ασφαλιστικές εισφορές έχει παίξει καθοριστικό ρόλο. Σε αυτό το πλαίσιο, εξετάζονται καθώς αποτελεί και τμήμα των προτάσεων της Επιτροπής Πισσαρίδη:

Η θέσπιση της ενιαίας εισφοράς υπέρ υγείας. Πρακτικά προτείνεται να αντικατασταθεί η εισφορά του 7,1% που καταβάλλουν από κοινού εργοδότης και εργαζόμενος για τις παροχές υγείας σε χρήμα και σε είδος με ένα ενιαίο ποσό. Αυτό θα ελαφρύνει ειδικά τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και θα περιορίσει το συνολικό μη μισθολογικό κόστος. Αντίστοιχη πολιτική έχει ήδη εφαρμοστεί για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, ενός μέτρου που έπληξε κυρίως τη λεγόμενη μεσαία τάξη.

Η θέσπιση χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος μετά τον κατώτατο συντελεστή του 9% που ισχύει για τους έχοντες αποδοχές έως και 10.000 ευρώ.

kathimerini.gr