Μία ορμόνη που λέγεται αλδοστερόνη βοηθεί τον οργανισμό να ρυθμίσει τα επίπεδα του νερού και των ηλεκτρολυτών (νάτριο, κάλιο). Όταν υπερπαράγεται, οδηγεί στην υπέρταση.
Η υπέρταση είναι μία από τις συχνότερες παθήσεις, καθώς προσβάλλει έναν στους πέντε ενήλικες σε όλο τον κόσμο. Στην ανάπτυξή της παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες όπως η διατροφή και το κάπνισμα. Ωστόσο η ακριβής υποκείμενη αιτία της παραμένει άγνωστη στους περισσότερους ασθενείς. Νεότερα δεδομένα, όμως, υποδηλώνουν ότι σε πολλά περιστατικά η αιτία είναι η υπερπαραγωγή μίας ορμόνης που λέγεται αλδοστερόνη.
Η αλδοστερόνη παράγεται από τα επινεφρίδια, δύο μικρούς, τριγωνικούς αδένες, που βρίσκονται πάνω από τους νεφρούς. Εκτός από αλδοστερόνη, τα επινεφρίδια παράγουν και άλλες ορμόνες. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται η ορμόνη του στρες (η κορτιζόλη) και ορμόνες του ανδρικού φύλου (ανδρογόνα).
Όταν τα επινεφρίδια παράγουν πολλή αλδοστερόνη, η διαταραχή αποκαλείται πρωτογενής αλδοστερονισμός (ή σύνδρομο Conn), εξηγεί ο κ. Δημήτρης Λινός, ομότιμος καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και λέκτορας Χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Ο πρωτογενής αλδοστερονισμός άλλοτε έχει άγνωστη αιτία (ιδιοπαθής) και άλλοτε οφείλεται σε όγκο του επινεφριδίου. «Οι επιπτώσεις του είναι πολλές και σοβαρές», λέει ο κ. Λινός. «Η υπερέκκριση αλδοστερόνης προκαλεί υπέρταση, εξαιτίας της κατακράτησης νατρίου και νερού από τους νεφρούς. Μπορεί να επιφέρει νεφρική δυσλειτουργία αλλά και καρδιαγγειακά προβλήματα, τα οποία να οδηγήσουν σε κολπική μαρμαρυγή, έμφραγμα του μυοκαρδίου και εγκεφαλικό επεισόδιο».
Πόσο συχνή αιτία είναι
Κάποτε, η αλδοστερόνη σπανίως συσχετιζόταν με την υπέρταση. Ωστόσο τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Οι επιστήμονες γνωρίζουν πλέον πως η υπερπαραγωγή της ευθύνεται για τουλάχιστον ένα στα 15 περιστατικά υπέρτασης.
Ειδικά, όμως, όσον αφορά την ανθεκτική υπέρταση, μπορεί να οφείλεται για ένα στα πέντε περιστατικά, σύμφωνα με επιστήμονες του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Η υπέρταση λέγεται ανθεκτική όταν δεν ρυθμίζεται παρά την αγωγή που ακολουθεί ο ασθενής.
Του λόγου το αληθές αποδεικνύουν τα ευρήματα νέας μελέτης, που δημοσιεύθηκε προσφάτως στην ιατρική επιθεώρηση Annals of Internal Medicine. Επιστήμονες από τέσσερα ακαδημαϊκά ιατρικά κέντρα των ΗΠΑ εξέτασαν τον επιπολασμό του πρωτοπαθούς αλδοστερονισμού σε:
- 289 εθελοντές με φυσιολογική αρτηριακή πίεση
- 115 ασθενείς με σταδίου 1 υπέρταση
- 203 ασθενείς με σταδίου 2 υπέρταση
- 408 ασθενείς με ανθεκτική υπέρταση
Όπως διαπίστωσαν, και στις τρεις κατηγορίες υπέρτασης υπήρχε αυξημένη έκκριση αλδοστερόνης. Επιπλέον, όσο πιο αυξημένη ήταν η αλδοστερόνη, τόσο υψηλότερη ήταν η αρτηριακή πίεση και η αποβολή καλίου στα ούρα.
Επιπλέον, ο επιπολασμός του πρωτογενούς αλδοστερονισμού (συνδρόμου Conn) κυμαινόταν από 15,7% έως 22%, αναλόγως με τη βαρύτητα της υπέρτασης. Παραδείγματος χάριν στους ασθενείς με ανθεκτική υπέρταση ήταν 22%.
Αναθεώρηση θεραπείας και εξετάσεων
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα ευρήματα αυτά εμπλέκουν τοn πρωτογενή αλδοστερονισμό στην παθογένεση της υπέρτασης. Συνιστούν, δε, την προσθήκη στην αγωγή για την υπέρταση φαρμάκων που εμποδίζουν τις επιβλαβείς επιδράσεις της αλδοστερόνης. Και αυτό, διότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν αποτελεσματικό τρόπο για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών παθήσεων.
«Το ποσοστό των ανθρώπων που πάσχουν από υπέρταση κυμαίνεται από 30% έως 45%», λέει ο καθηγητής Λινός. «Στους περισσότερους ασθενείς τα αίτια είναι άγνωστα. Μόνο στο 5-10% των ασθενών αναγνωρίζεται υποκείμενο αίτιο. Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός αποτελεί την πιο συχνή αιτία (5-15%). Ωστόσο, η πάθηση αυτή δεν διαγιγνώσκεται από τις εξετάσεις που συνιστώνται συνήθως».
Όπως εξηγεί, ύποπτη ένδειξη είναι τα χαμηλά επίπεδα καλίου στο αίμα (μια εξέταση που ζητείται συνήθως από τους γιατρούς). Τα επίπεδα αυτό είναι πιθανό (αλλά όχι απόλυτο) να προκαλέσουν συμπτώματα, όπως ανωμαλίες του καρδιακού ρυθμού και μυϊκές κράμπες.
Γι’ αυτό τον λόγο, εκτιμά πως είναι επιτακτική ανάγκη να διερευνάται και η αλδοστερόνη σε ανθρώπους που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Πρέπει επίσης να ελέγχονται τα επίπεδα μιας άλλης ουσίας που λέγεται ρενίνη και εμπλέκεται στην έκκριση της αλδοστερόνης.
Άτομα αυξημένου κινδύνου
Ποια είναι, όμως, τα άτομα αυξημένου κινδύνου; Ο καθηγητής Λινός λέει πως σε αυτή την κατηγορία ανήκουν όσοι πληρούν ένα ή περισσότερα από τα εξής κριτήρια:
- Έχουν χαμηλό κάλιο
- Υποφέρουν από υπέρταση από νεαρή ηλικία (πριν από τα 30 έτη)
- Έχουν συγγενείς που παρουσίασαν εγκεφαλικό επεισόδιο στα νεανικά τους χρόνια
- Χρειάζονται περισσότερα από τρία αντιυπερτασικά φάρμακα για να ρυθμιστεί η αρτηριακή πίεσή τους
Απεικονιστικές εξετάσεις
Μετά την μέτρηση της αναλογίας αλδοστερόνης/ρενίνης στο αίμα και εφόσον κριθεί αναγκαίο, συνιστάται η διενέργεια αξονικής ή μαγνητικής τομογραφίας. Με αυτή θα ανιχνευθεί τυχόν όγκος στο επινεφρίδιο.
Εάν δεν βρεθεί όγκος, ελέγχεται η αλδοστερόνη σε δείγμα αίματος που λαμβάνεται από κάθε επινεφρίδιο. Η λήψη γίνεται με φλεβικό καθετηριασμό των επινεφριδίων. Με αυτήν την εξέταση μπορεί να διαπιστωθεί εάν ευθύνεται το ένα ή και τα δύο επινεφρίδια για την αυξημένη αλδοστερόνη. Στην πρώτη περίπτωση αιτία είναι κάποιος όγκος, ενώ στη δεύτερη η υπερλειτουργία των αδένων.
«Όταν υπερλειτουργούν και τα δύο επινεφρίδια, συνταγογραφείται φαρμακευτική αγωγή. Συστήνεται επίσης στον ασθενή να ακολουθεί μια πτωχή σε νάτριο διατροφή», εξηγεί ο κ. Λινός, ο οποίος είναι πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργών Ενδοκρινών Αδένων. «Όταν όμως υπάρχει όγκος σε κάποιο από τα δύο επινεφρίδια, συνιστάται η αφαίρεση εκείνου που έχει τον όγκο».
Η αφαίρεση όγκου από το επινεφρίδιο
Η επέμβαση πραγματοποιείται είτε με την κλασική λαπαροσκοπική προσπέλαση είτε με μία πιο σύγχρονη και ασφαλέστερη προσπέλαση απευθείας στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, όπου βρίσκονται τα επινεφρίδια.
Κατά την οπίσθια προσπέλαση, τα ειδικά ενδοσκοπικά εργαλεία δεν εισάγονται από την κοιλιακή χώρα (κάτι τέτοιο απαιτεί να κινητοποιηθούν το στομάχι, το παχύ έντερο, ο σπλήνας, το πάγκρεας κ.λπ.). Εισάγονται από την πλάτη, οδηγώντας τον έμπειρο χειρουργό απευθείας στον επινεφριδιακό όγκο.
Με τη μέθοδο αυτή μειώνεται η πιθανότητα επιπλοκών και επιτυγχάνεται εντυπωσιακή ανάνηψη του ασθενούς, ο οποίος επιστρέφει σπίτι του σε 24 ώρες. Αυτή η τεχνική, που χρειάζεται ιδιαίτερη εκπαίδευση και εμπειρία, εφαρμόζεται για την ώρα μόνο από την ομάδα του κ. Λινού στο Νοσοκομείο Υγεία, καταλήγει ο καθηγητής.