Η πυρκαγιά στην αποθήκη ανακυκλώσιμων ειδών στη Μεταμόρφωση είναι μόνο ένα σύμπτωμα. Ενα από τα δεκάδες περιστατικά την τελευταία διετία, τα οποία καταδεικνύουν το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ένα σημαντικό κομμάτι του συστήματος ανακύκλωσης στη χώρα μας. Οι αιτίες όμως είναι βαθύτερες: σχετίζονται με την ευρωπαϊκή πολιτική στο ζήτημα τα τελευταία 20 χρόνια, τις αποφάσεις που έχει λάβει η Κίνα την τελευταία τριετία, ακόμη και τη «μάχη» που γίνεται στις Βρυξέλλες –και πιο περιορισμένα στην Αθήνα– από τα διάφορα λόμπι του ευρύτερου χώρου της διαχείρισης των απορριμμάτων. Το ερώτημα είναι, βεβαίως, πώς θα αντιμετωπιστούν στη χώρα μας βραχυπρόθεσμα τα «συμπτώματα» αυτά, αλλά και μακροπρόθεσμα η ίδια η ανακύκλωση.


 


Στην εγχώρια «αγορά» των εταιρειών που ασχολούνται με κομμάτια της ανακύκλωσης, από τα κέντρα διαλογής έως τις αποθήκες και όσους μεσολαβούν για την πώληση ή εξαγωγή υλικών, είναι σαφές ότι όλες οι πυρκαγιές των τελευταίων δύο ετών οφείλονται πρακτικά στον ίδιο λόγο. «Θεωρώ ελάχιστα πιθανό να βάλει κάποιος φωτιά εσκεμμένα, για να εισπράξει τα χρήματα της ασφάλειας. Το επιχείρημα αυτό είναι “εύκολο” να ειπωθεί, αλλά δεν ευσταθεί: Τα τελευταία χρόνια, οι περισσότερες ασφαλιστικές αποφεύγουν να καλύψουν τέτοιες επιχειρήσεις, θέτοντας πολύ αυστηρούς όρους για την πυρασφάλεια, τόσο αυστηρούς που ακόμη και μια μεγάλη εταιρεία δυσκολεύεται να πετύχει», λέει στην «Κ» (υπό τον όρο της ανωνυμίας) επιχειρηματίας του κλάδου.


 


«Ετσι, οι φωτιές αυτές ξεσπούν σε δύο ειδών εταιρείες: σε όσες έχουν ουσιαστικά κλείσει, εγκαταλείποντας πίσω τεράστιες ποσότητες υλικών, ή όσες από αδιαφορία ή κακοδιαχείριση λειτουργούν με πολύ χαμηλά στάνταρ ασφαλείας. Εξάλλου, κανείς δεν ελέγχεται, παρά μόνο έπειτα από καταγγελία. Κάποιοι από αυτούς που έχουν καεί τα τελευταία χρόνια απλά “στόκαραν” για χρόνια άχρηστα υλικά, τα οποία αγόρασαν προκειμένου να εξασφαλίσουν μια καλύτερη συμφωνία για κάτι άλλο και απλώς τα έχουν αφημένα εκεί μην ξέροντας τι να τα κάνουν. Οι δε Αρχές δείχνουν και μιαν ανοχή απέναντί τους, ίσως γιατί δεν θέλουν όλα αυτά να αρχίσουν να εγκαταλείπονται σε γκρεμούς και ρέματα. Γιατί άλλωστε κανείς δεν έχει ενισχύσει με νέο, μόνιμο προσωπικό τους ελεγκτικούς μηχανισμούς την τελευταία 15ετία, ενώ αντιθέτως η αδειοδότηση αυτών των χώρων έχει γίνει εξαιρετικά απλή;».


 


Εξωγενείς παράγοντες


 


Πώς φθάσαμε σε αυτό το σημείο; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η σημερινή κατάληξη οφείλεται εν πολλοίς σε εξωγενείς παράγοντες. Ο Αντώνης Μαυρόπουλος, πρόεδρος της Διεθνούς Ενωσης Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ISWA), παρακολουθεί για χρόνια τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. «Από το 2000, οπότε άρχισε η Ε.Ε. να θέτει πιο εντατικά τα ζητήματα της ανακύκλωσης, έως το 2017 ακολουθήθηκε ένα συγκεκριμένο μοτίβο: η Ε.Ε. αύξανε διαρκώς τα επίπεδα της ανακύκλωσης με νομοθετικές παρεμβάσεις, δίνοντας σε αντάλλαγμα στην αγορά οικονομικά κίνητρα για να ανταποκριθεί», εξηγεί στην «Κ». «Από την αρχή όμως υπήρχε ένα δομικό πρόβλημα: στα ρεύματα της ανακύκλωσης συμπεριελήφθησαν υλικά για τα οποία δεν υπάρχει δευτερογενής αγορά, όπως κάποιες κατηγορίες πλαστικών ή κάποια ειδικά ρεύματα αποβλήτων. Την ίδια περίοδο, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας ήταν τερατώδης, με αποτέλεσμα να απορροφά ό,τι διαθέσιμα υλικά υπήρχαν – είτε ως δευτερογενή ύλη ή ως καύσιμη ύλη. Αυτό οδήγησε την Ε.Ε., τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, που είχαν τα πιο οργανωμένα συστήματα ανακύκλωσης, να εξάγουν μαζικά όλα τα ανακυκλώσιμα υλικά που δεν μπορούσαν ή δεν επιθυμούσαν να διαχειριστούν οι εγχώριες βιομηχανίες τους. Φυσικά ήταν εν γνώσει της Ε.Ε. ότι τα υλικά αυτά δεν ανακυκλώνονται, αλλά συχνά χρησιμοποιούνται ως φθηνό καύσιμο με μεγάλες επιπτώσεις στο περιβάλλον. Ομως, στις εξαγωγές αυτές στηρίζονταν οι εξαιρετικές επιδόσεις στην ανακύκλωση της Ε.Ε.». 


 


 


Αλλαγή πολιτικής


 


Το 2017-18, η Κίνα άλλαξε πολιτική, αρνούμενη να εισάγει ανακυκλώσιμα χαμηλής ποιότητας. «Η Κίνα αποφάσισε να αναπτύξει την εγχώρια αγορά ανακύκλωσης, δημιουργώντας μεγάλες εταιρείες και θέτοντας πολύ αυστηρά κριτήρια στις εισαγωγές ανακυκλώσιμων υλών. Παράλληλα, η τιμή του πετρελαίου άρχισε να πέφτει και ως αποτέλεσμα οι τιμές των ανακυκλωμένων πλαστικών δεν ήταν πια ανταγωνιστικές ως προς την παρθένα πρώτη ύλη. Την ευκαιρία αυτή είδαν οι ΗΠΑ, που το 2019 αύξησαν κατά 3% την εξαγωγή παρθένου πλαστικού στην Κίνα. Ολες αυτές οι εξελίξεις, όμως, προκάλεσαν μια θύελλα σε σχέση με το χαμηλής ποιότητας πλαστικό και χαρτί στην Ευρώπη». 


 


Εξειδίκευση


 


Ο κ. Μαυρόπουλος εκτιμά πως τα επόμενα χρόνια οι πολιτικές της Ε.Ε. σχετικά με το πλαστικό θα συνεχίσουν να εξειδικεύονται. «Πιστεύω ότι η κατανάλωση πλαστικού θα συνεχίσει να αυξάνεται τα επόμενα 20-30 χρόνια. Είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι, γιατί είναι τόσο επιτυχημένο ως υλικό, σε πολλές εφαρμογές αναντικατάστατο. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις πλέον στην Ε.Ε. είναι η εξάρτησή μας από το πλαστικό και πώς θα τη διαχειριστούμε. Η πολιτική για την κυκλική οικονομία, πάντως, δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στη βιομηχανία πλαστικού, αλλά και στα συστήματα ανακύκλωσης».


 


Η έλλειψη «χάρτη» και οι μονάδες καύσης


 


Η έλλειψη διαφάνειας στην εγχώρια αγορά της ανακύκλωσης είναι ίσως ένα από τα βασικότερα προβλήματά της. Η πολιτεία δεν έχει μια βάση δεδομένων όλων των επιχειρήσεων του χώρου, δεν γνωρίζει ποιες ποσότητες ποιων υλικών εξάγονται και πού, πόσες τελικά απορροφούνται στην Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να χτίσει μια αποτελεσματική πολιτική.


 


«Μας λείπει ένας χάρτης της ανακύκλωσης στην Ελλάδα, μια λεπτομερής καταγραφή των υλικών που ανακτώνται και πού καταλήγουν», λέει ο Γιάννης Σιδέρης, διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ). «Επίσης δεν έχουν χαρτογραφηθεί οι υποδομές για την ανακύκλωση και τα απόβλητα εκσκαφών και κατεδαφίσεων (σ.σ. μπάζα). Και φυσικά, υπάρχουν πολύ μεγάλες ελλείψεις στο κομμάτι των ελέγχων. Την περίοδο αυτή συζητούμε με τα επιμελητήρια, κοιτάζουμε τι μπορεί να γίνει από το ΑΣΕΠ, πώς θα μπορέσουμε να δεχόμαστε αποσπάσεις από το Δημόσιο για να ενισχύσουμε το κομμάτι αυτό». Μια «τρύπα» άλλωστε που ανέδειξε η υπόθεση της Μεταμόρφωσης ήταν και η συγκεκριμένη: οι «εύκολες» διαδικασίες αδειοδότησης είναι δυνάμει επικίνδυνες, όταν ο αδειοδοτούμενος δεν ελέγχεται ποτέ.


«Οι φωτιές είναι σαφής ένδειξη ότι η ανακύκλωση πλαστικού στη χώρα μας δεν πάει καλά», τονίζει ο κ. Μαυρόπουλος. «Τα εγχώρια λάθη είναι πολλά: για παράδειγμα, το ένα τρίτο των πλαστικών που καταλήγουν στους μπλε κάδους δεν ανακυκλώνεται και γι’ αυτό φέρουν την ευθύνη τα συστήματα ανακύκλωσης και η πολιτεία, όχι ο ανενημέρωτος πολίτης.


 


Υπάρχει, όμως, ούτως ή άλλως, ζήτημα με τα πλαστικά που δεν είναι ανακυκλώσιμα ή είναι εξαιρετικά ακριβό να ανακυκλωθούν. Η Ε.Ε. μάς δίνει σε αυτό δύο επιλογές: την ταφή και την καύση. Στην Ε.Ε. υπάρχει ένα πανίσχυρο λόμπι γύρω από την καύση, που υπόσχεται να ανακουφίσει το πρόβλημα στη χώρα μας. Προσωπικά δεν είμαι εξ ορισμού αντίθετος στην καύση: όχι απορριμμάτων γενικώς, αλλά μόνο υπολειμμάτων. Πρέπει, όμως, προηγουμένως, να ληφθούν αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο. Τον πολίτη δεν τον συμφέρουν οι μονοπωλιακές λύσεις, ούτε μόνο εργοστάσια καύσης ούτε μόνο RDF για την τσιμεντοβιομηχανία. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν η καύση δεν είναι ένας κρίκος στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης πολιτικής, αλλά μια μέθοδος διαχείρισης που όλοι ελπίζουν ότι θα “εξαφανίσει” μαγικά το πρόβλημα».


 


Δομικά ζητήματα


 


«Η ανακύκλωση στη χώρα μας έχει δομικά ζητήματα», επισημαίνει (υπό τον όρο της ανωνυμίας) παράγοντας της αγοράς. «Δεν νοείται να μην έχουμε προχωρήσει σε χωριστή συλλογή, δεν νοείται να φτιάχνουμε κακής ποιότητας κομπόστ. Δεν νοείται, επίσης, οι εισφορές των εταιρειών στα συστήματα ανακύκλωσης να είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Χωρίς πόρους, η ανακύκλωση θα παραμείνει ο φτωχός συγγενής».

Πηγή