Πρώτη καταχώρηση: Παρασκευή, 22 Ιουνίου 2018, 21:26

Πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι η Κνωσσός, κατά τη διάρκεια της πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (μεταξύ 1100 και 600 π.Χ.), είχε ανεπτυγμένες εμπορικές σχέσεις και ήταν σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από τις εκτιμήσεις παλαιότερων ανασκαφών. Με άλλα λόγια, το περίφημο κέντρο της Εποχής του Χαλκού και της ακμής του μινωικού πολιτισμού (3500-1100 π.Χ.), όχι μόνο επανέκαμψε μετά την κατάρρευση του κοινωνικοπολιτικού συστήματος γύρω στα 1200 π.Χ., αλλά αναπτύχθηκε γρήγορα και άκμασε ως ένα κοσμοπολιτικό κέντρο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

Τα παραπάνω γνωστοποιεί το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι στην ιστοσελίδα του (http://www.uc.edu/news/ NR.aspx?id=22648), πληροφορώντας, επίσης, ότι ο Αντώνης Κοτσώνας, επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο, θα μιλήσει για τις έρευνες πεδίου που διενεργούνται στο πλαίσιο του Προγράμματος Αστικού Τοπίου της Κνωσσού (Knossos Urban Landscape Project) κατά την 117ή ετήσια συνάντηση του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αμερικής και του Ινστιτούτου Κλασικών Σπουδών, που πραγματοποιείται στο Σαν Φρανσίσκο αυτές τις ημέρες (7-10 Ιανουαρίου 2016).

Το πρόγραμμα Knossos Urban Landscape Project είναι αποτέλεσμα συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Η παρουσίαση του κ. Κοτσώνα (που είναι συνεργάτης του προγράμματος από το 2009) θα γίνει στο Σαν Φρανσίσκο σήμερα, Σάββατο.

Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, οι ερευνητές μελετούν τα κατάλοιπα της Κνωσού για περισσότερο από 100 χρόνια, αλλά οι πιο πρόσφατες έρευνες έχουν επικεντρωθεί στην αστική ανάπτυξη της πόλης μετά την είσοδό της στην Εποχή του Σιδήρου (γύρω στον 11ο αι. π.Χ.), η οποία ακολούθησε την κατάρρευση των αιγαιακών ανακτόρων της Εποχής του Χαλκού. Μέσω του ερευνητικού προγράμματος Knossos Urban Landscape Project, την τελευταία δεκαετία έχει περισυλλεγεί μεγάλος αριθμός κεραμικής και αντικειμένων που χρονολογούνται στην Εποχή του Σιδήρου, ενώ τα αρχαία κατάλοιπα καλύπτουν μία εκτεταμένη περιοχή που μέχρι πρόσφατα ήταν ανεξερεύνητη.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα και τον επίκουρο καθηγητή, αυτή η έρευνα έδειξε τη μεγάλη ανάπτυξη, τόσο ως προς το μέγεθος του οικισμού, όσο και ως προς την ποσότητα και ποιότητα των εισαγωγών που προέρχονται από την ηπειρωτική Ελλάδα, την Κύπρο, την Εγγύς Ανατολή, την Αίγυπτο, την Ιταλία, τη Σαρδηνία και τη δυτική Μεσόγειο. Αυτές οι εισαγωγές περιλαμβάνουν χάλκινα και άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως κοσμήματα και στολίδια, καθώς και αγγεία, ενώ η πλειοψηφία των ευρημάτων, που βρέθηκαν σε τάφους (κτερίσματα), μας δίνουν μία γεύση για τον πλούτο της κοινότητας, καθώς αποτελούν σύμβολα κύρους και κοινωνικής θέσης που θάβονταν μαζί με τους νεκρούς κατά τη διάρκεια της περιόδου.

Οι αρχαιότητες συλλέχθηκαν από περιοχές του αρχαίου οικισμού και από νεκροταφεία. «Η διάκριση μεταξύ οικιστικών και ταφικών συνόλων είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό του μεγέθους του οικισμού, αλλά και για την κατανόηση της δημογραφικής, πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης της τοπικής κοινότητας» εξηγεί ο κ. Κοτσώνας. «Ακόμα και σε αυτό το πρώιμο στάδιο ανάλυσης, φαίνεται ότι πρόκειται για έναν οικισμό με πυρήνα, μάλλον πυκνό, που εκτεινόταν πέρα από το κέντρο της κοιλάδας της Κνωσού, τουλάχιστον από τις ανατολικές πλαγιές του λόφου της ακρόπολης ως τα δυτικά του ποταμού Καίρατου, και από το ρέμα της Βλυχιάς στα νότια μέχρι σχεδόν τα μέσα της απόστασης μεταξύ του μινωικού ανακτόρου και του λόφου της Κεφάλας», προσθέτει.

Τέλος, τονίζει τη σημασία της προστασίας της θέσης, καθώς υπάρχουν ακόμα πολλές πληροφορίες που μπορεί να χαθούν αν η μελλοντική ανάπτυξη καταστρέψει ανεξερεύνητες περιοχές της.

Πηγή: Πατρίς


Πηγή