Στη «γεφύρωση» της ζωής με το θάνατο η Ελλάδα σταθερά υστερεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο «χάνοντας» δότες οργάνων σώματος κυρίως λόγω υποστελέχωσης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, ανεπάρκειας κλινών ΜΕΘ και ελλιπούς οργάνωσης του συνολικού, πολύπλοκου συστήματος που στηρίζει το χώρο των μεταμοσχεύσεων, και όχι ελλείψει συνολικής ευαισθητοποίησης της κοινωνίας, γεγονός που φέρνουν στο προσκήνιο και οι διακυμάνσεις ως προς τη δωρεά οργάνων που έχουν καταγραφεί τουλάχιστον μέχρι στιγμής εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Σε συνέντευξή του στο ygeiamou.gr ο κ. Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, Πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), Καθηγητής Ιατρικής στο ΕΚΠΑ, Διευθυντής της Πανεπιστημιακής Γαστρεντερολογικής Κλινικής και Διευθυντής της Μονάδας Μεταμόσχευσης Ήπατος στο Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό», «ακτινογραφεί» το πεδίο των μεταμοσχεύσεων εξηγώντας γιατί η Ελλάδα χάνει δότες και τι πρέπει να αλλάξει.

Και εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας Δωρεάς Οργάνων και Μεταμοσχεύσεων την 1η Νοεμβρίου, υπενθυμίζει πως «εν δυνάμει λήπτες είμαστε όλοι…».

«Πάγωσαν» οι μεταμοσχεύσεις εν καιρώ πανδημίας

Ο κ. Παπαθεοδωρίδης κάνει αναφορά σε τρεις περιόδους από το ξέσπασμα του κορωνοϊού έως και σήμερα όσον αφορά τις μεταμοσχεύσεις συμπαγών οργάνων που κατά κύριο λόγο προέρχονται από ανθρώπους που χάνουν τη ζωή τους -νεφροί, ήπαρ, καρδιά, αλλά και πνεύμονες που πρόσφατα άρχισαν να μεταμοσχεύονται και στην Ελλάδα. Οι μεταμοσχεύσεις που αφορούν σε άλλους ιστούς, όπως μεταμοσχεύσεις μυελού των οστών και αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων δεν επηρεάστηκαν και συνεχίστηκαν κανονικά.

Η πρώτη περίοδος αυστηρών περιοριστικών μέτρων, περίπου από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Μαΐου, συνοδεύτηκε από «πάγωμα», στην πραγματικότητα σχεδόν μηδενισμό, των μεταμοσχεύσεων, όπως και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Στη χώρα υπήρξαν μόνον τρεις δότες και μάλιστα οι δύο προήλθαν από το εξωτερικό και συγκεκριμένα τη Βουλγαρία. Σαφώς το «πάγωμα» ήταν ευρύτερο και δεν αφορούσε μόνο τις μεταμοσχεύσεις· ανεστάλησαν τα τακτικά χειρουργεία, τα εξωτερικά ιατρεία και τα νοσοκομεία εν γένει υπολειτουργούσαν.

Απρόβλεπτη περίοδος για τις μεταμοσχεύσεις

Περίπου από τα μέσα Μαΐου, με το σταδιακό «άνοιγμα» των περιοριστικών μέτρων και την άρση της καραντίνας καταγράφηκε μία σημαντική ανάκαμψη και το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως υπήρξαν μάλιστα περισσότερες δωρεές οργάνων συγκριτικά με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2019.

Από το Σεπτέμβριο και έπειτα, όταν τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται και τα νοσοκομεία να δέχονται πίεση, υπήρξε εκ νέου μία μείωση αν και, όπως επισημαίνει ο κ. Παπαθεοδωρίδης, το τελευταίο δεκαπενθήμερο υπάρχουν αρκετά καλές ενδείξεις ότι η τάση μπορεί να αναστραφεί. Ενδεικτικά αναφέρει πως τις τελευταίες πέντε ημέρες έγιναν τέσσερις μεταμοσχεύσεις νεφρού, τρεις μεταμοσχεύσεις ήπατος και δύο μεταμοσχεύσεις καρδιάς.

«Είναι νωρίς. Αναμένουμε να δούμε. Σίγουρα είναι μία περίεργη και απρόβλεπτη περίοδος στο χώρο των μεταμοσχεύσεων», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΟΜ.

Η «έκπληξη» στη δωρεά οργάνων και τι φανερώνει

Ως προς το πώς εξηγείται και τι ελπίδα ενδεχομένως γεννά η περίοδος κατά την οποία καταγράφηκε αύξηση στη δωρεά οργάνων συγκριτικά με το περασμένο έτος, ο πρόεδρος του κ. Παπαθεοδωρίδης εκτιμά πως πρόκειται για συνάρτηση πολλών παραγόντων που αγγίζουν κυρίως την ενδυνάμωση του συστήματος Υγείας σε προσωπικό και κλίνες ΜΕΘ και τη μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση που πυροδότησε η πανδημία του κορωνοϊού στην κοινωνία για το ύψιστο αγαθό της υγείας.

«Πρώτον αυξήθηκαν οι κλίνες στις μονάδες εντατικής θεραπείας, καθώς και οι εργαζόμενοι στις ΜΕΘ, υπήρξαν επικουρικοί ιατροί, νοσηλευτές, περισσότερο προσωπικό και μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση για την ανθρώπινη ζωή γενικότερα, συνεπώς θεωρώ ότι έγινε προσπάθεια να δοθεί ζωή μέσα από ανθρώπους που δυστυχώς έχαναν τη ζωή τους μέσω εγκεφαλικού θανάτου», επισημαίνει.

«Παράλληλα, υπήρξε μία μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας. Η υγεία αναδεικνύεται ως ένα πολύ σημαντικό αγαθό και άρα οι συγγενείς πιο εύκολα πιθανώς δίνουν τη συγκατάθεσή τους σε δωρεά οργάνων που σε άλλη περίπτωση μπορεί και να μην συνέβαινε. Υπάρχει μία γενικότερη ευαισθητοποίηση στα θέματα της Υγείας. Οι πολίτες εμπιστεύτηκαν επίσης το Εθνικό Σύστημα Υγείας περισσότερο. Αυτά είναι θετικά βήματα» συμπληρώνει ο κ. Παπαθεοδωρίδης.

«Το ελπίζαμε, το περιμέναμε» προσθέτει ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων. «Ακριβώς γιατί υπήρξε ευαισθητοποίηση του κόσμου, ενισχύθηκαν οι ΜΕΘ και ενισχύονται ακόμη περισσότερο, και αυτές είναι κλίνες που ελπίζουμε θα παραμείνουν στο σύστημα και μετά τον κορωνοϊό», σημειώνει. Παράλληλα αναφέρει πως ο ΕΟΜ μέσω δωρεάς από το Ίδρυμα Ωνάση κινείται προς την πρόσληψη συντονιστών που θα φροντίζουν για την ανεύρεση δοτών, ενέργεια που ίσως είναι δύσκολο να υλοποιηθεί εν μέσω της δύσκολης αυτής περιόδου και θα πρέπει να αποφασιστεί ποια θα είναι η βέλτιστη στιγμή να ξεκινήσει να υλοποιείται.

«Χάνουμε δότες λόγω κακής οργάνωσης»

Σύμφωνα με τον κ. Παπαθεοδωρίδη, το κυρίαρχο στοιχείο που φέρνει σταθερά την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη αναφορικά με τη δωρεά οργάνων είναι η κακή οργάνωση του συνολικού, πολύπλοκου συστήματος που στηρίζει το χώρο των μεταμοσχεύσεων και όχι τόσο η απουσία ευαισθητοποίησης του κοινού, που, όπως αναφέρει, βεβαίως χρειάζεται και να συντηρείται και να ενισχύεται.

«Πολλές φορές δεν οργανωνόμαστε στο να προσεγγίσουμε σωστά την οικογένεια και τους υποψήφιους δότες, χάνουμε τα μοσχεύματα και τους δότες από την κακή μας οργάνωση. Δεν ανιχνεύουμε έγκαιρα τον εγκεφαλικό θάνατο, δεν έχουμε επαρκείς κλίνες στις ΜΕΘ», επισημαίνει και προσθέτει πως με το ξέσπασμα του κορωνοϊού πραγματικά αντιλήφθηκαν πλέον όλοι πόσο λίγες κλίνες ΜΕΘ διαθέτει η Ελλάδα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

«Αν, λοιπόν, αυξήσουμε τις κλίνες θα αυξήσουμε και τις πιθανότητες να βρίσκουμε δότες» σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΟΜ τονίζοντας την ανάγκη επάνδρωσης των νοσοκομείων με ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και συνολικών βελτιώσεων στο Σύστημα Υγείας, οι οποίες όπως επισημαίνει θα έχουν αντίκτυπο και στις όποιες επιφυλάξεις εξακολουθεί να διατηρεί κομμάτι του πληθυσμού έναντι της δωρεάς οργάνων.

Ο κ. Παπαθεοδωρίδης αναφέρεται ενδεικτικά σε δημοσκόπηση που είχε καταδείξει, στο βαθμό που μπορεί να αντιπροσωπεύσει ένα περιορισμένο δείγμα το γενικό πληθυσμό, ότι η πλειονότητα των Ελλήνων –ποσοστό άνω του 60%- τάσσεται υπέρ των μεταμοσχεύσεων και θα συναινούσε στη δωρεά οργάνου από συγγενικό πρόσωπο. «Το ποσοστό αυτό δεν είναι πολύ χαμηλότερο συγκριτικά με άλλες χώρες, καθώς πουθενά δεν υφίσταται ποσοστό 100%», επισημαίνει. Όμως, οι ελλείψεις με τις οποίες πασχίζει το Σύστημα Υγείας, και οι οποίες έχουν αποδέκτη τον πολίτη, μπορεί να συνδιαμορφώνουν αρνητική εικόνα ή αδιαφορία για το ευαίσθητο πεδίο των μεταμοσχεύσεων.

Ο ίδιος αποσαφηνίζει πως διαφέρει εάν σε θεωρητικό επίπεδο η στάση ενός ατόμου είναι θετική ως προς τη δωρεά οργάνων, και εάν εν τέλει βρεθεί να του ζητείται σχετική συγκατάθεση μετά το θάνατο συγγενικού προσώπου «αφότου μπορεί να έχει προηγηθεί ένας Γολγοθάς -από την εισαγωγή στο νοσοκομείο, τα εξωτερικά ιατρεία, καθυστέρηση στην περίθαλψη, διασωλήνωση σε θάλαμο, αναζήτηση κλίνης σε ΜΕΘ, και με τους γιατρούς να μην έχουν τον απαραίτητο χρόνο να του μιλήσουν όπως τουλάχιστον εκείνος μπορεί να επιθυμούσε».

«Η άποψη διαμορφώνεται μερικές φορές αρνητικά μέσα από το σύστημα, το οποίο δυστυχώς με τις δυνάμεις που έχει δεν μπορεί να προσφέρει παραπάνω γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Προσλήψεις έχουν να γίνουν πολλά χρόνια, υπάρχουν τρομερές ελλείψεις προσωπικού, όλοι λειτουργούμε με υπερπροσπάθεια στα δημόσια νοσοκομεία», αναφέρει προσθέτοντας ότι κατ’ επέκταση κάποια στιγμή η σωματική εξάντληση περιορίζει και τη σωστή ενημέρωση.

Στόχος ο τριπλασιασμός των δοτών

«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν. Πρέπει να βελτιώσουμε και τουλάχιστον να τριπλασιάσουμε, και θεωρητικά μπορούμε να το κάνουμε-έχουμε τον πληθυσμό να το κάνουμε, τους δότες», αναφέρει ο κ. Παπαθεοδωρίδης τονίζοντας ότι για την επίτευξη του στόχου αυτού απαιτείται συνολική προσπάθεια σε πολλά επίπεδα.

Η μεταμόσχευση είναι μία αλυσιδωτή και εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία· απαιτεί τη συνεργασία πάρα πολλών ειδικοτήτων, ανθρώπων, τμημάτων στα νοσοκομεία. «Η δωρεά είναι τα θεμέλια, αλλά μετά πρέπει να χτίσεις και να έχεις ένα καλό σπίτι, ένα τελικό σπίτι», αναφέρει εξηγώντας πως για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρχουν και ικανές Μονάδες, οι οποίες σήμερα υστερούν πολύ σε προσωπικό, αλλά η ανεπάρκεια αυτή δεν είναι ορατή καθώς πραγματοποιούνται λίγες μεταμοσχεύσεις.

«Αν αυξηθούν οι μεταμοσχεύσεις, τότε θα έχουμε μεγάλα προβλήματα στο να ανταποκριθούμε ως Μονάδες και δεν θα μπορούμε να μεταμοσχεύσουμε ή δεν θα έχουμε καλά αποτελέσματα», τονίζει.

«Σε ετήσια βάση πραγματοποιούνται στη χώρα περίπου 180 μεταμοσχεύσεις νεφρού, εκ των οποίων κατά προσέγγιση το ένα τρίτο προέρχεται από ζώντα δότη και οι υπόλοιπες από ανθρώπους που χάνουν τη ζωή τους (από θανόντα δότη νεφρού συνήθως γίνονται δύο μεταμοσχεύσεις). Οι μεταμοσχεύσεις ήπατος αγγίζουν τις 35-40 ετησίως, ενώ σε 15-20 κυμαίνεται ο αριθμός των μεταμοσχεύσεων καρδιάς», σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΟΜ.

Οι πιο συχνές ανάγκες σε μεταμόσχευση οργάνων είναι ο νεφρός και το ήπαρ. Το πιο μεγάλο μητρώο υποψήφιων ληπτών είναι του νεφρού με τη σχετική αναμονή να κρατά χρόνια και τους υποψήφιους λήπτες να ζουν συντηρούμενοι με αιμοκαθάρσεις. Στην περίπτωση του ήπατος και άλλων συμπαγών οργάνων, δεν υφίσταται ανάλογο προσδόκιμο ζωής χωρίς σωτήρια μεταμόσχευση. Στη μονάδα μεταμόσχευσης ήπατος του «Λαϊκού» νοσοκομείου εγγράφονται στη λίστα 30-40 άτομα ετησίως, εκ των οποίων λιγότεροι από τους μισούς μεταμοσχεύονται και το ένα τρίτο μπορεί να χάνουν τη μάχη για τη ζωή.

Λήπτες οργάνων είμαστε δυνητικά όλοι

Με το βλέμμα στην Παγκόσμια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων και Μεταμοσχεύσεων την 1η Νοεμβρίου, ο κ. Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης απευθύνει κάλεσμα να ενστερνιστούμε την ύψιστη μορφή προσφοράς και αλτρουισμού που γεφυρώνει το θάνατο με τη ζωή μέσα από το ιατρικό θαύμα της μεταμόσχευσης.

Και παράλληλα να αναλογιστούμε το εξής: «Έχει φανεί σε πάρα πολλές μελέτες ότι όταν κάποιος δηλώνει δωρητής οργάνων, η πιθανότητα να χρειαστεί ο ίδιος κάποιας μορφής μεταμόσχευση είναι μεγαλύτερη από την πιθανότητα που έχει στην πραγματικότητα να γίνει ο ίδιος δωρητής. Είναι κάτι συγκλονιστικό. Και πολύ σημαντικό. Η ζωή έχει δυστυχώς πολύ απρόβλεπτες καταστάσεις και ουδείς γνωρίζει τι θα μας συμβεί, συνεπώς όλοι πρέπει να συνδράμουμε και να βοηθάμε στη συνέχιση της ζωής κάποιων ανθρώπων που μπορούν να σωθούν».

Κάθε άνθρωπος που φεύγει από τη ζωή δεν είναι κατάλληλος υποψήφιος δότης, αντιθέτως το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό, αποσαφηνίζει ο ίδιος. Πρωτίστως δεν θα πρέπει να συνυπάρχει άλλο σοβαρό νόσημα, ούτε και μπορούν να μεταμοσχευτούν όργανα ανθρώπων που καταλήγουν λόγω εμφράγματος ή αιφνίδιας καρδιοπάθειας στην Ελλάδα, καθώς δεν μπορούν να συντηρηθούν τα όργανα εφόσον δεν υπάρχει κυκλοφορία του αίματος.

Μπορεί να ληφθεί μόσχευμα μόνον κατόπιν εγκεφαλικού θανάτου, ο οποίος τεκμηριώνεται με πολλές μεθόδους και διαδικασίες στις ΜΕΘ, από συμβούλια ιατρών εντός και εκτός ΜΕΘ στα νοσοκομεία, και εφόσον βεβαίως σε αυτούς τους περιορισμένους αριθμούς υφίσταται και συγκατάθεση του οικογενειακού περιβάλλοντος.

Απέχουμε ένα «κλικ»

Η εγγραφή στο Εθνικό Μητρώο Δωρεάς οργάνων απέχει ένα «κλικ» μέσω του δικτυακού τόπου του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων και μπορεί να γίνει επίσης και μέσω Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών.

Πλέον δεν υφίσταται εικαζόμενη συναίνεση, το οποίο συνεπάγεται ότι όποιος δεν έχει δηλώσει άρνηση δεν θεωρείται εξ ορισμού δωρητής, αλλά υπάρχει δηλωμένη συναίνεση. Ο κ. Παπαθεοδωρίδης διευκρινίζει ότι με την εγγραφή στο Μητρώο Δωρητών και πάλι θα ρωτηθούν οι συγγενείς, αλλά δεν έχει υπάρξει ποτέ συγγενικό περιβάλλον που να έχει εναντιωθεί στη θέληση του ανθρώπου που φεύγει από τη ζωή.

Μπορεί κάποιος να δηλώσει εξίσου ότι αρνείται να γίνει δωρητής οργάνων και στην περίπτωση αυτή δεν ρωτάται καν το οικογενειακό περιβάλλον. Η άρνηση είναι σεβαστή και δεν μπορεί να την υπερκεράσει το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο και καλείται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για τους ανθρώπους που δεν έχουν δηλώσει τίποτα από τα δύο, επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΟΜ.

Μεταμόσχευση από ζώντα δότη

Η μεταμόσχευση οργάνου από ζώντα δότη αφορά κυρίως τη μεταμόσχευση νεφρού, αλλά όπως επισημαίνει ο κ. Παπαθεοδωρίδης, θεωρητικά μπορεί να γίνει και μεταμόσχευση ήπατος από ζώντα δότη, αν και δεν συμβαίνει μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.

Ζώντας δότης μπορεί να είναι είτε συγγενής πρώτου βαθμού, οπότε στην περίπτωση αυτή και αυτοδίκαια γίνεται δότης, ή να τον δένει κάποια σχέση με το άτομο που έχει ανάγκη μεταμόσχευσης, οπότε αποκαλείται συναισθηματικός δότης.

Ο «συναισθηματικός» δότης ελέγχεται μέσω πολύ αυστηρής διαδικασίας περίπου από ένα χρόνο με βάση την ελληνική νομοθεσία. Ειδικότερα, η επιβεβαίωση της σχέσης μεταξύ υποψήφιου λήπτη και δότη «περνά» μέσω επιτροπής, στην οποία συμμετέχουν ένας δικαστικός λειτουργός, δύο ψυχίατροι, δύο κοινωνικοί λειτουργοί, ιατροί, γραμματειακό προσωπικό, και η οποία περιλαμβάνει και προσωπικές συνεντεύξεις.

«Πρόκειται για λεπτό πεδίο» και ο κ. Παπαθεοδωρίδης επισημαίνει ότι «είναι αρκετά ικανοποιητική η σχετική νομοθεσία για την κατοχύρωση ότι υφίσταται συναισθηματική σχέση».

Σε κάποιες χώρες του εξωτερικού υπάρχει ακόμη και ο γενικός συναισθηματικός δότης που προσφέρει όργανο του σώματός του σε γενική λίστα. Στην Ελλάδα δεν προβλέπεται, αλλά σε ορισμένα κράτη υπάρχει και σε αυτό το βαθμό ο αλτρουισμός κάποιων ανθρώπων που θέλουν να προσφέρουν ζωή σε έναν άλλον τυχαίο συνάνθρωπο, επισημαίνει ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων.

Πηγή